Εφετείο Πειραιά
Αριθ.απόφασης: 1095/2004
Πρόεδρος: Ηρ. Κωνσταντινίδης, Εισηγητής: Ν. Πάσσος
Δικηγόροι: Κ. Θωμόπουλος, Π. Σιούφας
Πληρώματα πλοίων - καταγγελία σύμβασης εργασίας.
1. Έννοια πληρώματος.
2. Η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και ο εργοδότης καταβάλλει στον μισθωτό αποζημίωση απόλυσης.
3. Σε περίπτωση μη καταβολής αποζημίωσης στον μισθωτό, η καταγγελία είναι άκυρη, η ακυρότητα αυτή είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια, είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του, είτε παραιτούμενος σιωπηρά ή ρητά του δικαιώματος προσβολής τους κύρους της, να την θεωρήσει έγκυρη και να απαιτήσει την από τον νόμο προβλεπόμενη αποζημίωση.
[...] Από τις διατάξεις των αρ. 1, 37 επ. και 53 του κυρωθέντος με το Ν. 3816/1958 "Κώδικα Ιδιωτικού ναυτικού Δικαίου" (ΚΙΝΔ) προκύπτει ότι "πλήρωμα" είναι το σύνολο των προσώπων (ναυτικών) που είναι ναυτολογημένα σε ορισμένο πλοίο. Στην έννοια του πληρώματος περιλαμβάνονται όλα τα πρόσωπα που εργάζονται στο πλοίο και είναι οργανικά ταγμένα για την εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που προσφέρουν. Ειδικότερα, για να θεωρηθούν τα παραπάνω πρόσωπα ότι εμπίπτουν στον όρο "πλήρωμα" ως ναυτικοί με στενή έννοια, με την οποία νοούνται στην σύμβαση ναυτικής εργασίας, θα πρέπει να έχουν ναυτολογηθεί σε ορισμένο πλοίο και συνακόλουθα ν? αποτελούν οργανικά μέλη συγκροτημένου πληρώματος που παρέχουν τις υπηρεσίες τους για τις ανάγκες του πλοίου και έχουν υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες αυτού, χωρίς να είναι απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση πλου. Επομένως, προσδιοριστικό στοιχείο για την έννοια του μέλους του πληρώματος και την ύπαρξη σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι η ναυτολόγηση του ναυτικού σε συγκεκριμένο πλοίο, στο οποίο θα παρέχει τις υπηρεσίες του για την εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του με υποχρέωση συμμετοχής και στους πλόες τούτου (για τα παραπάνω, βλ. σε συνδ. ΑΠ 179/2000 Ελλ. Δνη 41732 Εφ. Πειρ. 619/1997 και 293/1996 στην συλλογή Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιά 1996-1997). Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις, εφόσον δεν εντάσσονται στο πλήρωμα συγκεκριμένου πλοίου, όντας ναυτολογημένοι σ? αυτό, αποτελούν προσωπικό τεχνικό ή υπαλληλικό συνδεόμενο μ αυτές με σχέση χερσαίας εργασίας (Εφ. Πειρ. 293/1996 οπ).
