Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (ως Συμβουλίου)
Αριθ. απόφασης: 335/2001
Δικαστές: Ελ. Γεωργούτσου, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγητής: Φ. Αρμαανίδης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν.2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), `Αρθρα 200 επομ.]
Αναστολή πληρωμής του προβεβαιούμενου ποσοστού 25% του αμφισβητούμενου κυρίου και πρόσθετου φόρου: Το προβεβαιούμενο ποσοστό 25% μπορεί να ανασταλεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 201, 202, 203, 204 και 205 του Κ.Δ.Δ. με αίτηση αναστολής, η οποία όμως πρέπει να επιδοθεί στην αρμοδία Δ.Ο.Υ πριν από την ταμειακή βεβαίωση(βεβαίωση εν στενή εννοία). Στην περίπτωση που το προβεβαιούμενο ποσοστό 25% έχει ήδη βεβαιωθεί, εν στενή εννοία, πριν από την επίδοση της αίτησης αναστολής στη ΔΟΥ, η εν λόγω αίτηση τυγχάνει απαράδεκτη και η αναστολή πληρωμής του ποσοστού 25% δύναται να επιτευχθεί μόνο με άσκηση ανακοπής κατ΄ άρθρο 217 του Κ.Δ.Δ. και εν συνεχεία με αίτηση αναστολής κατ΄ άρθρο 228 του Κ.Δ.Δ.
[....] 2. Στο άρθρο 74 § 6 του Ν.2238/1994 "Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος" (ΦΕΚ 151 Α΄), όπως το εν λόγω άρθρο αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 28 § 1 του Ν.2648/1998 (ΦΕΚ 258 τ. Α΄) ορίζονται τα εξής: "Αν δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από τον φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του αμφισβητούμενου κυρίου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιουμένων με αυτόν φόρων και τελών...". Εξάλλου, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται αναλόγως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 § 4 του Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ.186/1992-ΦΕΚ 84 τ. Α΄), και για τα προβλεπόμενα από τον ως άνω Κώδικα πρόστιμα για παράβαση των διατάξεων αυτού.
3. Περαιτέρω, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄/17.5.1999), η έναρξη της ισχύος του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο αυτού, άρχισε δύο μήνες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζει στο άρθρο 69 αυτού ότι: "1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ΄ εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205". Εξάλλου, στα άρθρα 200 έως και 205 του ιδίου Κώδικος ρυθμίζεται η αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων. Ειδικότερα, ορίζεται στο άρθρο 200 ότι: "Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής", στο άρθρο 201 ότι: "Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας η σχετική αίτηση απορρίπτεται", στο άρθρο 202 ότι: "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη", στο άρθρο 203 ότι: "1. Η αίτηση αναστολής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την αναστολή. 2. ... 3.... 4.... 5.... 6. ...", στο άρθρο 204 ότι: "1. Η εκδίκαση της αίτησης αναστολής δεν γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση, ούτε καλούνται κατ΄ αυτήν οι διάδικοι. Οι τελευταίοι, πάντως, αν το ζητήσουν, ακούγονται υποχρεωτικώς. 2.... 3.... Από την επίδοση που προβλέπεται στην § 3 του προηγουμένου άρθρου και ωσότου εκδοθεί η απόφαση για την αίτηση αναστολής η εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξης αναστέλλεται αυτοδικαίως και στο άρθρο 205 ότι: "1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης. 2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή. 3. Με την ίδια απόφαση, με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης, είναι δυνατόν, ακόμη και χωρίς σχετικό αίτημα: α) να οριστεί, ως προϋπόθεση ισχύος της αναστολής, η κατάθεση στο καθ΄ ου η αίτηση, μέσα σε τακτή προθεσμία, εγγυητικής επιστολής, αναγνωρισμένης τράπεζας, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση αυτήν, ή β) να επιτραπεί, στο καθ΄ ου η αίτηση, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, σε ακίνητο του αιτούντος, για ποσό που καθορίζεται με την ίδια απόφαση, ή γ) να εξαρτηθεί η ισχύς της αναστολής από την τήρηση οποιουδήποτε όρου που κρίνει αναγκαίο το δικαστήριο, 4.... 5.... 6....". Τέλος, στο άρθρο 285 ορίζεται ότι: "1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2....".
4. Από το συνδυασμό των αναφερομένων στη δεύτερη και τρίτη σκέψη διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση ασκήσεως εμπροθέσμου προσφυγής κατά αποφάσεως επιβολής προστίμου του Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων, για παράβαση διατάξεων του εν λόγω Κώδικος, αναστέλλεται εν μέρει η εκτέλεση της εν λόγω πράξεως, κατά το μέρος που αφορά ποσοστό 75% του αμφισβητουμένου προστίμου και βεβαιώνεται ποσοστό 25% αυτού, η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση εν στενή έννοια) του οποίου μπορεί να ανασταλεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, εφόσον ασκηθεί σχετική αίτηση αναστολής, η οποία, όμως, πρέπει να επιδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 204 § 3 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, προ της ταμειακής βεβαιώσεως (βεβαιώσεως εν στενή έννοια) του κατά νόμον προβεβαιουμένου 25% του οικείου προστίμου. Αντιθέτως, στην περίπτωση, κατά την οποία, το εν λόγω κατά νόμον προβεβαιούμενο 25% του επιβληθέντος προστίμου του Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων, έχει ήδη βεβαιωθεί εν στενή έννοια, προ της ως άνω επιδόσεως στην αρμόδια Δημοσία Οικονομική Υπηρεσία, της ασκηθείσης αιτήσεως αναστολής, η εν λόγω ασκηθείσα αίτηση αναστολής τυγχάνει απαράδεκτη, δεδομένου ότι έχει χωρήσει πλέον εκτέλεση της οικείας πράξεως επιβολής προστίμου του Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων, κατά το ως άνω μέρος αυτής και ως εκ τούτου δεν είναι πλέον δυνατή η χορήγηση αναστολής, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 202 § 2 περ. β΄ του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας. Τούτο δε, διότι λαμβανομένου υπόψη ότι ως εκτέλεση της καταλογιστικής πράξεως νοείται κάθε ενέργεια βεβαιώσεως αυτής, κατά τους οικείους φορολογικούς νόμους και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δια της ρητής πλέον προβλέψεως στην διάταξη του άρθρου 217 § 1 περ. α΄ του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας της δι΄ ανακοπής προσβολής της πράξεως της ταμειακής βεβαιώσεως, συνάγεται ότι η εν γένει αναστολή εκτελέσεως της ταμειακής βεβαιώσεως κατά τα άρθρα 200 έως και 205 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, μπορεί να επιτευχθεί μόνον μετά από άσκηση ανακοπής κατ΄ αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 228 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, μη δυναμένης πλέον στο στάδιο αυτό, εν όψει και της σαφώς διακεκριμένης λειτουργίας των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της ανακοπής, ως προς την διαδοχική προσβολή των σταδίων της βεβαιωτικής διαδικασίας της ήδη εκκρεμούς προσφυγής να στηρίξει παραδεκτή αίτηση αναστολής της καταλογιστικής πράξεως, κατά το ανωτέρω, πάντοτε βεβαιωθέν ήδη μέρος αυτής.