Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος Β')
Αριθ. απόφασης: 347/2000
Προεδρεύων: Ηλίας Παπαγεωργίου, Σύμβουλος
Εισηγητής: Ν. Μαρκουλάκης, Πάρεδρος
Δικηγόρος: Στεφ. Δέτσης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων (Ν. 1587/1950, `Αρθρα 1, 7, 8, 10, 13).
Ματαίωση μεταβίβασης υπό αίρεση. Οφειλόμενος φόρος: Εάν η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση, ματαιωθεί, συνεπεία ατονίας της αναβλητικής ή εξόδου της διαλυτικής αίρεσης, επιστρέφεται το ήμισυ του κατά την κατάρτιση της σύμβασης καταβληθέντος φόρου, δεν είναι δε δυνατή η επιβολή συμπληρωματικού φόρου για την επιπλέον της δηλωθείσης, αξία του ακινήτου στο οποίο αφορούσε η σύμβαση.
Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης Δ.Ο.Υ. κατά της 548/ 1991 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
3. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το διοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας και κατά το μέρος αυτό την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι η προσφυγή του αναιρεσιβλήτου ήταν εμπρόθεσμη, καίτοι ασκήθηκε μετά την πάροδο 20 ημερών από της κοινοποιήσεως σ' αυτόν του ενδίκου φύλλου ελέγχου, με τη σκέψη ότι η κοινοποίηση αυτή ήταν άκυρη και, επομένως, δεν άρχισε να τρέχει από αυτή η εικοσαήμερη προθεσμία προς άσκηση προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 77 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι η ως άνω κοινοποίηση ήταν άκυρη, αφού δέχθηκε ότι στην από 9.11.1977 έκθεση επιδόσεως του εφοριακού κλητήρα Γ.Δ. αναφέρεται ότι η επίδοση έγινε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και ότι το ένδικο φύλλο ελέγχου παραδόθηκε στην υπάλληλο του αναιρεσιβλήτου Δ.Μ., χωρίς όμως να προκύπτει από την έκθεση αυτή ότι ο αναφερόμενος τόπος είναι η επαγγελματική εγκατάσταση του αναιρεσιβλήτου, οπότε και μόνον θα ήταν δυνατή η επίδοση σε υπάλληλό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 67 παρ, 1, 61, 62 και 52 παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι από την ως άνω έκθεση, από την υπ' αριθ. 3946/24.6.1976 δήλωση φόρου μεταβιβάσεως που υπέβαλε ο αναιρεσίβλητος και από το υπ' αριθ. 424/24.6.1976 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ν.Α.Χ., με το οποίο έγινε η αγορά του ακινήτου του οποίου η αξία προσδιορίσθηκε με το ένδικο φύλλο ελέγχου, προκύπτει ότι ο τόπος της ανωτέρω επιδόσεως ήταν η επαγγελματική εγκατάσταση του αναιρεσιβλήτου απερρίφθη ως αβάσιμος από το διοικητικό εφετείο, με τη σκέψη ότι σε κανένα από αυτά τα έγγραφα δεν διευκρινίζεται αν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας ευρίσκεται η κατοικία ή η επαγγελματική εγκατάσταση του αναιρεσιβλήτου. Η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου περί ακυρότητας της κοινοποιήσεως του ενδίκου φύλλου ελέγχου στον αναιρεσίβλητο είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως.
4. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη καθόσον απερρίφθη σιγή ο λόγος εφέσεως του Δημοσίου ότι η προσφυγή του αναιρεσιβλήτου έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη αν ήθελε εκληφθή ως αίτηση ακυρώσεως ασκηθείσα κατά το άρθρο 65 του Ν.Δ. 3323/1955. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, αφού τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκριναν ότι το ασκηθέν υπό του αναιρεσιβλήτου ένδικο βοήθημα ήταν προσφυγή, ο ως άνω λόγος εφέσεως ήταν αλυσιτελής και, επομένως, ορθώς απερρίφθη σιγή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
5. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του διά του Ν.1587/1950 (Α' 294), κυρωθέντος και τροποποιηθέντος Α.Ν.1521/1950 "περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων" (Α' 245) και ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 1, 7, 8, 10 και 13 αυτού, ο φόρος αυτός επιβάλλεται επί πάσης εξ? επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως ακινήτων, αδιαφόρως αν αυτή γίνεται υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση και υπολογίζεται επί της αγοραίας αξίας αυτών κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Περαιτέρω, κατά τις αυτές διατάξεις, οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να επιδίδουν προ της καταρτίσεως του συμβολαίου μεταβιβάσεως σχετική δήλωση και να καταβάλλουν κατά την επίδοση αυτής τον επί της δηλουμένης αξίας του ακινήτου αναλογούντα φόρο, του συμβολαιογράφου οφείλοντος να επισυνάψει το αποδεικτικό εισπράξεως αυτού στο οικείο συμβόλαιο μεταβιβάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του αυτού νόμου, ο επί του αναγραφομένου στο συμβόλαιο τιμήματος αναλογών φόρος βαρύνει, κατά κανόνα, τον πωλητή, ο δε αναλογών επί της διαφοράς του εν λόγω τιμήματος από της αξίας του ακινήτου (συμπληρωματικός φόρος) βαρύνει τον αγοραστή. Τέλος, κατά την παρ. 2 του άρθρου 16 του αυτού νόμου, εάν η μεταβίβαση, υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση, ματαιωθεί, συνεπεία ατονίας της αναβλητικής ή εξόδου της διαλυτικής αιρέσεως, επιστρέφεται το ήμισυ του καταβληθέντος φόρου.
