Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
Αριθ. απόφασης: 4312/2005
Δικαστής: Κων. Υφαντής, Πρωτοδίκης Δ.Δ.,
Δικηγόρος: Χρ. Τζοβάρα
Αναστολή εκτέλεσης πράξεων διοικητικής εκτέλεσης [Ν.2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), άρθρα 200, 205, 217 κλπ.]
Αναστολή εκτέλεσης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ΙΚΑ υπό όρους: Χορηγείται η αναστολή υπό τον όρο της κατάθεσης στο ΙΚΑ εγγυητικής επιστολής τράπεζας για ορισμένο ποσό της οφειλής, εκ μέρους της αιτούσας - οφειλέτριας επιχείρησης.
Δεκτή αίτηση αναστολής ασφαλισμένου
[...] Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1986807 και 929207 Σειρά Α΄ της 2/11/2005 ειδικά έντυπα παράβολα), επιδιώκεται, παραδεκτώς, η αναστολή εκτελέσεως της υπ΄ αριθμ. 1258/12-10-2005 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ.Μ. και αφορά την κατάσχεση ακίνητης περιουσίας της αιτούσας ανώνυμης εταιρείας για την ικανοποίηση απαιτήσεων κατ΄ αυτής του επισπεύδοντος Ι.Κ..Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Αθηνών, συνολικού ύψους ευρώ 460.950,70, πλέον προσαυξήσεων, προερχόμενων από καθυστερούμενες εργοδοτικές υπέρ του Ιδρύματος εισφορές και πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών. Η αναστολή εκτελέσεως της παραπάνω πράξεως ζητείται μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ασκηθείσας κατ΄ αυτής από 1/11/2005 ανακοπής.
Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, φ. 97 Α΄), ορίζεται στο άρθρο 217, ότι: "1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α)..., β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ)...", στο άρθρο 218, ότι: "1. Καθ΄ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση των κατά το άρθρο 216 διαφορών είναι, στον πρώτο βαθμό το μονομελές πρωτοδικείο, ενώ στο δεύτερο βαθμό το τριμελές πρωτοδικείο. 2. Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό είναι, σε περίπτωση ανακοπής κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης, το δικαστήριο όπου εδρεύει η αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ενώ, σε κάθε άλλη περίπτωση ανακοπής, το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης....", στο άρθρο 228, ότι: "1. Η προθεσμία άσκησης, καθώς και η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Στις περιπτώσεις α΄, β΄, δ΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 217, ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή, μπορεί να υποβληθεί, από τον ανακόπτοντα, αίτηση αναστολής της εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων. 2. Καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, για την εκδίκαση της αίτησης της προηγούμενης παραγράφου, είναι το κατά το άρθρο 218 δικαστήριο, εφόσον σε αυτό εκκρεμεί η ανακοπή, το οποίο και εκδικάζει την αίτηση κατά τη διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 200 έως και 209, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως", στο άρθρο 202, ότι: "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη" και στο άρθρο 205, ότι: "1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική η μερική, αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης. 2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή. 3. Με την ίδια απόφαση, με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης, είναι δυνατόν, ακόμη και χωρίς σχετικό αίτημα: α) να ορισθεί, ως προϋπόθεση ισχύος της αναστολής, η κατάθεση στο καθ΄ ου η αίτηση, μέσα σε τακτή προθεσμία, εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση αυτήν, β) ... γ) ... 4... 5... 6...".
Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας της κρινόμενης υποθέσεως, προκύπτουν τα εξής: Με την έκθεση κατασχέσεως, της οποίας ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση, κατασχέθηκε κατόπιν της υπ΄ αριθ. 204/7-9-2005 (αρ. πρωτ. 5497/7-9-2005) έγγραφης παραγγελίας του Διευθυντού του Γ΄ Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων Ι.Κ.Α. ΑΘΗΝΩΝ - ΕΤΑΜ, Παν. Κ., η με στοιχεία Α-1 οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) επιφανείας μ.τ. 166, μετά της ανήκουσας σε αυτό αποθήκης με στοιχεία Α-1 επιφανείας μ.τ. 12, κείμενη στον Α΄ όροφο πολυκατοικίας ανεγερθείσας επί οικοπέδου κειμένου στην Αθήνα εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Αθηναίων επί της οδού Βασ.... Σο... αριθμ. 9..., της οποίας η κυριότητα ανήκει στην αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΕΝ... Α.Ε. - ΤΕΧ... ΕΤΑ...", για την είσπραξη χρεών αυτής προς το Ι.Κ.Α. (Υποκαταστήματα Ζωγ..., Τρι... και Ασπ...), συνολικού ποσού ευρώ 460.950,70, προερχόμενων από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές (βλ. το συννημενο στην ανωτέρω έκθεση κατασχέσεως πίνακα χρεών του Γ΄ Ταμείου Ι.Κ.Α. ΑΘΗΝΩΝ - ΕΤΑΜ). Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα ζητεί την αναστολή εκτελέσεως της παραπάνω πράξεως μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της από 1/11/2005 ανακοπής, που έχει ήδη ασκήσει κατ΄ αυτής, ισχυριζόμενη ότι από την άμεση εκτέλεση της και την υποβολή του ακινήτου σε αναγκαστική εκτέλεση, θα υποστεί οικονομική και ηθική βλάβη η επανόρθωση της οποίας θα είναι αδύνατη, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της ανακοπής της. Και τούτο, διότι η κατάσχεση του ακινήτου θα οδηγήσει και στον πλειστηριασμό του, με αποτέλεσμα να στερηθεί το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιεί για τη στέγαση της επιχειρήσεως της (μελέτη, κατασκευή, εγκατάσταση και θέση σε λειτουργία ηλεκτρομηχανολογικών δημόσιων και ιδιωτικών έργων), γεγονός που θα οδηγήσει με βεβαιότητα στην παύση της λειτουργίας της, τη διακοπή των ήδη αναληφθέντων προς εκτέλεση έργων, την ακύρωση συμβατικών διαπραγματεύσεων για ανάληψη νέων έργων και την οικονομική εξόντωση των 35 απασχολούμενων στην εν λόγω επιχείρηση, ενώ, ταυτόχρονα θα τρωθεί το κύρος και η εμπιστοσύνη των πελατών της απέναντι σε αυτή. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της η αιτούσα προσκομίζει μετ΄ επικλήσεως: α) τον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2004 για την 11η εταιρική χρήση (περίοδος 1 Ιανουαρίου - 31 Δεκεμβρίου 2004) και τον ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2003 για την 10η εταιρική χρήση (περίοδος 1 Ιανουαρίου - 31 Δεκεμβρίου 2003), όπου καταγράφονται διαθέσιμα, ύψους ευρώ 54.891,72 και 269.160,97, σύνολο ενεργητικού ύψους ευρώ 3.405.687,64 και 2.123.345,13 και ζημία χρήσεως ευρώ 46.819,19 και κέρδη χρήσεως 1.001.011,73, αντίστοιχα για κάθε ένα από τα παραπάνω έτη, περαιτέρω, δε, ίδια κεφάλαια ύψους ευρώ 160.658,47 και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (προς προμηθευτές, τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς και για προκαταβολές πελατών και για φόρους τέλη) ύψους ευρώ 1.358.579,79 και 836.568,27, αντίστοιχα για κάθε ένα από τα παραπάνω έτη, β) το προσωρινό ισοζύγιο γενικών - αναλυτικών καθολικών (αξιών) μηνός Σεπτεμβρίου 2005, σύμφωνα με το οποίο οι υποχρεώσεις έναντι προμηθευτών ανέρχονται σε ευρώ 133.601,10, προς τράπεζες σε ευρώ 769.115,55, προς ασφαλιστικούς οργανισμούς σε ευρώ 485.045,65, σε λοιπούς πιστωτές σε ευρώ 262.495,06 και για φόρους και τέλη σε ευρώ 348.160,26, γ) τους από 15/1/2004, 30/11/2004, 31/1/2005, 31/1/2005 και 14/6/2005, πίνακες προσωπικού (άρθρο 16 Ν.2874/2000) θεωρημένους από την αρμόδια Διεύθυνση Επιθεωρήσεως Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε., από τους οποίους προκύπτει ότι η αιτούσα έχει προσλάβει και απασχολεί 28 εργαζόμενους, δ) τον από μήνα Σεπτέμβριο 2005 κατάλογο κυριότερων έργων αναληφθέντων από την αιτούσα, από τον οποίο προκύπτει ότι υπάρχουν πέντε (5) έργα σε εξέλιξη χρονικής περιόδου 2003 - 2005, ε) την από 6/10/2004 επιστολή της Τράπεζας Κύπρου, σύμφωνα με την οποία παρασχέθηκαν στην αιτούσα πιστωτικές διευκολύνσεις, ήτοι δάνειο ποσού ευρώ 600.000 διαρκείας 5 ετών και όριο ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού ποσού ευρώ 300.000, οι οποίες ασφαλίσθηκαν με προσημείωση υποθήκης ποσού ευρώ 780.000 και επί του ένδικου ακινήτου, στ) την υπ΄ αριθ. 110/28/21-9-2004 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Ι.Κ.Α., με την οποία, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της οφειλέτιδας - αιτούσας, αποφασίσθηκε η ρύθμιση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3050/2002, των οφειλών της προς το ΙΚΑ, οι οποίες, για το χρονικό διάστημα από 1ο/1997 έως 6ο/2004, ανέρχονταν σε ευρώ 620.215,59, υπό τους όρους που αναφέρονται σε αυτή, ζ) την υπ΄ αριθ. πρωτ. 1958/24.3.2005 απόφαση ρυθμίσεως της Διευθύντριας του Γ΄ Ταμείου Εισπράξεων Εσόδων του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με το Ν. 3302/2004, με την οποία αποφασίσθηκε η τμηματική εξόφληση της οφειλής της αιτούσας προς το καθ΄ ου Ίδρυμα, ανερχόμενη σε ευρώ 672.060 και η) παραστατικά (τριπλότυπα εισπράξεως κλπ.) του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από τα οποία προκύπτει ότι έναντι των οφειλομένων προς αυτό η αιτούσα έχει ήδη καταβάλει το συνολικό ποσό των ευρώ 328.793,28. Εξάλλου, το καθ΄ ου η αίτηση Ι.Κ.Α. με το υπ΄ αριθ. πρωτ. 7305/21-11-2005 έγγραφό του ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η οφειλή της αιτούσας προς αυτό έχει ήδη διαμορφωθεί σε ευρώ 464.543,56, πλέον πρόσθετων τελών και προσαυξήσεων και ότι στις 29/7/2005 έγινε η τελευταία καταβολή ποσού με βάση τη ρύθμιση στην οποία η εν λόγω οφειλέτιδα εταιρεία είχε υπαχθεί δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3302/2004, ρύθμιση το δικαίωμα επί της οποίας η ανωτέρω έχει ήδη απολέσει.
Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας κυρίως υπόψη α) το ύψος της απαιτήσεως του Ι.Κ.Α. (ευρώ 460.950,70, πλέον προσαυξήσεων) κατά της αιτούσας εταιρείας, β) την οικονομική κατάσταση της αιτούσας, η οποία, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους ισολογισμούς των ετών 2003-2004 και το προσωρινό ισοζύγιο γενικών - αναλυτικών καθολικών (αξιών) μηνός Σεπτεμβρίου 2005, παρουσιάζεται καταρχήν υγιής, πλην εμφανίζει μικρής τάξεως ζημία το έτος 2004, αλλά σημαντικά κέρδη το προηγούμενο έτος 2003, χαμηλά χρηματικά διαθέσιμα και ανισορροπία μεταξύ των διαθεσίμων και των βραχυπρόθεσμών υποχρεώσεων, οι οποίες βαίνουν αυξανόμενες, συνεκτιμώντας, εξάλλου, ότι η αιτούσα, αν και δεν εμφανίζει ταμειακό έλλειμμα, έχει πάντως ανάγκη από ταμειακή ρευστότητα, προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία της, γ) το γεγονός ότι στην επιχείρηση της αιτούσας απασχολούνται 28 εργαζόμενοι, δ) τη βούληση της αιτούσας να προβεί δύο φορές σε ρύθμιση των χρεών της προς το Ι.Κ.Α. και ότι έχει ήδη καταβάλει σε αυτό, έναντι των υποχρεώσεων της, ποσό ευρώ 328.793,28, ε) τις οικονομικές υποχρεώσεις της προς τραπεζικούς οργανισμούς και στ) το ότι το ακίνητο, σε βάρος του οποίου εκκρεμεί αναγκαστική κατάσχεση, είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας, που αποτελεί και την έδρα, κρίνει ότι η επίκαιρη εκτέλεση της ανωτέρω εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του Ι.Κ.Α. και στη συνέχεια ο εκπλειστηριασμός του αναφερόμενου σε αυτή ακινήτου θα επιφέρει στην αιτούσα υλική και ηθική βλάβη, της οποίας η επανόρθωση θα είναι αδύνατη ή τουλάχιστον δυσχερής σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της ανωτέρω ανακοπής της κατά της εν λόγω πράξεως. Προς διασφάλιση, ωστόσο, της απαιτήσεως του Ι.Κ.Α., ενόψει της εκτάσεως αυτής (ευρώ 460.950,70) και δεδομένου ότι η αιτούσα είναι ανώνυμη τεχνική εταιρεία ειδικευόμενη στα υδρομηχανολογικά έργα, με αρκετά μεγάλο κύκλο εργασιών, δεν διαθέτει δε σημαντική ακίνητη περιουσία, πλην, για τις ανάγκες της λειτουργίας της, διαθέτει σημαντικής αξίας μηχανολογικό εξοπλισμό (αξία κτήσεως 586.606,44), το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει, εν προκειμένω, λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 202, παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. για τη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας κατ΄ αυτής της πράξεως ανακοπής, υπό τον όρο, όμως, της καταθέσεως στο Ι.Κ.Α. (Γ΄ Ταμείο Εισπράξεως Εσόδων) από μέρους της ως άνω οφειλέτριας, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επίδοση σε αυτήν της παρούσας, εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης Τράπεζας για ποσό ευρώ πενήντα χιλιάδων (50.000).