Εφετείο Πειραιώς
Αριθ.απόφασης: 619/2004
Πρόεδρος: Ηρ. Κωνσταντινίδης, Εισηγήτρια: Χρ. Παρασκευά
Δικηγόροι: Β. Σαξώνης, Ειρ. Σαλούστρου
Επάνδρωση και εφοδιασμός πλοίων - αποδοχές εργαζομένων προβλεπόμενες από την ΣΣΕ - ναυτική εργασία.
Ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας, είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση, να συμμετέχει ως μέλος του συγκεκριμένου οργανικού πληρώματος στους πλόες του πλοίου, αδιαφόρως του είδους της παρεχόμενης εργασίας. Η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση των θαλασσίων κινδύνων, είναι απαραίτητη. Ο χαρακτηρισμός της σχέσης ως ναυτικής ή εξαρτημένης, γίνεται από το δικαστήριο από την εκτίμηση των περιστάσεων, χωρίς αυτό να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που του έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη.
[...] Αποδείχθησαν τα εξής: Η εφεσίβλητη είναι αλλοδαπή εταιρία (ναυτιλιακή) με έδρα κατά το καταστατικό της τον Παναμά. Με τις ... αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας είχε εγκριθεί η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου ή υποκαταστήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, όπως συμπληρώθηκε με Α.Ν. 378/68, αρ. 25 Ν. 27/75, όπως αντικ. με άρθρο 28 Ν. 814/1978, τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 και διατηρούσε γραφεία στον Πειραιά, κατά την κρίσιμη για την παρούσα υπόθεση περίοδο (1994 - 1996). Ήδη οι αποφάσεις αυτές έχουν ανακληθεί (μετά την 16/8/99) και η εφεσίβλητη δεν διατηρεί πλέον γραφεία στην Ελλάδα. Σκοπός και αντικείμενο των εργασιών της εναγομένης - εφεσίβλητης κατά το καταστατικό της και σύμφωνα με την πιο πάνω εγκριτική της λειτουργίας της υπουργική απόφαση είναι, η διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, ασφάλιση, μεσιτεία, διακανονισμός αβαριών, η αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιριών ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με αυτήν δραστηριότητες. Μεταξύ των εργασιών που επετράπησαν να γίνονται στην Ελλάδα από το γραφείο ή υποκατάστημα αυτής ήταν και η ανεύρεση πληρωμάτων στην Ελλάδα ή το εξωτερικό για την επάνδρωση των πιο πάνω πλοίων, η υπογραφή συμβάσεων "ναυτικής εργασίας", η συντήρηση, επισκευή και ο εφοδιασμός των πλοίων αυτών κλπ. Κατά τα έτη 1991 - 1996 η εφεσίβλητη διαχειριζόταν μεταξύ άλλων και το υπό Ελληνική σημαία πλοίο "Ρ" και στο πλαίσιο των πιο πάνω δραστηριοτήτων της προσέλαβε στις 12/5/1993, ως διαχειρίστρια της αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρίας "Τ.S.A" τον ενάγοντα - εκκαλούντα με ταυτόχρονη έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας η οποία καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος - εκκαλούντος και του πλοιάρχου του πιο πάνω πλοίου, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης - εφεσίβλητης (όπως και η ίδια συνομολογεί) και με την οποία, συμφωνήθηκε η ναυτολόγηση αυτού στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Λιπαντή και με αποδοχές σύμφωνα με την ισχύουσα τότε Σ.Σ.Ν.Ε.. Δυνάμει της συμβάσεως αυτής ο εκκαλών ναυτολογήθηκε στο πιο πάνω πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι της Ελευσίνας και διενεργούντο επ? αυτού εργασίες επισκευής και συντηρήσεως και εργάστηκε, ως μέλος του πληρώματος και με την προαναφερόμενη ειδικότητα και ενώ αυτό παρέμεινε ελλιμενισμένο, μέχρι τις 16/9/1993 ημερομηνία κατά την οποία και απολύθηκε, αμειβόμενος σύμφωνα με τις ισχύουσες εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας των πληρωμάτων που εργάζονται στα φορτηγά πλοία πάνω από 4.500 TDW. Ο ενάγων αν και ποτέ και μάλιστα για όλο το χρονικό διάστημα που εργαζόταν στην εναγομένη, δεν είχε αμφισβητήσει τον ναυτικό χαρακτήρα της μεταξύ αυτού και της εναγομένης συμβάσεως, ούτε ότι οι λαμβανόμενες υπ? αυτού αποδοχές δεν ήταν σύμφωνες με τις πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε., για πρώτη φορά μετά την οριστική απόλυσή του το έτος 1997, υποστήριξε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση όχι ναυτικής, αλλά σύμβαση εξηρτημένης χερσαίας εργασίας, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της συλλογικής σύμβασης εργασίας για τους εργατοτεχνίτες εγκαταστάσεων και επισκευών πλοίων Αττικής και νήσων (ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιά και Περιχώρων - στο εξής Σ.Σ.Ε/Ν.Ε.Ζ.) για να εργαστεί με την ειδικότητα του μηχανοτεχνίτη με 6ετή μάλιστα προϋπηρεσία, όπως υποστήριξε, ως μέλος επισκευαστικού συνεργείου, το οποίο είχε συγκροτήσει η εφεσίβλητη και ότι αυτός δικαιούται τις προβλεπόμενες από την εν λόγω Σ.Σ.Ε. αποδοχές, διότι αυτές "εφαρμόζονται ως συμφωνηθείσες αλλά και από το νόμο".
