Πρωτοδικείο `Αρτας
Αριθ. απόφασης: 15/2003
Δικαστής: Αλέξανδρος Παλούκης, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Ιωάν. Γκριμπαβιώτης και Βασίλ. Μπαλάσκας
Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου - αποζημιώσεις εργαζομένου - διευθυντικό δικαίωμα εργοδότη.
Από τα άρθρα 669 ΑΚ και 3 του Ν. 3198/55, προκύπτει ότι η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού, το οποίο ασκείται με την μορφή μονομερούς διαπλαστικής δικαιοπραξίας, δηλαδή δίχως να απαιτείται η αιτιολογία του. Ο εργοδότης δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κάποιον λόγο για να απολύσει έγκυρα τον μισθωτό.
Πότε η απόλυση είναι άκυρη και καταχρηστική (άρθρα 3, 174, 180, 281 ΑΚ).
Δεν είναι καταχρηστική η καταγγελία που γίνεται, όταν ο εργαζόμενος παρέχει πλημμελώς τις υπηρεσίες του ή προβαίνει σε αντισυμβατική συμπεριφορά.
Τρόπος υπολογισμού αποζημίωσης απόλυσης.
[...] Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΑΚ και 3 του Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη (και του μισθωτού), το οποίο ασκείται με τη μορφή μονομερούς διαπλαστικής δικαιοπραξίας, δίχως να απαιτείται η αιτιολόγησή του, πράγμα που σημαίνει ότι ο εργοδότης δεν χρειάζεται να επικαλεσθεί κάποιο λόγο για να απολύσει έγκυρα το μισθωτό (Α.Π. 1143/94, Α.Π. 223/92). Ωστόσο, η αιτία της απόλυσης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο της διερεύνησης ισχυρισμού του μισθωτού για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας. Έτσι, η απόλυση είναι, κατά την έννοια της ΑΚ 281, καταχρηστική και, συνακόλουθα, άκυρη (ΑΚ 3, 174, 180), όταν η αιτία της βρίσκεται έξω από το σκοπό για τον οποίο το σχετικό δικαίωμα αναγνωρίζεται στον εργοδότη από την έννομη τάξη, όταν δηλαδή υπερβαίνει προφανώς τα αξιολογικά όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση ενέχει και η καταγγελία που υπαγορεύθηκε από εμπάθεια ή εκδίκηση προς το πρόσωπο του μισθωτού εξαιτίας συμπεριφοράς του μη αρεστής στον εργοδότη και, γενικά, από προσωπικό λόγο του τελευταίου που δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του (Α.Π. 1044/92, Α.Π. 744/92). Δεν είναι όμως καταχρηστική η καταγγελία που γίνεται για λόγο πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων ή αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εργαζομένου (ολ. Α.Π. 707/85, ΕΕργΔ 45.219, Α.Π. 303/86, ΕλΑ 28.277) ή για λόγους μειωμένης απόδοσης ή μη καταβολής από αυτόν της προσήκουσας επιμέλειας. Το ίδιο ισχύει και όταν η απόλυση ανταποκρίνεται σε ανάγκες οργανωτικών ή διαρθρωτικών αλλαγών στο σύνολο ή σε ορισμένα τμήματα της επιχείρησης, αφού, με το καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας που αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ελληνικής Συνταγματικής τάξης, η επιλογή των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχείρησης ανήκει στην ελεύθερη εκτίμηση του εργοδότη και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (Α.Π. 575/95, Α.Π. 124/90, ΕΕργΔ 50.40, Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 748, Καρακατσάνη - Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995, Ζερδελή, Ο δικαστικός έλεγχος των απολύσεων για οικονομοτεχνικούς λόγους). Τέλος, μόνη η έλλειψη σοβαρού λόγου καταγγελίας δεν καταφάσκει την κατάχρηση, εφόσον, αντίθετη εκδοχή θα είχε ως συνέπεια την ανατροπή του θεσμοθετημένου στη Χώρα μας συστήματος της αναιτιολόγητης εργοδοτικής καταγγελίας και θα οδηγούσε σε αλλοίωση και παραμόρφωση της έννοιας και της λογικής του κανόνα της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού δια μέσου του κανόνα αυτού θα εισαγόταν, ως προϋπόθεση για τη σύννομη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης αορίστου χρόνου, η συνδρομή σπουδαίου λόγου, πράγμα που απαιτείται μόνον για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου (ΑΚ 672).
