Απόφ.Πρωτοδικείου 1180/2000 (01/01/2000)

Φορολογία εισοδήματος (Ν. 2238/1994, άρθρο 45 παρ.1).

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Μονομελές)
Αριθ. Απόφασης: 1180/2000
Δικαστής: Γεωρ. Κολοκυθάς, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Φορολογία εισοδήματος (Ν. 2238/1994, άρθρο 45 παρ.1).

Το επίδομα του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν.2521/1997, που χορηγείται στους Δικαστικούς Λειτουργούς δεν αποτελεί εισόδημα και δεν φορολογείται: Το εν λόγω επίδομα αντικρύζει πραγματικές δαπάνες, στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους και χορηγείται για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων. Έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα κατά την έννοια των άρθρων 78 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ούτε συγκεκαλυμένο φορολογικό προνόμιο υπέρ των δικαστών.

..............................................................................................................................

Επειδή (όπως κρίθηκε με την απόφαση 3673/1994 της Ολομ. του ΣτΕ), το Σύνταγμα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 25, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 αυτού, προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν το δικαστήριο και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και δι' αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική) με την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής το Σύνταγμα θεωρεί και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας την χορήγηση σ' αυτούς αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατωτέρων των αποδοχών των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών. Επομένως, χορήγηση στα τελευταία αυτά όργανα αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στους δικαστές παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Η παραβίαση αυτή έχει ως συνέπεια την κατ' ευθείαν εφαρμογή του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 26 και 87 παρ. 1 αυτού, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών με τη χορήγηση και σ' αυτούς με τον ίδιο τρόπο των ίδιων συνολικών καθαρών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών, ως αποδοχών νοουμένων των χορηγουμένων με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της θέσπισης, ιδιαίτερης φορολογικής μεταχείρισής τους. Εν όψει αυτών, καθώς και της εξίσωσης, με την από 22.12.1964 απόφαση της Βουλής (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ζ'/1975 Ψηφίσματος της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 23 Α'), το οποίο, κατά την παρ. 2 του άρθρου ΙΙΙ του Συντάγματος, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την τροποποίηση ή κατάργησή του με νόμο), της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ'/1975 Ψηφίσματος, με την οποία αυξήθηκε το καθαρό ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης με την απαλλαγή από το φόρο του ημίσεος αυτής ως καλύπτοντος δαπάνες παράστασης, κίνησης και επικοινωνίας των βουλευτών, οι οποίες όμως καλύπτονται, με τις προβλεπόμενες στα άρθρα 2 και 3 του ιδίου Ψηφίσματος απαλλαγές και ατέλειες, είναι εφαρμοστέα και επί των αποδοχών των δικαστών προς διαφύλαξη των συνταγματικών αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοτιμίας και ισοδυναμίας αυτών και της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας. Η εφαρμογή δε αυτή των αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεων του ανωτέρω Ψηφίσματος στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, μη αποκλειόμενη από τις διατάξεις αυτές δεν συνιστά άσκηση νομοθετικού έργου, κατά παράβαση του άρθρου 50 του Συντάγματος, διότι αποτελεί εφαρμογή κανόνων δικαίου, ήτοι των ως άνω διατάξεων του Ζ Ψηφίσματος και του Συντάγματος και όχι ανεπίτρεπτη θέσπιση νέων. Περαιτέρω, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 4095/1997 κ.α.), η ανωτέρω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ/1975 Ψηφίσματος της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής είναι εφαρμοστέα, για την ταυτότητα του λόγου, και επί των αναδρομικών αποδοχών που καταβλήθηκαν στο παρελθόν από το Δημόσιο στους δικαστικούς λειτουργούς με βάση κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (υπ' αριθμ. 2019812/ 1209/0022/28.2.1992), λόγω διαφοράς των αποδοχών τους με τις αποδοχές των διευθυντών - γιατρών του Ε.Σ.Υ. Στη συνέχεια με το άρθρο 10 του Ν.2459/1997 "Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλων διατάξεων" (ΦΕΚ 17 Α') αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 (παρ. 1) του προαναφερόμενου Ψηφίσματος και ορίστηκε μεταξύ άλλων, ότι το ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης, που απομένει μετά την αφαίρεση των προβλεπόμενων κρατήσεων, θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και φορολογείται αυτοτελώς με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρέωσης για το εισόδημα αυτό. Συνεπώς, από 1.1.1997, που άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 40 περ. β' του ίδιου νόμου, να εφαρμόζεται η πιο πάνω διάταξη καταργήθηκε η φορολογική απαλλαγή του ημίσεος του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης και προβλέφθηκε η αυτοτελής φορολόγησή της σε σχέση με άλλα εισοδήματα που αποκτά ο βουλευτής, η κατάργηση δε αυτή συνεπάγεται και την κατάργηση της φορολογικής απαλλαγής του ημίσεος των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που προέρχονται από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματός τους και αποκτώνται από 1.1.1997. Ακολούθως, με την απόφαση 2040222/ 6246/0022/30.5.1997 του υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 459 Β'), που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 7 του Ν.2479/1997 "Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο - επιτάχυνση των δικών, δικονομικές απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 67 Α') καθορίστηκε ο χρόνος και ο τρόπος εξόφλησης της διαφοράς αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που προέκυψε από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 14 του Ν.1968/1991, της κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσας υπ' αριθμ. 2054561/6279/0022/ 22.8.1995 κοινής απόφασης των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 760 Β') και του άρθρου Ι του Ζ' Ψηφίσματος της Βουλής του έτους 1995. Ορίστηκε δε ειδικότερα με την πιο πάνω απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών ότι η διαφορά αυτή των αποδοχών κατά δικαιούχο δικαστικό λειτουργό, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1.12.1991 μέχρι 31.12.1995, εξοφλείται τμηματικά σε πέντε (5) ισόποσες ετήσιες δόσεις, από τις οποίες η μεν πρώτη καταβάλλεται την 1.10.1997, οι δε λοιπές τέσσερις την 1 Απριλίου των επόμενων τεσσάρων ετών (1998-2001).

