Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τριμ.)
Αριθ. απόφασης: 1215/2005
Πρόεδρος: Α. Μαμαλούδη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγήτρια: Σ. Μελετίδου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Φορολογία εισοδήματος - διαδικασία (Ν.2238/1994, άρθρα 5, 61, 74 - Σύνταγμα, άρθρα 4, 116)
Υποβολή χωριστής δήλωσης συζύγου (γυναικός), χωρίς να τελεί σε διάσταση, κλπ. Η φορολογική αρχή απορρίπτει αίτησή της για εκκαθάριση της δήλωσής της, λόγω μη υποβολής κοινής δήλωσης με το σύζυγό της: Η υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης από τους συζύγους δεν παραβιάζει: α) την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, β) την αρχή της αυτοτέλειας της προσωπικότητας των συζύγων στο πλαίσιο του γάμου, γ) την αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων, δ) τη συνταγματική αρχή της προστασίας της οικογένειας και ε) το φορολογικό απόρρητο των εγγάμων συζύγων, λόγω της υποβολής κοινής δήλωσης (Σ.Σ. με αυτό το σκεπτικό το δικαστήριο απορρίπτει σχετικούς ισχυρισμούς της συζύγου)
Απορρίπτεται προσφυγή φορολογούμενης συζύγου
[...] Επειδή με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η ακύρωση της 2563/31-3-2003 πράξης του προϊσταμένου της Δ΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, στην οποία εμπεριέχεται άρνηση να διενεργήσει εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 2002, βάσει της από 25/5/2002 αυτοτελούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που η προσφεύγουσα υπέβαλε για το ατομικό της εισόδημα του οικείου οικονομικού έτους, με την αιτιολογία ότι ως έγγαμη υποχρεούνταν να υποβάλει τη σχετική δήλωση μετά του συζύγου της και όχι αυτοτελώς. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής, δεδομένου ότι η διαφορά που ανακύπτει από την έκδοση της παραπάνω αρνητικής πράξης της φορολογικής αρχής, για διενέργεια εκκαθάρισης του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας, συνάπτεται, ως εκ της φύσεώς της, προς την φορολογική υποχρέωση καταβολής του αναλογούντος από αυτήν φόρου εισοδήματος ή επιστροφής σε αυτήν της τυχόν προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ του παρακρατηθέντος και οφειλόμενου ποσού φόρου εισοδήματος και, συνεπώς, αποτελεί φορολογική διαφορά ουσίας (πρβλ. ΣτΕ 1320/1999, 2062/1996, ΑΕΔ 1/1986). Ενόψει δε του ότι η προσφυγή ασκείται παραδεκτά, εφόσον καταβλήθηκε και το σχετικό παράβολο (σχετ. το .... έντυπο παραβόλου), αυτή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία. Επειδή στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3...". Εξάλλου, η παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6/4/2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζει τα εξής: "Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών". Από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις, που καθιερώνουν την αρχή της ισονομίας άνδρα και γυναίκας, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει μέτρα που οδηγούν σε αδικαιολόγητη διάκριση βάσει του φύλου (πρβλ. Ολ ΣτΕ 1467/2004). Περαιτέρω, στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου, ειδικότερη έκφραση της αρχής της ισονομίας των δύο φύλων, καθώς και της συνταγματικής αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των συζύγων (άρθρο 5, παρ. 1 του Συντάγματος), αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου που καθιερώνεται με το άρθρο 1397 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία, οι ατομικές περιουσίες των δύο συζύγων, τόσο αυτές που υπήρχαν κατά την τέλεση του γάμου, όσο και εκείνες που αποκτώνται από αυτούς με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, παραμένουν ατομικές τους περιουσίες, με συνέπεια να επιτρέπεται η αυτοδύναμη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και, ειδικότερα της γυναίκας, και να περιορίζεται ο κίνδυνος διαιώνισης της οικονομικής της εξάρτησης από τον άνδρα (βλ. Εισηγητική Έκθεση του Ν. 1329/1983, ΑΚ 1397, Αρμ 37.285).
Επειδή ο Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α΄ 151) ορίζει στο άρθρο 5 ότι: "1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου. 2. Ειδικά το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του...", στο άρθρο 61 ότι: "1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση, εφόσον... 2. Για τους εγγάμους, για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5, υπόχρεος σε επίδοση δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ειδικά, υποχρεούνται να επιδώσουν φορολογική δήλωση ο καθένας χωριστά για το συνολικό εισόδημά του οι σύζυγοι όταν: α) Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος, β) Ο ένας από τους δύο συζύγους έχει τεθεί σε δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση ή τελεί υπό δικαστική αντίληψη..." και στο άρθρο 74, παρ. 4 ότι: "Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους, βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά... Αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτής της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της οφειλής..".
Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσφεύγουσα, με την από 15/5/2002 αυτοτελή δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2002, που υπέβαλε στη Δ΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης ως νέα φορολογούμενη (δηλώνοντας στον πίνακα 2.1 ότι υποβάλλει δήλωση για πρώτη φορά), δήλωσε ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες το ποσό των... δραχμών, από το οποίο παρακρατήθηκε φόρος ποσού.... δρχ., ενώ δήλωσε ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης με βάση επιβατικό IX αυτοκίνητο ποσό .... δρχ. και δαπάνη για την αγορά IX αυτοκινήτου ποσό ... δρχ., καθώς και ποσό.... ως χρηματικό ποσό από διάθεση περιουσιακών στοιχείων που μειώνει την ετήσια δαπάνη και ποσό... δρχ. ως ποσό ασφαλίστρων, που αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα. Ακολούθως, με την από 19/3/2003 αίτησή της προς την παραπάνω ΔΟΥ, ζήτησε να διενεργηθεί η εκκαθάριση του φόρου βάσει της ως άνω φορολογικής της δήλωσης και να επιστραφεί η τυχόν διαφορά μεταξύ παρακρατηθέντος και οφειλόμενου φόρου που θα προκύψει στο δικό της όνομα. Με την 2563/31-3-2003 πράξη του ο προϊστάμενος της ως άνω ΔΟΥ αρνήθηκε να διενεργήσει την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας για το παραπάνω οικονομικό έτος, με την αιτιολογία ότι αυτή υπέβαλε αυτοτελή δήλωση, παρότι ήταν έγγαμη και, συνεπώς, υποχρεωμένη να υποβάλει κοινή φορολογική δήλωση μαζί με το σύζυγό της... σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61, παρ. 2 του Ν. 2238/1994, δεδομένου ότι η περίπτωσή της δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπουν οι περιπτώσεις α΄ και γ΄ της παραπάνω διάταξης για υποβολή χωριστής δήλωσης.
Επειδή, με την ήδη κρινόμενη προσφυγή της, όπως αναπτύσσεται με το επ΄ αυτής υπόμνημα, η προσφεύγουσα ζητά να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να διαταχθεί η εκκαθάριση του φόρου και να επιστραφεί σε αυτήν η προκύπτουσα, κατά τους ισχυρισμούς της, διαφορά μεταξύ παρακρατηθέντος φόρου ποσού... δρχ. και οφειλόμενου φόρου ποσού... δρχ. ύψους... δρχ. ή .. ευρώ. Ειδικότερα, προβάλλει ότι η άρνηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ να κάνει δεκτή την αυτοτελώς υποβληθείσα δήλωσή της και να διενεργήσει βάσει αυτής εκκαθάριση του φόρου εισοδήματός της στο όνομά της, με την αιτιολογία ότι είναι υποχρεωμένη να υποβάλει κοινή δήλωση με το σύζυγό της, είναι μη νόμιμη, δεδομένου ότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 1, 61 παρ. 2 και 74, παρ. 4 του Ν. 2238/1994, οι οποίες αντίκεινται στην συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Και τούτο διότι, όπως υποστηρίζει, οι διατάξεις αυτές θέτουν την έγγαμη γυναίκα σε δυσμενέστερη μοίρα σε σχέση με τον έγγαμο άνδρα, περιορίζοντας τη φορολογική της αυτοτέλεια και την οικονομική της ανεξαρτησία, κατά το μέρος που υποχρεώνουν την έγγαμη γυναίκα, που τελεί σε ομαλή έγγαμη συμβίωση, να υποβάλει κοινή φορολογική δήλωση εισοδήματος με το σύζυγό της (άρθρο 5, παρ. 1). Στερώντάς της τη δυνατότητα να υποβάλει ξεχωριστή δήλωση για τα ατομικά της εισοδήματα, δεν της επιτρέπουν να επιδώσει η ίδια στη φορολογική αρχή τη δήλωση, αλλά υπόχρεος προς τούτο είναι αποκλειστικά και μόνον ο σύζυγος και για τα