Με την ένδικη αγωγή ο ενάγων επικαλούμενος: α) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στην `Αρτα, στις 10 Ιουλίου 1990, με το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας με την επωνυμία "Β. Α.Ε.", στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε νόμιμα η εναγομένη, με τον οποίο συμφώνησε να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου - ψυγείου, έχοντας τα τυπικά προς τούτο προσόντα, αντί μισθού καθοριζομένου με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ, β) ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του σε αυτή, κατά τους όρους της σύμβασης, μέχρι και την 10 Ιουλίου 2002, οπότε ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής κατάγγειλε την εργασιακή σχέση του, χωρίς την τήρηση του εγγράφου τύπου και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και γ) ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης είναι άκυρη για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους, ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας και να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας τριών μηνών, συνολικού ύψους 6.770,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί στα δικαστικά του έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, που έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ΄ άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και για το παραδεκτό της οποίας καταβλήθηκε ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα το ανάλογο προς το αντικείμενο της δίκης τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. 006582 και 047014 αγωγόσημα, Σειρά Α, με επικόλληση ενσήμων υπέρ ΤΝ), αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρ. η΄ παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2, 663 επ. Κ.Πολ.Δ.), κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ. και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174, 180, 346, 349, 648 επ. ΑΚ, 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, 1 και 3 του Ν. 2112/20 και 70, 907, 908 και 176 του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού και από τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στην Ν.Κ.Π., στις 10 Ιουλίου 1990, η εταιρία με την επωνυμία "Β.Α.Ε.", στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε νόμιμα η εναγομένη, δια του νομίμου εκπροσώπου της προσέλαβε τον ενάγοντα, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, στην επιχείρηση παραγωγής ιχθυοτροφών - κτηνοτροφών που διατηρεί η τελευταία, αντί μισθού καθοριζομένου από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ. Από την πρόσληψή του ο ενάγων προσέφερε τις συμβατικές υπηρεσίες του στην εναγομένη συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι και την 10 Ιουλίου 2002, οπότε η εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της γνωστοποίησε σ΄ αυτόν (ενάγοντα) ότι καταγγέλλει την εργασιακή του σχέση, καλώντας τον ταυτόχρονα να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεως και την οφειλόμενη αποζημίωσή του, πλην όμως ο ενάγων αρνήθηκε να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας και να εισπράξει την αποζημίωση απολύσεως, ισχυριζόμενος ότι θα επέστρεφε την επομένη. Παρά ταύτα, ούτε την επομένη ο ενάγων, παρά την εκ νέου πρόσκλησή του, παρέλαβε το έγγραφο της καταγγελίας ούτε εισέπραξε τη σχετική αποζημίωση. Ενόψει αυτών η εναγομένη μετά την παρέλευση του μεσολαβούντος Σαββατοκύριακου (13-14/7), με το με αρ. 187/15-7-2002 πρακτικό του Δ.