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 1, 2 και 5 Ν. 3198/1995, 1 και 3 Ν. 2112/1920 και 669 ΑΚ, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (που αποτελεί τρόπο λήξης της σχέσης εργασίας) είναι έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και ο εργοδότης καταβάλει την οφειλομένη αποζημίωση. Εάν ο εργοδότης δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απόλυσης, που σύμφωνα με τα αρ. 3 παρ. 2 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 Ν. 3198/1955 υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του απολυομένου κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, η καταγγελία είναι άκυρη, η ακυρότητα, όμως, αυτή είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και ν? αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του, είτε παραιτούμενος, ρητά ή σιωπηρά, του δικαιώματος προσβολής του κύρους της, να την θεωρήσει έγκυρη και ν? απαιτήσει την οριζόμενη από το νόμο αποζημίωση (βλ. αντί πολλών Εφ.Αθ. 7159/2000, on). Πρέπει να σημειωθεί ότι την λήξη της σύμβασης εργασίας επιφέρει και η σύναψη από τα μέρη αντίθετης συμφωνίας κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (αρ. 361 ΑΚ), στην περίπτωση δε αυτή ο μισθωτός δεν προστατεύεται από το δίκαιο της καταγγελίας και ειδικότερα δεν οφείλεται σ? αυτόν αποζημίωση, αφού η αξίωση του μισθωτού (και η αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη) για την καταβολή αποζημίωσης προϋποθέτει καταγγελία (Δημ. Ζερδελή, Το δίκαιο της καταγγελίας).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων α. 6 παρ. 1 Ν. 2112/1920 και 9 παρ. 1 του Β.Δ. της 16/7/1920 για την επέκταση του Ν. 2112/1920 και στους εργάτες, τεχνίτες και υπηρέτες, κατά τις οποίες η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οπωσδήποτε επερχόμενη, δεν επηρεάζει καθ? οιονδήποτε τρόπο την εφαρμογή των υπέρ των μισθωτών διατάξεων των νόμων αυτών β) 8 Ν. 3514/1928 (που αναφέρεται στην στράτευση των μισθωτών), κατά το οποίο σε περίπτωση μεταβολής του προσώπου του εργοδότη οι υποχρεώσεις που επιβάλλει αυτός ο νόμος μεταβιβάζονται στο νέο εργοδότη, χωρίς να χρειάζεται η συναίνεση του μισθωτού γ/6 Ν. 3139/1955 και κυρίως των αρ. 1 παρ. 2, 2 και 3 του Π.Δ. 572/1988 "προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων αυτών", με τις διατάξεις του οποίου η Ελληνική νομοθεσία εναρμονίσθηκε προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/14-2-1977 οδηγίας του Συμβουλίου "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών Μελών, σχετικώς με την διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων", προκύπτει, ότι σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, σε περίπτωση δηλ. της με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιαδήποτε αιτία (με σύμβαση ή από το νόμο) ανάληψης και συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον που αποκτά έτσι την ιδιότητα του φορέα της εκμετάλλευσης (που χάνει ο παλαιός εργοδότης), χωρίς μεταβολή της ταυτότητας της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας (και κατά τρόπον ώστε τα επιμέρους μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό το νέο εργοδότη και είναι ικανά να πραγματοποιήσουν τον εργασιακό σκοπό της εκμετάλλευσης) και μεταβολής έτσι του προσώπου του εργοδότη, ο νέος εργοδότης υποκαθίσταται αυτοδίκαια στις υφιστάμενες κατά την ημέρα της μεταβίβασης εργασιακές σχέσεις, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση του εργαζομένου και η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται με τους ίδιους όρους και συνθήκες, χωρίς ν? απαιτείται η σύναψη νέας σύμβασης, η εργασιακή δηλ. σχέση περιέρχεται στο νέο εργοδότη στην κατάσταση ακριβώς που βρίσκονταν κατά τον χρόνο της μεταβολής, με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και με τα κεκτημένα δικαιώματα του εργαζομένου από την σύμβαση ή το νόμο και αποκόπτεται ο δεσμός του παλαιού φορέα της επιχείρησης ως εργοδότη με τον μισθωτό. Από τα παραπάνω παρέπεται ειδικότερα ότι ο χρόνος απασχόλησης του εργαζομένου στον προηγούμενο