Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήματος 23ου Τριμελούς)
Αριθ. Απόφασης: 1901/2001
Δικαστής: Ευτ. Κούρλα, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγητής: Δημ. Φαφαλιός, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), `Αρθρα 210)
Συνθήκες εργασίας υπαλλήλου επιβλαβείς για την υγεία του, λόγω καπνίσματος: Υποχρεώνεται ο εργοδότης να διαθέσει στον υπάλληλο γραφείο με καλό εξαερισμό, χωρίς εκπομπές καπνού τσιγάρων.
[.....] Με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 68108, 537883 και 4085744/19-10-2001 Σειρά Α σχετικά γραμμάτια), ζητείται να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας της υγείας της αιτούσας υπαλλήλου του Ο.Ε.Ε.Κ. και να διαταχθεί προσωρινά η απόσπασή της στο ΙΕΚ Αργυρουπόλεως μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί σχετικής προσφυγής και αγωγής της. Η αίτηση αυτή απαραδέκτως στρέφεται κατά του ελληνικού Δημοσίου, διότι αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλου άλλου νομικού προσώπου με αυτοτελή νομική προσωπικότητα και όχι του Δημοσίου το οποίο, επομένως, δεν νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη. Εξάλλου, όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση των διατάξεων που παρατίθενται αμέσως πιο κάτω, προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης μπορεί να διαταχθεί μόνο σε περίπτωση προηγούμενης άσκησης αγωγής από τον αιτούντα και όχι προσφυγής. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση απαραδέκτως συνάπτεται με την από 16-10-2001 προσφυγή που άσκησε η αιτούσα.
Στο άρθρο 210 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999) ορίζεται: "1. Αν ασκηθεί αγωγή, εκείνος που την άσκησε, μπορεί, με αίτησή του, να ζητήσει από το δικαστήριο τη λήψη μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το δικαστήριο, αν γίνει δεκτή εν όλη ή εν μέρει η αίτηση, μπορεί να διατάξει προς τούτο κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο. 2. Αρμόδιο για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας, η σχετική αίτηση απορρίπτεται. 3. Λόγο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης μπορεί να θεμελιώσει το κατεπείγον της συγκεκριμένης ρύθμισης, καθώς και ο κίνδυνος να καταστεί, από την πάροδο του χρόνου, αδύνατή ή ιδιαίτερα δυσχερής η ρύθμιση της κατάστασης ακόμη και αν εκδοθεί ευνοϊκή οριστική απόφαση για την αντίστοιχη αγωγή. 4. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης αποκλείεται: α) αν προσκρούει στο δημόσιο συμφέρον, ή β) αν η αντίστοιχη αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. 5. Ως προς την προδικασία, την κύρια διαδικασία, την απόδειξη και την απόφαση έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 203 έως και 205".
Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης δεν αποβλέπει στη διασφάλιση της χρηματικής αξίωσης, για την ικανοποίηση της οποίας έχει ήδη ασκηθεί η σχετική αγωγή, αλλά στη λήψη μέτρων για ουσιαστική ρύθμιση της παράνομης, κατά τον αιτούντα, κατάστασης, από τη δημιουργία ή τη διατήρηση της οποίας γεννήθηκε η χρηματική αξίωση και με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται η αποτροπή πρόκλησης ή ο περιορισμός επικείμενης και δυσχερώς επανορθώσιμης ζημίας (βλ. Ι. Συμεωνίδη "Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας" ΕΔΚΑ 2000, σελ. 721 και ιδίως 737).