Κατά τις γενικές διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των άρθρων 1, 37 επ. 53 επ. ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικού πληρώματος στους πλόες του πλοίου, αδιαφόρως του είδους της παρεχομένης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική ή άλλη εργασία. Η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων είναι απαραίτητη. Ετσι η σύμβαση δεν αποβάλλει τον χαρακτήρα της ως ναυτικής αν για οποιοδήποτε λόγο, όπως όταν για συντήρηση ή επισκευή παραμένει το πλοίο στο λιμάνι, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλουν, όταν χρειασθεί ή αποφασισθεί από τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή (Α.Π. 179/2000 Ελ. Δ/νη 41.733 ΕΝΑ 29, 44, ΑΠ 1252/2002 αδημ. ΑΠ 11/1999 ΕΝΔ 27.276 - ΑΠ 1089/98 Ελ. Δ/νη 40.327). Δεν συνδέονται με σύμβαση ναυτικής, αλλά χερσαίας εργασίας, πλην άλλων και όσοι εργάζονται προσκαίρως σε εργασίες επισκευής και συντηρήσεως του πλοίου, εφόσον αυτοί δεν ανήκουν στο συγκροτημένο πλήρωμα και δεν έχουν υποχρέωση να συμμετέχουν στον πλου (Α.Π. 1252/2002 ως άνω). Ο χαρακτηρισμός εξάλλου της σχέσεως ως ναυτικής ή ως εξηρτημένης (χερσαίας) εργασίας, γίνεται από το Δικαστήριο από την εκτίμηση των περιστάσεων ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στην συμβατική τους σχέση (Α.Π. 1261/1993 Ελ. Δ/νη 36.131 Α.Π. 1026/1990 ΕΕΔ 50320).
Στη προκειμένη υπόθεση από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του ενάγοντος - εκκαλούντος, ότι η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας μεταξύ αυτού και της εφεσίβλητης είχε τον χαρακτήρα της συμβάσεως (χερσαίας) εργασίας και όχι ναυτικής, ούτε η επικαλούμενη απ? αυτόν ειδική συμφωνία για την εφαρμογή της Σ.Σ.Ε/Ν.Ε.Ζ. Ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της συμβάσεως που συμφωνήθηκε προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο από τη προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη έγγραφη σύμβαση εργασίας. Είναι αληθές, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ότι ο χαρακτηρισμός της σχέσεως ως ναυτικής ή ως εξηρτημένης (χερσαίας) εργασίας γίνεται από το Δικαστήριο από την εκτίμηση των περιστάσεων χωρίς αυτό να δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συμβατική τους σχέση, πλην όμως ο γενόμενος από τους ίδιους τους συμβαλλομένους χαρακτηρισμός συνεκτιμάται από το Δικαστήριο με τις λοιπές περιστάσεις. Οι περιστάσεις δε αυτές ενισχύουν το συμπέρασμα, ότι η σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, ήταν πράγματι σύμβαση ναυτικής εργασίας και σε αυτή απέβλεψαν αμφότερα τα μέρη κατά την πραγματική βούληση τους.