εισοδήματά της (άρθρο 61, παρ. 2), ενώ ορίζουν ότι η εκκαθάριση και η βεβαίωση ή επιστροφή του φόρου που αναλογεί στα ατομικά της εισοδήματα γίνεται στο όνομα του συζύγου (άρθρο 74, παρ. 4). Περαιτέρω, επικαλείται ότι οι ως άνω νομοθετικές διατάξεις αντίκεινται και στην αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων, που καθιερώνεται στο άρθρο 1397 του Αστικού Κώδικα και η οποία εμπεριέχει τη δυνατότητα του κάθε συζύγου να δηλώνει αυτοτελώς στη φορολογική αρχή τα ατομικά του εισοδήματα, χωρίς να λαμβάνει γνώση αυτών ο/η σύζυγός του, να συναλλάσσεται ο ίδιος με τη φορολογική αρχή, να παραλαμβάνει ο ίδιος το εκκαθαριστικό του σημείωμα και να εισπράττει την επιστροφή του φόρου που αναλογεί στα ατομικά του εισοδήματα, χωρίς την ανάγκη σύμπραξης του/της συζύγου. Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη άρνηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, δεδομένου ότι η ίδια υποβάλλει αυτοτελείς φορολογικές δηλώσεις, χωριστά από το σύζυγό της, από το οικονομικό έτος 1994 μέχρι το 2001, οι οποίες έχουν γίνει δεκτές από τη φορολογική αρχή και έχουν εκδοθεί τα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα (σχετ. προσκομίζονται επικυρωμένα από τη δικηγόρο της αντίγραφα των δηλώσεων και εκκαθαριστικών) και παρά το γεγονός ότι κατά το έτος 1994 η παραπάνω φορολογική αρχή αρχικώς της ζήτησε να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση στο όνομα του συζύγου της, ενώ τελικώς προχώρησε στην εκκαθάριση του φόρου εισοδήματός της, βάσει της αυτοτελούς της δήλωσης (σχετ. προσκομίζεται το.../5-4-1994 δελτίο πληροφοριών της Δ΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης) και, συνεπώς, παραβιάζεται η επί οκτώ χρόνια παγιωμένη τακτική της διοίκησης, που της δημιούργησε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα γίνει δεκτή και η επίδικη αυτοτελώς υποβληθείσα φορολογική της δήλωση για το οικονομικό έτος 2002.
Επειδή, κατ΄ αρχήν, η υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης από τους συζύγους προς την φορολογική αρχή για τα εισοδήματά τους, που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 5, παρ. 1 του Ν. 2238/94, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, θέτοντας την έγγαμη γυναίκα σε δυσμενέστερη μοίρα σε σχέση με τον έγγαμο άνδρα, όπως αβάσιμα προβάλλεται με την προσφυγή, δεδομένου ότι δεν οδηγεί σε κάποια διάκριση βάσει του φύλου των συζύγων, αλλά υποχρεώνει αμφότερους να υποβάλλουν κοινή φορολογική δήλωση. Εξάλλου, η κοινή δήλωση, ενόψει του ότι δεν οδηγεί σε σωρευτική φορολογία, εφόσον ο φόρος υπολογίζεται χωριστά για τον καθένα σύζυγο, μη επιτρεπομένου του συμψηφισμού του τυχόν αρνητικού εισοδήματος του ενός συζύγου με τα εισοδήματα του άλλου, συνάδει με την αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων (άρθρο 1397 ΑΚ), που είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας των δύο φύλων και της αυτοτέλειας της προσωπικότητας των συζύγων στα πλαίσια του γάμου και αποβλέπει στην προστασία του γάμου και της οικογένειας (άρθρο 21, παρ. 1 του Συντάγματος), δεδομένου ότι διευκολύνει τη θέσπιση ευνοϊκότερου συστήματος εκπτώσεων των δαπανών και μειώσεων του φόρου από το συνολικό εισόδημα της οικογένειας ( άρθρα 8 και 9 του Ν. 2238/94).
