Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Μονομελούς)
Αριθ. απόφασης: 207/2003
Δικαστής: Παναγιώτης Ζέρβας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), `Αρθρα 200 επομ.]
Αίτηση προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο: Απορρίπτεται η αίτηση, διότι το Δημόσιο, κατά παράβαση της αρχής "της αναλογικότητας", δεν απέδειξε ότι ο οφειλέτης έχει περιουσιακά στοιχεία που απέκρυψε με δόλιες ενέργειές του.
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
1. Επειδή, το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ) ΙΖ΄ Αθήνας, με την από 20.4.2002 κρινόμενη αίτησή του ζητά να διαταχθεί η προσωπική κράτηση για ένα χρόνο του Κων..... Κιρ...... του Παν......, ως αναγκαστικό μέσο εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 30.379,82 ευρώ, που προέρχονται από ληξιπρόθεσμα χρέη του καθ΄ ου προς την παραπάνω ΔΟΥ.
2. Επειδή, η συζήτηση της υπό κρίση υπόθεσης πραγματοποιήθηκε χωρίς ο καθ΄ ου η αίτηση να παρασταθεί, παρ΄ όλο που αυτός έχει κλητευθεί νόμιμα από το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο (βλ. τις σχετικές 5184-5/14.11.2002 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Γε..... Καρ.....), όπως προκύπτει, δε, από τις παραπάνω εκθέσεις, η επίδοση στον καθ΄ ου έγινε δε θυροκόλληση στην οδό Σπύρου Μερκούρη αρ. 68, όπου βρίσκεται η τελευταία γνωστή κατοικία του και ο χώρος της εργασίας του. Εξάλλου, εφόσον, για το παραδεκτό της κρινόμενης αίτησης, κατ΄ άρθρο 231 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ. Ν.2717/ 1999, ΦΕΚ Α΄ 97), παρήλθε ένας μήνας από την επίδοση στον καθ΄ου η αίτηση της προβλεπόμενης, από το άρθρο 4 του ΚΕΔΕ, ατομικής ειδοποίησης (βλ. την 3568 ε΄/19.9.2001 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθήνας Γρη..... Π. Μιχ....), ενώ, συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες διαδικαστικές προϋποθέσεις, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, στην ουσία.
3. Επειδή, στο άρθρο 231 του ΚΔΔ ορίζεται ότι: "1. Η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 δημοσίων εσόδων, διατάσσεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του Δημοσίου. 2.....3. Η υποβολή νέας αίτησης συγχωρείται μόνο αν συντρέχουν εκ νέου οι νόμιμες προϋποθέσεις και εφόσον έχουν παρέλθει τουλάχιστον έξι (6) μήνες από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης ή την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου και την απόλυση του κρατουμένου. 4......... "Περαιτέρω, στο άρθρο 232 του παραπάνω Κώδικα ορίζεται ότι: "Αρμόδιος να διατάξει προσωπική κράτηση είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών......, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η αρχή που, ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, υποβάλλει την, κατά το προηγούμενο άρθρο, αίτηση", ενώ, στο άρθρο 234 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι 1. Προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί μόνο εφόσον: α)πρόκειται για έσοδο που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Ν.Δ.356/1975 και β) το συνολικώς οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές ή, αν πρόκειται για οφειλόμενα ποσά από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή από δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές. 2. Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται κατά: α) προσώπων που τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία, δικαστική ή νόμιμη απαγόρευση, β) βουλευτών, ενόσω διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη της, γ) κληρικών κάθε γνωστής θρησκείας, δ) στρατευμένων, ε) προσώπων που τελούν σε πτώχευση και για όσο χρόνο διαρκούν οι εργασίες της πτώχευσης, στ) κληρονόμων με το ευεργέτημα της απογραφής και ζ) πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των τέκνων τους. 3. Η διάρκεια της προσωπικής κράτησης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος". Τέλος ,στο άρθρο 236 του πιο πάνω Κώδικα ορίζεται ότι: "Το, κατά το άρθρο 232, αρμόδιο δικαστήριο διατάζει την προσωπική κράτηση μόνο αν κρίνει ότι το αναγκαστικό αυτό μέτρο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους, καθώς και ότι συνιστά το μόνο ικανό μέσο είσπραξης για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης".
4. Επειδή, στο Σύνταγμα, μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α΄ 84/17.4.2001), ορίζονται τα εξής: "ΑΡΘΡΟ 2. 1. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. ΑΡΘΡΟ 5.1 Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας. 3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος. 4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ΄ αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως ο νόμος ορίζει. ΑΡΘΡΟ 20.1 Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ΄ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει. ΑΡΘΡΟ 21.1......2..... 3. Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων. ΑΡΘΡΟ 25.1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει διαφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας".