Επειδή, κατά το άρθρο 40 περ. β' του ως άνω Ν.2459/1997 η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, με τις οποίες, κατ' αντικατάσταση του άρθρου 5 (παρ. 1) του Ζ' Ψηφίσματος της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής καταργήθηκε η απαλλαγή από τη φορολογία εισοδήματος του ημίσεος του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης και, συνεπώς, του ημίσεος του ποσού των αποδοχών των δικαστών, αρχίζει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1997 και μετά. Επομένως, η κατάργηση της εν λόγω φορολογικής απαλλαγής δεν καταλαμβάνει και τις πιο πάνω αναδρομικές αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, γιατί αυτές ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 31.12.1991 μέχρι 31.12.1995. Εξάλλου, κατά παρέκκλιση της γενικής αρχής που θέτει η παρ. 1 εδαφ. α' του άρθρου 46 του Ν.2238/1994 "Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος" (ΦΕΚ 151 Α'), κατά την οποία ως χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα για την είσπραξή του, η διάταξη του β' εδαφ. της ίδιας παραγράφου του ως άνω άρθρου όρισε ότι: "ειδικά, προκειμένου για αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους, με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής του θεωρείται ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους". Η διάταξη όμως αυτή ως προγενέστερη και γενική, αφορώσα δε όλους τους μισθωτούς και συνταξιούχους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δεν κατισχύει της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 40 παρ. β' του Ν.2459/1997, η οποία αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 10 του ίδιου νόμου που αφορούν τον ειδικό τρόπο φορολόγησης της βουλευτικής αποζημίωσης και συνεπώς και των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση του λειτουργήματός τους. Πέραν τούτου, η κατά παρέκκλιση της γενικής αρχής φορολόγηση των ως άνω αναδρομικών αποδοχών όχι κατά τον χρόνο που ανάγονται, αλλά κατά τον χρόνο που εισπράττονται, θεσπίσθηκε με την ως άνω διάταξη του β' εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 46 του Ν.2238/1994 κυρίως για διαδικαστικούς λόγους, δηλαδή για την αποφυγή γραφειοκρατικών διατυπώσεων τόσο από μέρους των φορολογουμένων, όσο και από μέρους των φορολογικών αρχών (υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων, νέες εκκαθαρίσεις και βεβαιώσεις των φόρων), αλλά και για τη μη φορολόγηση των εισοδημάτων αυτών με βάση παρωχημένες φορολογικές κλίμακες. Είναι, εξάλλου, αυτονόητο ότι η φορολόγηση των αναδρομικών αποδοχών κατά τον χρόνο που εισπράττονται τελεί υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αποδοχές υπέκειντο σε φόρο κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται, γιατί αλλιώς θα υπήρχε δυσμενής διάκριση σε βάρος των μισθωτών και συνταξιούχων που εισπράττουν αναδρομικά τις αποδοχές τους σε σχέση με αυτούς που τις εισπράττουν κατά τον χρόνο που απέκτησαν το δικαίωμα είσπραξής τους, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) (ΣτΕ 3150/1999).