εργοδότη λαμβάνεται υπόψη, προκειμένου να θεμελιωθούν όλα τα εξαρτώμενα από την διάρκεια της εργασίας δικαιώματα του και κυρίως να υπολογισθεί το συνολικό ποσό της αποζημίωσης που θα δικαιούται σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας σύμφωνα με τα αρ. 1 και 3 Ν. 2112/1920 και 25 Ν. 3198/1985 (για τα παραπάνω, βλ. σε συνδυασμό Γ. Λεβέντη, Μεταβίβαση επιχειρήσεως και συνέπειες για τις εργασιακές σχέσεις ΔΕΝ 45.1169 επ, του αυτού, Μεταβίβαση και συγχώνευση επιχειρήσεων, συνέπειες για τις εργασιακές σχέσεις κτλ. ΔΕΝ 55.1569 επ, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό δίκαιο παρ. 247 επ, Ολ ΑΠ 5/1994 Ελλ.Δνη 35.1262, ΔΕΚ (171 και 172/1994 Ελλ.Δνη 37.738, ΑΠ 1673/2002 Ελλ.Δνη 44.1606, ΑΠ 1378/2002 Ελλ.Δνη 44.455, ΑΠ 1759/1999 Ελλ.Δνη 41.1012, ΑΠ 988/1996 Ελλ.Δνη 39.835, ΑΠ 989/1996 ΔΕΝ 53.1121, ΑΠ 1181/1995 Ελλ.Δνη 38.817, ΑΠ 1481/1992 ΔΕΝ 49.459, ΑΠ 1218/1992 Ελλ.Δνη 35.4311, ΑΠ 942/1992 Ελλ.Δνη 35.1038, Εφ.Αθ. 1113/2002 Ελλ.Δνη 43.808, Εφ. Θεσ. 1206/2002 Αρμ. 56.1040, Εφ.Αθ. 7150/2000 Ελλ.Δνη 45.549, Εφ.Αθ. 6635/2000 Ελλ.Δνη 44.536, Εφ.Αθ. 6732/1999 Ελλ.Δνη 41.1402, Εφ.Αθ. 7156/1998 Ελλ.Δνη 46.400). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα δεν μεταβιβάζονται στο νέο φορέα της επιχείρησης και κατά συνέπεια δεν καλύπτονται από τον θεσμό της μεταβολής του προσώπου του εργοδότη και την προστασία που αυτός παρέχει οι σχέσεις εργασίας που είχαν λυθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταβίβασης, ανεξάρτητα από τον χρόνο, την αιτία και τον τρόπο λύσης τους. Εννομη συνέπεια τούτου είναι ότι παραμένουν στον παλαιό εργοδότη τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ως άνω σχέσεις και ο νέος εργοδότης δεν δεσμεύεται απ? αυτές, ούτε από τους συμβατικούς όρους που αφορούν στην λήξη αυτών των σχέσεων εργασίας. Εάν ο νέος φορέας της επιχείρησης επαναπροσλάβει τους μισθωτούς αυτούς μετά την μεταβίβαση, πρόκειται για κατάρτιση νέων συμβάσεων (Βικτ. Δούκα, Μεταβίβαση Επιχείρησης και ατομικές σχέσεις εργασίας, σελ. 361). [...] Αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα εξής: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε στον Πειραιά το 1978 ο ενάγων προσελήφθη από την εταιρεία "Σ.Ι.Υ." ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΠΕ" ως επίκουρος και το έτος 1979 προήχθη από την εταιρεία αυτή σε αρχι-θαλαμηπόλο (προϊστάμενο των θαλαμηπόλων). Από της ως άνω προαγωγής του σε αρχιθαλαμηπόλο ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του στα γραφεία του Ναυτιλιακού Τομέα - Κίνησης και Επιχειρησιακής Λειτουργίας των υδροπτέρυγων της εταιρείας, ασχολούμενος ειδικότερα με τον εφοδιασμό των κυλικείων των πλοίων και την συλλογή των εισπράξεων απ? αυτά, την εποπτεία, απογραφή και παρακολούθηση της λειτουργίας των κυλικείων αυτών καθώς και με την διατήρηση ειδικής αποθήκης της εταιρείας στην "μαρίνα" της Ζέας, στην οποία προσήγγιζαν τα υδροπτέρυγα, όπου παρελάμβανεν από τους προμηθευτές τα εφόδια και τα τακτοποιούσε εντός της αποθήκης, στην συνέχεια δε χορηγούσε στα υδροπτέρυγα εφόδια που μετέφερεν ο ίδιος με αυτοκίνητο της εταιρείας. Από την φύση αυτή της εργασίας του ενάγοντος είναι φανερό, ότι από τον χρόνο προαγωγής του στην θέση του αρχιθαλαμηπόλου η εργασιακή του σχέση κατέστη χερσαίας εργασίας, αφού τις υπηρεσίες του προσέφερε αποκλειστικά στην ξηρά, αν και τυπικά εφέρετο ναυτολογημένος σε πλοίο και ήταν ασφαλισμένος στο NAT. Εξάλλου, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, εφόσον δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό, (ούτε άλλωστε υπάρχει σχετικός ισχυρισμός) ήταν αορίστου χρόνου, γιατί είναι η συνηθέστερη στις συναλλαγές μορφή συμβατικής εργασιακής σχέσης (Εφ. Θεσ. 3186/2001 Αρμ. 56.901, Εφ.Αθ. 6166/1991 ΝοΒ 39.1222), ενόψει και του μακρού χρόνου εργασίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι εργάσθηκε στην ως άνω εργοδότρια μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1999 και ακολούθως στην εναγομένη μέχρι την λήξη της εργασιακής σχέσης του την 15/3/2002.