Στην κρινόμενη υπόθεση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα υπάλληλος από το 1993 του καθ΄ ου Οργανισμού, τοποθετήθηκε στη Νομική υπηρεσία αυτού στις 22-12-1997 και, όπως εκθέτει στην κρινόμενη αίτησή της, τοποθετήθηκε σε χώρο εργασίας μαζί με τρεις συναδέλφους της, οι δύο από τους οποίους κάπνιζαν στο χώρο του γραφείου. Η αιτούσα, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, όπως ισχυρίζεται, εμφάνισε συμπτώματα δυσφορίας, βήχα, δακρυόρροια, μείωση της αναπνευστικής λειτουργίας κλπ. και στις 18-6-1998 απευθύνθηκε στον Προϊστάμενο της υπηρεσίας της ζητώντας να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να εργάζεται σε χώρο που να μην ενοχλείται από καπνό τσιγάρων, επισύναψε δε και συνταγή ιατρού του ΙΚΑ με γνωμάτευση αλλεργίας. Στις 24-11-1999 και κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων και διαμαρτυριών της αιτούσας, τοποθετήθηκε στο τμήμα εκπαιδευτικού υλικού της Διευθύνσεως Καταρτίσεως του καθ΄ ου και ειδικότερα σε χώρο γραφείου μαζί με μία υπάλληλο, η οποία δεν κάπνιζε, πλην όμως, όπως εκθέτει η αιτούσα, ενοχλείτο και μάλιστα με εμφάνιση αλλεργικών, αναπνευστικών κλπ. συμπτωμάτων από τον καπνό των τσιγάρων που κάπνιζαν τρεις υπάλληλοι της τεχνικής υπηρεσίας, η οποία στεγαζόταν σε χώρο που γειτνίαζε με το χώρο εργασίας αυτής, οι δύο δε χώροι επικοινωνούσαν με μία διαχωριστική θύρα που παρέμενε ανοικτή. Ακολούθησαν νέες αιτήσεις για λήψη μέτρων και διαμαρτυρίες της αιτούσας προς τον πρόεδρο του καθ΄ ου, ο οποίος της είχε υποσχεθεί, όπως ισχυρίζεται, ότι θα της εξασφάλιζε χώρο γραφείου, όπου θα εργάζεται μόνη της και χωρίς εκπομπές καπνών τσιγάρων. Δεδομένου, όμως ότι αυτό δεν υλοποιήθηκε, το Φεβρουάριο 2001 υπέβαλε αίτηση απόσπασής της στο ΙΕΚ Αργυρούπολης, όπου, κατά τους ισχυρισμούς της, η κτιριακή υποδομή και ο εργασιακός χώρος ήταν πολύ καλύτερος από άποψη αριθμού προσωπικού, εξαερισμού των χώρων κλπ. Στο αίτημά της αυτό δεν έλαβε απάντηση, όπως η ίδια εκθέτει, οι δε μεταγενέστερες οχλήσεις της προς τον Πρόεδρο του καθ΄ ου και τελικά στον υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με σκοπό να τις παρασχεθεί χώρος εργασίας απαλλαγμένος από καπνό τσιγάρων, δεν είχαν αποτέλεσμα. Για το λόγο αυτό, η αιτούσα άσκησε την από 16-10-2001 αγωγή κατά του Ο.Ε.Ε.Κ. και του ελληνικού Δημοσίου, ζητώντας, κατ΄ εφαρμογήν των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, χρηματική ικανοποίηση, ύψους 50.000.000 δρχ. για την ηθική βλάβη που υπέστη καθ΄ όλο το προηγούμενο διάστημα που αναγκάσθηκε να εργάζεται υπό συνθήκες επιβλαβείς για την υγεία της. Ήδη δε με την κρινόμενη αίτηση ζητά, προς αποτροπή της πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στην υγεία της, να διαταχθεί η, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της συναφούς αγωγής της, προσωρινή απόσπασή της στο ΙΕΚ Αργυρούπολης όπου οι χώροι εργασίας πληρούν τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας και γενικά να προστατευθεί η ήδη κλονισμένη υγεία της, δεδομένου μάλιστα, όπως ανέπτυξε και προφορικώς κατά την ακρόασή της ενώπιον του δικάζοντος σχηματισμού, ότι δεν μπορεί, λόγω της υπερβολικής ευαισθησίας της και ευπάθειάς της, να παραμένει σε κλειστούς χώρους με άλλα άτομα και επομένως, αδυνατεί να χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να μεταβαίνει στην ήδη μεταστεγασθείσα στη Νέα Ιωνία υπηρεσία της, ενώ το ΙΕΚ Αργυρούπολης βρίσκεται κοντά στον τόπο κατοικίας της και μπορεί να μεταβαίνει εκεί πεζή. Προσκομίζει δε: τις από 19-1-1999 και 26-5-2000 γνωματεύσεις του ιατρού πνευμονολόγου Ηλ...... Μπ......., σύμφωνα με τις οποίες η αιτούσα παρουσιάζει χρόνιο βήχα, μικρή απόχρεμψη και μικρού βαθμού αποφρακτικού τύπου πνευμονοπάθεια και συνιστάται η αποφυγή εισπνοής ερεθιστικών ουσιών και "κυρίως του καπνού των τσιγάρων", το από 24-10-2000 ιατρικό πιστοποιητικό του ιατρού πνευμονολόγου Βα...... Μπ...... του νοσοκομείου "Η Σ........", στο οποίο αναφέρεται ότι η αιτούσα πάσχει από χρόνιο ερεθιστικό βήχα με βλεννώδη απόχρεμψη και συμπτωματολογία χρόνιας ρινίτιδος και ότι θα πρέπει να αποφεύγει την παραμονή και εργασία σε περιβάλλον με ερεθιστικές ουσίες και καπνό τσιγάρων, το από 30-6-1999 έγγραφο της Τοπικής Μονάδας Υγείας του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Γλυφάδας, σύμφωνα με το οποίο η αιτούσα παρουσιάζει χρόνιο βήχα και δυσπνοϊκά ενοχλήματα και γι΄ αυτό θα πρέπει να αποφεύγει την παραμονή της σε περιβάλλον με ερεθιστικές για τους βρόγχους ουσίες, όπως ο καπνός του τσιγάρου και τέλος την από 1-2-2001 βεβαίωση του ιατρού ωτορινολαρυγγολόγου Γε......... Με............., με την οποία βεβαιώνεται ότι η αιτούσα πάσχει από αλλεργική ρινίτιδα και συνταγογραφούνται διάφορα φάρμακα.