Επειδή, εξάλλου, κατ' άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος "1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος ..... 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης". Κατά δε το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος "Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους". Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.2238/1994 "Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος" ορίζεται ότι "Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20-51". Περαιτέρω, στο άρθρο 45 παρ. 1 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι: "Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά, με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους".

Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ως εισόδημα που υπόκειται σε φόρο θεωρείται το καθαρό εισόδημα, δηλαδή, αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση από το ακαθάριστο εισόδημα των δαπανών απόκτησής του, οι δε δαπάνες που μνημονεύονται στην παρ. 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος λαμβάνονται υπόψη όσο αφορά στη φορολογία εισοδήματος, για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος ορισμένων κατηγοριών φορολογουμένων βάσει ενδείξεων (όπως είναι οι δαπάνες). Περέπεται, ότι όταν πρόκειται για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, κάθε παροχή που καταβάλλεται στον μισθωτό, με οποιαδήποτε ονομασία (επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα κλπ.) που, κατά τον νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν αποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός (ΣτΕ 125/1995, 745/1993, 3395/1991, 374/1983, 4289/1980 Ολομ. κ.α.). Εξάλλου, από 1.1.1997 με το άρθρο 1 περ. 15 του Ν.2459/1997 "Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις" καταργήθηκε το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγρ. 4 του άρθρου 45 του Ν.2238/1994 που όριζε ότι "Προκειμένου για αποζημιώσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, που παρέχονται με διάταξη νόμου κατ' αποκοπή για κάλυψη δαπανών ειδικής υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, εξαιρείται της φορολογίας ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), εκτός εάν ο δικαιούχος αποδεικνύει δαπάνες μεγαλύτερου ποσού με βάση στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων". Η κατάργηση όμως, της ανωτέρω διάταξης δεν συνεπάγεται από μόνη της τη φορολόγηση όλων αδιακρίτως των παροχών που καταβάλλονται στους μισθωτούς, δηλαδή και εκείνων που κατά τον νόμο ή από τη φύση τους δεν αποτελούν εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αλλά δίνονται για να καλύψουν δαπάνες για την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους έχει αναταθεί ή για την καλύτερη διεξαγωγή της. Τέλος, η απαρίθμηση των περιπτώσεων παροχών, που αναφέρονται στα εδάφια α' - α της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και οι οποίες κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, δεν είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι η απαρίθμηση αυτή των μη θεωρουμένων ως εισόδημα παροχών δεν αποκλείει στο νομοθέτη να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες ούτε την κρίση της φορολογικής αρχής και των διοικητικών δικαστηρίων ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, δηλαδή φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της.

Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 3 του Ν.2521/1997 "Ειδικό μισθολόγιο δικαστικών λειτουργών κλπ." (ΦΕΚ 174 Α') προβλέπεται το εξής επίδομα: "Επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), οριζόμενο κατά βαθμό ως εξής: α) ............. β) ............... γ) ................. δ) Πάρεδρος του ΣτΕ και αντίστοιχοι 230.000 δραχ., ε) ................. στ) ......................". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του νόμου, θεσπίζεται "για πρώτη φορά ειδικό επίδομα και πάγια μηνιαία αποζημίωση, έτσι ώστε αυτά να ανταποκρίνονται πράγματι στις ιδιόμορφες συνθήκες εργασίας των δικαστικών λειτουργών και να αντισταθμίζουν τις δαπάνες που υποβάλλονται εξ? αιτίας του λειτουργήματός τους", προκύπτει ότι το εν λόγω επίδομα χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς για την κάλυψη των πρόσθετων δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας και των ιδιόμορφων συνθηκών άσκησής της (όπως δαπάνες για τη δημιουργία και την ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), αλλά και για την κάλυψη των πρόσθετων δαπανών στις οποίες υποβάλλονται για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων (όπως δαπάνες για συνδρομές σε επιστημονικά περιοδικά, για την αγορά και λειτουργία ηλεκτρονικών υπολογιστών και τη σύνδεσή τους με τράπεζες νομικών πληροφοριών κλπ.). Συνεπώς, το ανωτέρω επίδομα που χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς αντικρύζει πραγματικές δαπάνες στις οποίες αυτοί υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους και για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών και δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ούτε συγκεκαλυμμένο φορολογικό προνόμιο υπέρ των δικαστών (ΣτΕ 3150/1999).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο προσφεύγων δικαστικός λειτουργός, υπέβαλε στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Αγ. Παρασκευής, από κοινού με τη σύζυγό του, δήλωση φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1999, με την οποία δήλωσε συνολικό καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 16.494.360 δραχμών. Ειδικότερα, από το ποσό αυτό: α) 13.182.466 δραχμές αποτελούν τακτικές αποδοχές χρονικής περιόδου από 1.1.1998 έως 31.12.1998 και β) 3.311.894 δραχμές αποτελούν αναδρομικές αποδοχές χρονικής περιόδου 1.12.91/31.12.95 που του καταβλήθηκαν το έτος 1998 με βάση τις διατάξεις της 2054561/6279/ 0022/28.8.1995 κοινής απόφασης των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Στην ίδια δήλωση επεσύναψε έγγραφη επιφύλαξη ότι δεν υπάγεται σε φόρο εισοδήματος: α) από το προαναφερόμενο εισόδημά του ύψους 3.311.894 δραχμών (αναδρομικές αποδοχές), το μισό, δηλαδή, ποσό 1.655.947 δραχμών (κατ' ανάλογη εφαρμογή του Ζ' Ψηφίσματος της Βουλής) και β) το συνολικό ποσό των 2.760.000 δραχμών που αποτελεί το επίδομα της παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν.2521/1997. Η επιφύλαξη αυτή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., την ορθότητα της οποίας αμφισβητεί, ήδη, ο προσφεύγων με την κρινόμενη προσφυγή του, προβάλλοντας και πάλι όσα υποστήριξε με την επιφύλαξή του.

Επειδή, ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά σχετικώς με την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 1 του Ζ'/1975 Ψηφίσματος, το μισό των αναδρομικών αποδοχών ύψους 1.655.974 (3.311.894 Χ 50%) που καταβλήθηκαν στα προσφεύγοντα το έτος 1998, βάσει της ως άνω υπουργικής απόφασης, δεν υπόκειται σε φόρο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το προαναφερόμενο επίδομα του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν.2521/1997 δεν συγκεντρώνει τα εννοιολογικά στοιχεία του εισοδήματος και συνεπώς δεν υπόκειται σε φόρο, το ποσό που καταβλήθηκε στον προσφεύγοντα για την αιτία αυτή ύψους 2.760.000 (230.000 Χ 12) δραχμών είναι, επίσης, αφορολόγητο. Συνεπώς, από το συνολικό εισόδημά του μισθωτών υπηρεσιών, οικονομικού έτους 1999, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό 4.415.974 δραχμών (1.655.974 + 2.760.000), ενώ το υπόλοιπο εισόδημά του από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος που του καταβλήθηκε κατά την ίδια περίοδο, ποσού 12.078.386 δραχμών (16.494.360 - 4.415.974) είναι - σύμφωνα με το ως άνω Ψήφισμα και τη σχετική ερμηνεία - φορολογητέο αυτοτελώς από τα λοιπά προερχόμενα από άλλες πηγές εισοδήματά του. Περαιτέρω, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το αίτημα του προσφεύγοντος για επιδίκαση τόκων, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 και 3 του Ν.1473/1984, το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των φόρων επιστρέφεται εντόκως μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου από την κοινοποίηση στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου.

Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη αρνητική απάντηση, να γίνει δεκτή η διατυπωθείσα επιφύλαξη και να επιστραφεί στον προσφεύγοντα ο φόρος που τυχόν καταβλήθηκε αχρεωστήτως, μετά από σχετική εκκαθάριση. Τέλος, το Δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις απαλλάσσει το Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη του προσφεύγοντος.