[...] Το πιο πάνω πλοίο στο οποίο ναυτολογήθηκε ο εκκαλών και κατά τη διάρκεια που εργαζόταν σ αυτό, ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Ελευσίνας, όπου εκτελούντο, επ? αυτού διάφορες εργασίες συντηρήσεως και επισκευής. Τις εργασίες αυτές τις έκαναν κατά κύριο λόγο οργανωμένα συνεργεία που τελούσαν υπό τις εντολές και κατευθύνσεις άλλων εργοδοτών. Ο εκκαλών, όπως και το υπόλοιπο πλήρωμα, δεν συμμετείχε στα συνεργεία αυτά, αλλά όπως ήταν εύλογο η απασχόλησή του είχε διαφορετικό αντικείμενο από εκείνο που θα είχε αν το πλοίο βρισκόταν εν πλω και απασχολείτο σε εργασίες συντηρήσεως και επισκευής κατά κανόνα σχετικών με την ειδικότητα του. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο εκκαλών δεν επικαλείται - ούτε άλλωστε προέκυψε - ότι απασχολείτο σε συγκεκριμένες εργασίες συντηρήσεως και επισκευής, όπως θα ήταν εύλογο αν είχε προσληφθεί ως μέλος επισκευαστικού συνεργείου. Αντίθετα αυτός ναυτολογήθηκε για αόριστο χρόνο και παρέμεινε επί του πλοίου 5 μήνες, χωρίς η απόλυση αυτού να συνδέεται με την ολοκλήρωση κάποιου συγκεκριμένου έργου. Ο ίδιος στην αγωγή του υποστηρίζει ότι απολύθηκε λόγω λήξεως των εργασιών που είχε αναλάβει, χωρίς όμως να προσδιορίζει το αντικείμενο αυτών. Τούτο είναι ανακριβές αφού η απόλυση αυτού κατά την εν λόγω ημερομηνία έγινε κατά τις διατάξεις του ΚΙΝΔ ήτοι "αμοιβαία συναινέσει". Η απασχόληση εξάλλου του εκκαλούντος στο πιο πάνω πλοίο επί τόσο χρόνο - χωρίς αυτή να συνδέεται, όπως προαναφέρθηκε με συγκεκριμένο έργο - συνάδει περισσότερο με τον χαρακτήρα της παρεχόμενης εργασίας ως ναυτικής και όχι εκείνης του μέλους επισκευαστικού συνεργείου. Η ναυτολόγηση του εκκαλούντος στο πιο πάνω πλοίο και ενώ εκτελούντο επ? αυτού μεγάλης εκτάσεως επισκευαστικές εργασίες και εργασίες συντηρήσεως ήταν επιθυμία του ιδίου, διότι αυτός επιζητούσε να εργάζεται σε πλοίο που ήταν ελλιμενισμένο στην Ελευσίνα επιδιώκοντας, αφενός μεν να βρίσκεται πάντοτε πλησίον της οικογενείας του, αφετέρου να απολαμβάνει όλων των ευεργετημάτων που παρείχε η εργασία του ναυτικού (σταθερή εργασία με ικανοποιητική αμοιβή σε συνάλλαγμα, ασφάλιση στο NAT, αφού πάντοτε ήταν ναυτικός και ασφαλισμένος στο Ν.Α.Τ.).
Αλλωστε το πλοίο αυτό είχε ετοιμότητα προς πλου αφού και ναυτολόγια διέθετε και όπως δεν αμφισβητείται ήταν ικανό από τεχνικής απόψεως για ταξίδια, το γεγονός δε, ότι δεν εχρησιμοποιείτο για λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά την ενάγουσα δεν μπορούν να το κατατάξουν στην κατηγορία των παροπλισμένων πλοίων (παροπλισμό ισχυρίζεται ο εκκαλών) δηλαδή των πλοίων που τους έχουν αφαιρεθεί τα αναγκαία για τον πλου συστήματα και εξαρτήματα και μένουν αγκυροβολημένα συντηρούμενα στοιχειωδώς από ελάχιστο πλήρωμα. Για την ετοιμότητα δε του πλοίου "Ρ" (βλ. Α.Π. 1252/2002. Εφ.Πειρ. 362/2002, Εφ.Πειρ. 361/2002 - Εφ.Πειρ. 1202/2002.