Από τα παραπάνω πραγματικά γεγονότα και στοιχεία που δεν αμφισβητούνται από τον καθ΄ ου Οργανισμό, σε σχέση με την αξίωση που προβάλλει η αιτούσα με τη σχετική αγωγή της, δεν προκύπτει ότι η τελευταία είναι, προδήλως τουλάχιστον, αβάσιμη, ο δε ισχυρισμός του καθ΄ ου για το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι η αιτούσα, λόγω της ευπαθούς υγείας της, χρήζει προστασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, με την έννοια ότι ο καθ΄ ου οργανισμός οφείλει να της εξασφαλίσει συνθήκες εργασίας που να μην είναι δυσμενείς για την υγεία της και ειδικότερα χώρο εργασίας απαλλαγμένο από εκπομπές καπνού τσιγάρων και με καλό εξαερισμό, όπως άλλωστε έχει αυτήν την υποχρέωση με βάση το άρθρο 44 του Ν. 2683/1999 (δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας) και την Α2γ/οικ.3051/1980 απόφαση του υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ Β΄ 475), σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλους γενικά τους κλειστούς δημόσιους χώρους που ανήκουν σε κρατικούς φορείς, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ. Η τυχόν δε μη λήψη τέτοιων μέτρων θα επιδεινώσει, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ιατρικά στοιχεία, και ενδεχομένως ανεπανόρθωτα, την υγεία της. Περαιτέρω, όμως, το Δικαστήριο δε μπορεί να διατάξει την απόσπαση ή γενικά τη μετακίνηση της εν λόγω υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία, υπεισερχόμενο ανεπίτρεπτα σε θέματα λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, που αφορούν το δημόσιο συμφέρον (πρβλ. Επ. Αν. ΣτΕ 185/2000, 162/1999 κ.α.). Για τον ίδιο δε λόγο, εξάλλου, ο καθ΄ ου Οργανισμός, όπως άλλωστε και οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ., δεν υποχρεούται ούτε μπορεί να υποχρεωθεί από δικαστική αρχή να εξασφαλίσει την εκτέλεση των καθηκόντων των υπαλλήλων του, όπως η αιτούσα, σε τόπο πλησίον της κατοικίας τους, η σχετική δε επιλογή, εάν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, υπαγορεύεται από τις εκάστοτε υπηρεσιακές ανάγκες.
Κατ΄ ακολουθίαν όλων των παραπάνω, πρέπει ο καθ΄ ου Οργανισμός, μέχρι τη δημοσίευση οριστικής απόφασης επί της από 16-10-2001 σχετικής αγωγής της αιτούσας, να υποχρεωθεί να εξασφαλίσει στην αιτούσα χώρο εργασίας απαλλαγμένο από καπνό τσιγάρων και με καλό εξαερισμό, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας και γι΄ αυτό πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος αυτό.
Για τους λόγους αυτούς υποχρεώνει τον εν λόγω Οργανισμό, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 16-10-2001, αναφερόμενης στο σκεπτικό αγωγής της αιτούσας κατ΄ αυτού, να εξασφαλίσει και να της διαθέσει χώρο εργασίας (γραφείο) με καλό εξαερισμό και απαλλαγμένο παντελώς από εκπομπές καπνού τσιγάρων, έστω και εάν αυτές προέρχονται από γειτονικούς χώρους, ώστε να μην υποστεί περαιτέρω επιδείνωση η υγεία της.