Με την ίδια ειδικότητα και με τα αυτά ως άνω καθήκοντα ο ενάγων εργάσθηκε στην συνέχεια από τον Μάρτιο του 1999 και στην εναγομένη (η οποία, μάλιστα, πέραν των καθηκόντων αυτών, τον όρισε, με τις από 13 και 14/6/2001 υπεύθυνες δηλώσεις των εκπροσωπούντων αυτήν προσώπων προς την αρμόδια λιμενική αρχή, και αγορανομικώς υπεύθυνο των κυλικείων των πλοίων της). [...]
Στην συνέχεια, με το από 5/3/1999 έγγραφο της η εναγομένη γνωστοποίησε στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) ότι α) από 1-3-1999 το προσωπικό της εταιρείας "Σ.Ι.Υ. ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΠΕ, της αρχικής δηλ. εργοδότριας του ενάγοντος, θα μεταφερθεί σ αυτήν (εναγομένη), η οποία αναγνωρίζει όλη την προϋπηρεσία του προσωπικού της προηγούμενης εταιρείας και β] το προσωπικό έλαβε γνώση της μεταφοράς του και είναι το κάτωθι, ακολουθούν δε τα ονοματεπώνυμα και οι υπογραφές 91 τελικά εργαζομένων (αφού από τους αρχικά γραμμένους 96 διεγράφησαν τα ονόματα 5, οι οποίοι υπανεχώρησαν), μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει ο ενάγων. Ως προς το ζήτημα αυτό η εναγομένη ισχυρίσθηκε και ισχυρίζεται ότι αυτός διέκοψε την εργασιακή σχέση του με την εργοδότρια του "Σ.Ι.Υ. ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΠΕ τον Μάρτιο του 1999 και ζήτησε από την εναγομένη να τον προσλάβει, όπως και πραγματικά έγινε, χωρίς η εναγομένη ν? αναλάβει έναντι αυτού κάποια υποχρέωση. Έκτοτε, ο ενάγων εργάσθηκε σ αυτήν με την ίδια ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, όπως συνομολογείται, παρέχοντας τις αυτές όπως και προηγουμένως υπηρεσίες (έχοντας δε επιπλέον ορισθεί από τον Ιούνιο του 2001, όπως προαναφέρθηκε, και αγορανομικός υπεύθυνος των κυλικείων των πλοίων της εναγομένης) και εργαζόμενος στα γραφεία της εναγομένης, όπως και η ίδια αναφέρει στο από 1/7/2001 ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα και επομένως η σχέση εργασίας του διατήρησε τον χαρακτήρα της χερσαίας και δεν μετεξελίχθηκε σε ναυτική, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη - εκκαλούσα.
Περαιτέρω και ανεξάρτητα από την συνδρομή στην κρινόμενη υπόθεση, ενόψει των προαναφερθέντων πραγματικών περιστατικών, περίπτωσης μεταβολής του προσώπου του εργοδότη με την προδιαληφθείσα έννοια και υποκατάστασης της εναγομένης στην θέση της αρχικής εργοδότριας του ενάγοντος (τούτο έχει σημασία για το ύψος της οφειλομένης αποζημίωσης καταγγελίας, εφόσον έγινε τέτοια καταγγελία), όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, στηριχθέν μάλιστα στο από 3/12/1998 μνημόνιο πλαισίου συμφωνίας, το οποίο, όμως, ουδείς των διαδίκων είχεν επικαλεσθεί και προσκομίσει, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με τον 1 ° λόγο της κρινόμενης έφεσης και κατά το σχετικό σκέλος του, αποδείχθηκεν ότι η λήξη της μεταξύ των διαδίκων σχέσης την 15/3/2002 δεν επήλθε με καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης, για την οποία μάλιστα δεν καταβλήθηκεν η οφειλομένη αποζημίωση, όπως υποστηρίζει με την αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, αλλά με αντίθετη καταργητική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων (κοινή συναίνεση), όπως ισχυρίσθηκε και ισχυρίζεται η εναγομένη και τώρα εκκαλούσα. [...]