Σ. εξουσιοδότησε τον υπάλληλο της Γ.Κ. να προβεί σε νόμιμη παρακατάθεση του οφειλόμενου ποσού της αποζημίωσης και να καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο παρακατάθεσης ενώπιον οιουδήποτε συμβολαιογράφου Αρτας. Πράγματι, ο ως άνω υπάλληλός της παρακατέθεσε το ποσό των 12.518,15 ευρώ στο Τ.Π. και Δ., εκδόθηκε δε προς τούτο το με αρ. 52706/15-7-2002 γραμμάτιο συστάσεως παρακαταθήκης, την επόμενη δε ημέρα (16/7/2002) συντάχθηκε η με αρ. 19.140/02 πράξη συστάσεως γραμματίου παρακαταθήκης της συμβολαιογράφου Αρτας Φ. Μ.-Μ., η οποία αυθημερόν σε ακριβές κυρωμένο αντίγραφο κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα (βλ, από 16/7/2002 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Χ.Β.). Κατά τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε, στις 16/7/2002, η από 10/7/2002 καταγγελία της συνδέουσας τον ενάγοντα με την εναγομένη εργασιακής σχέσεως, της σχετικής καθυστερήσεως ως προς το χρόνο υλοποιήσεως της οφειλομένης στην άρνηση του ενάγοντος να συμπράξει προς τούτο, επιζητούντος, ως εναργέστατα διαφαίνεται, λόγο ακυρότητας της πιο πάνω καταγγελίας, στηριζόμενο στη μη ταυτόχρονη με την γνωστοποίηση της καταγγελίας επίδοση έγγραφου τύπου και καταβολή της αποζημίωσης. Τα πιο πάνω προκύπτουν από την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, επιβεβαιώνονται δε πλήρως και από την ρητώς διαλαμβανόμενη στην προαναφερόμενη έκθεση επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή Χ. Β. άρνηση του ενάγοντος να υπογράψει την έκθεση επιδόσεως, τόσο του εγγράφου της καταγγελίας όσο και της πράξεως καταθέσεως γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης (βλ. 2582 και 2585/16-7-2002 εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή), όπου λεπτομερώς αναφέρει ότι "αφού βρήκα τον ίδιο στην κατοικία του στον `Αγ.... Σπ.... δήμου Φι....., ο οποίος παρά την πρόσκλησή μου αρνήθηκε να παραλάβει το έγγραφο αυτό και να υπογράψει την παρούσα....", αν και ήδη είχε γίνει παρακατάθεση του ποσού της αποζημιώσεως και σύνταξη του σχετικού γραμματίου. Η καταγγελία αυτή έγινε κατ΄ ενάσκηση του από το άρθρο 669 ΑΚ παρεχομένου στην εναγομένη δικαιώματος, η άσκηση του οποίου δεν υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ, όρια, δεν είναι δηλαδή καταχρηστική. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η απόλυση του έγινε λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης και από λόγους εκδικήσεως των οργάνων της εναγομένης, επειδή ο ίδιος πρωτοστάτησε σε κίνηση των οδηγών της εναγομένης για την ικανοποίηση οικονομικών τους αιτημάτων, δεν αποδεικνύεται από το ως άνω αποδεικτικό υλικό.
Ειδικότερα, ο ως άνω ισχυρισμός κατά μεν το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αόριστος, εφόσον ο ενάγων για τη στοιχειοθέτηση του δεν επικαλείται, αλλά ούτε και αποδεικνύει ότι κατείχε μία εκ των αναφερομένων στο άρθρο 14 παρ. 6 του Ν. 1264/1982 θέσεις, νόμιμα συστημένης συνδικαλιστικής οργάνωσης, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του ως αβάσιμος, ενόψει του ότι, όπως συνομολογείται, ο ενάγων ήταν εκ των αρίστων υπαλλήλων της εναγομένης, η οποία του εμπιστευόταν για οδήγηση τα μεγαλύτερα φορτηγά της αυτοκίνητα, πλην όμως λόγω μειώσεως του αντικειμένου της από το τέλος του 2001 απέλυσε εφτά εργαζόμενους, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες καταγγελίες συμβάσεων εργασίας, ενώ τέλος, ο ενάγων προσέφυγε σε δικηγορικό γραφείο των Αθηνών για εκπόνηση γνωμοδότησης επί συγκεκριμένων εργασιακών ερωτημάτων, κατά το έτος 2001, τα οποία και ικανοποιήθηκαν με αναδρομική καταβολή των τυχόν οικονομικών διαφορών που προέκυψαν υπέρ των εργαζομένων, η δε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας έγινε στις 10/7/2002. Η επικαλούμενη εργασιακή και προσωπική μείωση του ενάγοντος κατά τις αρχές του έτους 2002 με την μη ανάθεση μεταφορικού έργου σ΄ αυτόν εκ μέρους της εναγομένης, δεν αποδεικνύεται βάσιμη, ενόψει της μειώσεως του αντικειμένου των εργασιών της και του συνεπεία αυτής περιορισμού των δρομολογίων. Καταρρίπτεται δε παντελώς ο ως άνω ισχυρισμός του από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του, κατά τα οποία αυτός, αν και ήταν στόχος εκφρασμένης προς το πρόσωπο του εμπάθειας και εκδικητικής συμπεριφοράς των οργάνων της εναγομένης με προαποφασισμένη την απόλυσή του, παρά ταύτα, κατά τον μήνα Μάιο του 2002 πραγματοποιεί 54 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και 96 ώρες εργασίας σε ημέρες αργιών, ενώ κατά τον Ιούνιο, τελευταίο εργασιακό μήνα, πραγματοποιεί 73 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και 96 σε ώρες αναμονής, αν και ήταν γνωστό ότι η αποζημίωση απολύσεως υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του τελευταίου πριν την απόλυση μήνα. Συνεπώς, ο αναφερόμενος σε λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του λόγος ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως αποδεικνύεται αβάσιμος κατ΄ ουσία. Περαιτέρω, η εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως του ενάγοντος οφείλεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους και συγκεκριμένα σε μείωση του προσωπικού λόγω αναδιάρθρωσης της επιχειρήσεως, αφού έπαυσε ουσιαστικά να λειτουργεί το τμήμα παραγωγής ιχθυοτροφών. Αποδεικνύεται πράγματι ότι κατά το τέλος του 2001 η εναγομένη είχε λάβει σχετική απόφαση για τη μείωση του προσωπικού της και σταδιακά απέλυσε εφτά συνολικά εργαζομένους και συγκεκριμένα τους Π.Α. και Μ.Ν., στις 21/12/2001, Μ.Α., στις 27/12/2001, Γ.Γ., στις 31/12/2001, Π.Γ., στις 18/2/2002, Σ.Μ., στις 12/4/2001 και τον ενάγοντα, στις 10/7/2002. Προκρίθηκε η απόλυση των συγκεκριμένων υπαλλήλων μεταξύ περισσοτέρων απασχολουμένων, κατά την κρίση της. Ο ενάγων ούτε με την αγωγή ούτε με τις προτάσεις αναφέρει ειδικώς και συγκεκριμένως ποια άτομα διατηρήθηκαν στην εργασία τους από την εναγομένη, ενώ έπρεπε να απολυθούν αντ΄ αυτού, την αρχαιότητα καθενός εξ αυτών, την ηλικία, τις οικονομικές τους ανάγκες, την αποδοτικότητά τους: καθώς και τις συνθήκες εργασίας, ώστε να είναι εφικτή η αναγκαία σύγκριση, από την οποία θα προκύψει αν συντρέχει ή όχι παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ως προς την οποία και μόνον ελέγχεται σε σχέση με την καταχρηστικότητα η για το λόγο αυτόν απόλυση (ΑΠ 722/99, Νο.Β 48.1556, Ντάσιος, Εργ. Δικ. Δίκ., παρ. 474). Υπό τις παραδοχές αυτές η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης ουδόλως αντίκεινται στο νόμο και ούτε υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα τιθέμενα εκ της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ κριτήρια, αφού αυτές δεν υπαγορεύτηκαν από λόγους εμπάθειας ή εκδίκησης προς το πρόσωπο του ενάγοντος, αλλά από το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης.