Περαιτέρω, παρότι υπόχρεος για την επίδοση της κοινής δήλωσης για τους εγγάμους είναι ο σύζυγος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61, παρ. 2 του Ν. 2238/94, η ρύθμιση αυτή δεν αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος της έγγαμης γυναίκας, δεδομένου ότι φορολογικά υπόχρεοι είναι και οι δύο σύζυγοι και η ευθύνη για τον τυχόν οφειλόμενο φόρο βαρύνει τον πράγματι υπόχρεο εξ΄ αυτών (πρβλ. ΑΠ 1561/1979). Επιπλέον, ούτε η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 74, παρ. 4 του Ν. 2238/94, σύμφωνα με την οποία για τους έγγαμους η οφειλή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων και της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων, όπως αβάσιμα προβάλλεται με την προσφυγή, δεδομένου ότι, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, οι πράξεις του εκκαθαριστικού σημειώματος και του φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος εκδίδονται μεν επ΄ ονόματι του συζύγου, περιέχουν όμως προσδιορισμό ιδίας και αυτοτελούς φορολογικής υποχρέωσης της συζύγου για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημά της που περιέχεται στη δήλωση και τον φόρο που βεβαιώνεται με το εκκαθαριστικό σημείωμα ή το φύλλο ελέγχου, σύμφωνα πλέον και με τη διάταξη του άρθρου 64 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (πρβλ. ΣτΕ 221/2001, 2430/1996, 2Ε87/1993, 3642/1992). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, παρέχεται η δυνατότητα στους συζύγους, με αίτηση του ενός εξ αυτών, να επέλθει χωρισμός των οφειλών για τον καθένα, οπότε ο αρμόδιος προϊστάμενος της ΔΟΥ υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτό της οφειλής, το οποίο έγγραφο αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού της οφειλής. Περαιτέρω, η επικαλούμενη παραβίαση του φορολογικού απορρήτου των εγγάμων συζύγων, λόγω της υποβολής κοινής δήλωσης, η οποία συνεπάγεται τη γνώση του περιεχομένου της από τον καθένα όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του άλλου, δεν οδηγεί σε περιορισμό της προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής και σε παραβίαση της συνταγματικής αρχής της προστασίας της προσωπικότητάς τους ως ατόμων, δεδομένου ότι το ως άνω απόρρητο μεταξύ των συζύγων κάμπτεται στα πλαίσια της προστασίας του γάμου και της οικογένειας και της υποχρέωσης των συζύγων για ισότιμη και αναλογική συνεισφορά τους στην αντιμετώπιση των οικονομικών και άλλων αναγκών της οικογένειας με την προσωπική εργασία, την περιουσία και τα εισοδήματά τους (άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ), που συνεπάγεται αναπόφευκτα τη γνώση του ενός συζύγου σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του άλλου.
Επειδή, κατόπιν αυτών, το δικαστήριο κρίνει ότι η από 15/2/2002 ξεχωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, που η προσφεύγουσα υπέβαλε στον προϊστάμενο της Δ΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, δεν συνιστούσε την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 61, παρ. 2 του Ν. 2238/1994 δήλωση, την οποία η προσφεύγουσα, ως έγγαμη, μη τελούσα σε διάσταση και μη εμπίπτουσα σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπουν οι περιπτώσεις α΄ έως γ΄ της παραπάνω διάταξης για υποβολή χωριστής δήλωσης, υποχρεούνταν να υποβάλει μαζί με τον σύζυγό της. Ως εκ τούτου, νομίμως ο προϊστάμενος της ως άνω ΔΟΥ δεν προέβη σε καταχώριση αυτής στο βιβλίο μεταγραφών καταχώρισης δηλώσεων και εν συνεχεία σε εκκαθάριση αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65 παρ. 1 και 2 και 66 παρ. 2 του Ν. 2238/1994, ενώ, περαιτέρω, νομίμως αυτός γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι προς εκπλήρωση νομίμου φορολογικής υποχρεώσεώς της θα πρέπει να υποβάλει μαζί με το σύζυγό της συμπληρωματική δήλωση φόρου εισοδήματος αναφορικά με το ατομικό εισόδημά της. Συνεπώς, η άρνηση του προϊσταμένου της Δ΄ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης να προβεί σε εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 2002, βάσει της από 15/5/2002 μη προσήκουσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που αυτή υπέβαλε, βρίσκει νόμιμο και επαρκές αιτιολογικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 1 και 61, παρ. 2 του Ν. 2238/1994, οι οποίες δεν παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της ισότητας των δύο φύλων και της προστασίας της προσωπικότητας του ατόμου, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, ενώ οι αντίθετοι λόγοι της προσφυγής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από την προσφεύγουσα παράνομη πρακτική της φορολογικής αρχής, να αποδέχεται επί πολλά έτη τις αυτοτελώς υποβαλλόμενες δηλώσεις της, παρότι ήταν έγγαμη και αληθής υποτιθέμενη, δεν μπορεί να την απαλλάξει από την υποχρέωσή της να υποβάλει κοινή δήλωση με το σύζυγό της για το επίδικο έτος, ενόψει του ότι η σχετική υποχρέωση προκύπτει ευθέως από το νόμο, η εφαρμογή του οποίου δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της φορολογικής αρχής.
Επειδή, κατά συνέπεια, ενόψει του ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της, ενώ το καταβληθέν παράβολο πρέπει να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277, παρ. 9 του ΚΔΔ).