5. Επειδή, το μέτρο της προσωποκράτησης των οφειλετών του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 20 παρ.1, 21 παρ. 3 και 23 παρ. 3 του Συντάγματος, που προπαρατέθηκαν. Και τούτο, γιατί το μέτρο αυτό αποσκοπεί με την προσωρινή στέρηση της ατομικής του ελευθερίας, στο να εξαναγκάσει τον οφειλέτη του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. να εξεύρει τους αναγκαίους πόρους για την αναπληρωμή του χρέους του, γεγονός το οποίο θα εδικαιολογείτο ίσως, μόνον στην περίπτωση κατά την οποία το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. επεκαλείτο και απεδείκνυε δόλιες ενέργειες προς απόκρυψη των περιουσιακών στοιχείων του ή προσπάθεια εξαγωγής τους στην αλλοδαπή. Τούτο, όμως, δεν τίθεται ως προϋπόθεση από τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΔΔ περί προσωποκράτησης, που προπαρατέθηκαν, οι οποίες αρκούνται απλώς στην πρόβλεψη ότι το μέτρο τούτο διατάσσεται από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μόνο αν κρίνεται αναγκαίο να πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους και ότι συνιστά το μόνο ικανό μέσο είσπραξης, χωρίς όμως να ορίζουν και ποιος από τους διαδίκους φέρει το βάρος της απόδειξης της αναλογικότητας του μέτρου, αν και υπόχρεος προς τούτο θα έπρεπε να ορίζεται το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο δύναται ευχερώς να διαπιστώσει την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτή του εν όψει της σύγχρονης τεχνολογίας που διαθέτει. Περαιτέρω, δε, η αντίθεση προς τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις επιτείνεται και από άλλες επί μέρους ρυθμίσεις, όπως η κατάργηση του ορίου ηλικίας πέραν του οποίου δεν είναι δυνατή η προσωποκράτηση καίτοι τούτο προβλεπόταν και υπό το καθεστώς του ΚΕΔΕ και υπό το καθεστώς του Ν.1867/1989, η οποία έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 21 παρ.3 και 25 παρ.1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3839/2001 ), η δυνατότητα εκ νέου προσωποκράτησης μετά την πάροδο 6 μηνών από την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης, εφόσον κατ΄ αυτόν τον τρόπον δεν καθίσταται δυνατή και η άσκηση βιοποριστικής δραστηριότητας στον οφειλέτη για την εξεύρεση χρηματικών πόρων προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., ιδίως όταν αποδεδειγμένως πλέον στερείται περιουσίας, αλλά και ανυπαρξία πρόβλεψης για την κράτηση του οφειλέτη σε ιδιαίτερο χώρο κράτησης και σε ιδιαίτερη πτέρυγα των φυλακών και όχι μαζί με τους κρατουμένους για ποινικά αδικήματα (ΣτΕ 1623-4/2002 επτ.)
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας - και ιδίως από τον συνημμένο στην κρινόμενη αίτηση πίνακα χρεών - προκύπτει ότι στην πιο πάνω ΔΟΥ έχουν βεβαιωθεί ταμειακώς σε βάρος του καθ΄ ου ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ποσού 30.379,82 ευρώ, από το οποίο ποσό 7.630,48 ευρώ αποτελεί τη βασική οφειλή και ποσό 22.749,34 ευρώ αποτελεί τη νόμιμη προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής. Ειδικότερα, όπως προκύπτει αναλυτικά από τον παραπάνω, με αυξ. αριθμό και έτος 3/2002 πίνακα χρεών, τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν την ταμειακή βεβαίωση χρεών του καθ΄ ου η αίτηση, που προέρχονται από δικαστικά έξοδα και έξοδα διοικητικής εκτέλεσης.
7. Επειδή, ήδη, το Ελληνικό Δημόσιο, με την κρινόμενη αίτηση του, ζητά να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του καθ΄ ου, για ένα χρόνο, υποστηρίζοντας ότι το αναγκαστικό μέτρο αυτό είναι το μόνο πρόσφορο για την ικανοποίηση των πιο πάνω απαιτήσεών του, που προέρχεται από τα χρέη του καθ΄ ου, γιατί η ικανοποίησή τους δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα υπόλοιπα μέτρα εκτέλεση, Εξάλλου, με το σχετικό υπόμνημα του, με το οποίο παραδεκτώς αναπτύσσει τους λόγους της αίτησής του, προβάλλει ότι ο καθ΄ ου η αίτηση στερείται εμφανών περιουσιακών στοιχείων, από τα οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθούν οι ένδικες οφειλές, καθόσον ακίνητη περιουσία στο όνομα του δεν βρέθηκε, ενώ, δεν υποβάλλει δηλώσεις φόρου εισοδήματος.
8. Επειδή, εν΄ όψει όσων προπαρατέθηκαν, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Φορολογική Αρχή, η οποία, κατά τα προεκτιθέμενα στην 5η σκέψη της παρούσας, φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι ο καθ΄ ου οφειλέτης έχει περιουσιακά στοιχεία τα οποία απέκρυψε με δόλιες ενέργειές του ή προσπάθησε να τα εξαγάγει στο εξωτερικό και τελικώς δεν απέδειξε την αναλογικότητα του αιτούμενου μέτρου, κρίνει ότι προεχόντως για τον λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.