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, η αποζημίωση απολύσεως υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται στον απολυόμενο κατά τον τελευταίο πριν την απόλυση του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, που χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, όπως είναι η αναλογία του επιδόματος εορτών και αδείας η προσαύξηση για την παροχή νόμιμης Κυριακής εργασίας, υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής και νυκτερινής εργασίας, τα διάφορα επιδόματα που δίνονται ως σταθερό και μόνιμο αντάλλαγμα της συμφωνημένης εργασίας, οι πρόσθετες αμοιβές για πρόσθετη εργασία, τα οδοιπορικά και οι αποζημιώσεις εκτός έδρας κλπ. Δεν θεωρούνται τακτικές αποδοχές, με την πιο πάνω έννοια, οι προσαυξήσεις που δικαιούνται για τις παράνομες υπερωρίες ή για παράνομη νυκτερινή εργασία (ΑΠ 546/99, ΕλΔ 40.1057. 72/98, ΕλΔ 40.1339, Εφ.Πειρ. 103/98, ΕλΔ 39.438). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, κατά το χρόνο καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως, είχε συμπληρώσει ακριβώς δώδεκα έτη συνεχούς υπηρεσίας στην εναγομένη και, συνεπώς, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3 σε συνδυασμό με το άρθρ. 1 του Ν. 2112/1920, η αποζημίωση απολύσεως ανέρχεται σε αποδοχές οχτώ μηνών. Λαμβανομένου υπόψη ότι οι βασικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τον τελευταίο πριν την απόλυση του μήνα (Ιούνιο 2002) ανερχόταν στο ποσό των 978,51 ευρώ, έπεται ότι η αποζημίωση απολύσεως έπρεπε να διαμορφωθεί πολλαπλασιαζόμενη επί οχτώ και να προστεθεί το 1/6 του γινομένου ως αναλογία δώρου εορτών και αδείας. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι αποδοχές του τελευταίου μήνα ανέρχονταν στο ποσό των 2.556 ευρώ δεν είναι βάσιμος, ενόψει του ότι οι αποδοχές για υπερωριακή απασχόληση δεν χορηγούνταν κατά μόνιμο και σταθερό τρόπο έναντι της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα των μηνών από Ιανουάριο μέχρι και Ιούνιο του 2002, ο ενάγων έλαβε αποδοχές για υπερωριακή απασχόληση μόνο κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, ενώ κατά τους προηγούμενους μήνες καμία αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δεν έλαβε. Ενόψει αυτών, η ευκαιριακή και πρόσκαιρη απασχόληση του ενάγοντος κατά τον τελευταίο πριν την απόλυση του μήνα υπερωριακώς και η καταβολή αμοιβής αυτής, συνολικού ποσού 714,77 ευρώ, δεν συνιστά τακτικές αποδοχές, κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως ορθώς η εναγομένη δεν έλαβε αυτές ως βάση υπολογισμού της αποζημίωσης απολύσεως. Παρά ταύτα, η εναγομένη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης του ενάγοντος συμπεριέλαβε και ποσό 362,72 ευρώ ως αναλογία υπερωριακής απασχόλησης, καταβάλλοντας σ΄ αυτόν ως αποδοχές του τελευταίου μήνα το ποσό των 1.341,23 ευρώ, πλέον του πολλαπλάσιου των δικαιούμενων οχτώ μηνών και της αναλογίας επιδομάτων και δώρων, ήτοι συνολικού ποσού 12.518,15 ευρώ (1.341,23 Χ 8 μην. Χ 1/6). Επομένως, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι βάση υπολογισμού της αποζημιώσεως απολύσεως έπρεπε να αποτελέσει το σύνολο των αποδοχών του μηνός Ιουνίου 2002, ήτοι 978,51 ευρώ ως τακτικές αποδοχές, 714,77 ως υπερωριακή απασχόληση, ανεξαρτήτως της αοριστίας του ισχυρισμού, εφόσον δεν αναφέρεται ότι αυτές ήταν νόμιμες και 563,61 ευρώ για τις ώρες αναμονής, μη αποτελούντες μόνιμα και σταθερό αντάλλαγμα έναντι της παρεχόμενης εργασίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Συνεπώς, η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως δεν πάσχει ακυρότητας για το λόγο αυτό.
Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρ. 191 παρ. 2, 176 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. και ισχύει μετά την τροπ. με το άρθρο 1 του Ν. 2915/2001.