6. Επειδή, εκ των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων συνάγεται ότι για την επιβολή του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων αρκεί, κατ' αρχήν, η κατά τους νομίμους τύπους κατάρτιση οριστικής συμβάσεως περί μεταβιβάσεως εξ? επαχθούς αιτίας κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου, χωρίς να απαιτείται να συντρέχουν και οι λοιποί κατά νόμον αναγκαίοι για τη μεταβίβαση όροι αδιαφόρως αν αυτή γίνεται υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση, κατά την έννοια δε της τελευταίας των διατάξεων τούτων, εάν η μεταβίβαση, υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ματαιωθεί, συνεπεία ατονίας της αναβλητικής ή εξόδου της διαλυτικής αιρέσεως, επιστρέφεται το ήμισυ του κατά την κατάρτιση της συμβάσεως καταβληθέντος φόρου, δεν είναι δε δυνατή η επιβολή συμπληρωματικού φόρου για την επιπλέον της δηλωθείσης αξία του ακινήτου στο οποίο αφορούσε η σύμβαση.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Ε.Π.Ε. "Α.", εκπροσωπούμενη από το νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της Θ.Κ., μετεβίβασε αιτία πωλήσεως στον αναιρεσίβλητο, με το προαναφερθέν υπ' αριθμ. 424/24.6.1976 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ν.Α.Χ, ένα ακαλλιέργητο αγροτεμάχιο, συνολικής εκτάσεως 73.472 τ.μ., ευρισκόμενο στη θέση "Ρετσίνα" της κτηματικής περιφερείας Κρωπίας Αττικής, εκτός σχεδίου πόλεως. Η μεταβίβαση αυτή έγινε υπό την αναβλητική αίρεση της καταβολής εκ μέρους του αγοραστού (αναιρεσιβλήτου) ολοκλήρου του συμφωνηθέντος τιμήματος (50.000 δρχ.) στον ως άνω εκπρόσωπο της πωλήτριας εταιρείας στις 7.7.1976 (ώρα 10.00 π.μ.), στην ιδιωτική κλινική "Ο Σ.", επί της οδού Π. (Νέο Ηράκλειο), όπου ενοσηλεύετο ο εν λόγω εκπρόσωπος. Μέχρι δε της καταβολής του ανωτέρω τιμήματος και της υπογραφής σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως εξοφλήσεως η κυριότητα του ακινήτου παρέμενε στην πωλήτρια εταιρεία. Για την υπογραφή του ως άνω συμβολαίου υπεβλήθη η υπ' αριθ. 3946/1976 δήλωση φόρου μεταβιβάσεως στην αρμόδια φορολογική αρχή, βάσει δε της δηλώσεως αυτής κατεβλήθη ο αναλογών φόρος. Εν συνεχεία, όμως, ο αναιρεσίβλητος δεν προσήλθε στον προαναφερόμενο τόπο, κατά την ημέρα και ώρα που είχε συμφωνηθεί, για την εξόφληση του τιμήματος, κατόπιν δε αυτού συντάχθηκε στην ιδιωτική κλινική "Ο Σ.", σύμφωνα με τους όρους του ως άνω συμβολαίου, η υπ' αριθ. 447/7.7.1976 πράξη της ανωτέρω συμβολαιογράφου περί μη εμφανίσεως του αναιρεσιβλήτου. Η φορολογική αρχή, κατόπιν ελέγχου προσδιόρισε την αξία του ως άνω ακινήτου σε 23.511.000 δρχ. και εξέδωσε το ένδικο φύλλο ελέγχου με το οποίο επεβλήθη εις βάρος του αναιρεσιβλήτου συμπληρωματικός φόρος για την επιπλέον της δηλωθείσης αξία. Το διοικητικό εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι, αφού με την ανωτέρω σύμβαση η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε υπό την αναβλητική αίρεση της πληρωμής του συμφωνηθέντος τιμήματος στο χρόνο που ορίσθηκε, δεν ήταν νόμιμη η επιβολή συμπληρωματικού φόρου εις βάρος του αναιρεσιβλήτου, δεδομένου ότι η αναβλητική αυτή αίρεση ατόνησε. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου περί του μη νομίμου της επιβολής συμπληρωματικού φόρου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως. Ο δε ειδικότερος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι νομίμως επεβλήθη εις βάρος του αναιρεσιβλήτου ο επίδικος συμπληρωματικός φόρος, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 6 του Α.Ν. 1521/1950, αφού δεν γνωστοποιήθηκε στη φορολογική αρχή, εντός 120 ημερών, η ατονία της ως άνω αναβλητικής αιρέσεως, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εν λόγω διάταξη (η οποία, κατά την ορθή έννοια αυτής, προβλέπει, προκειμένου περί μεταβιβάσεων υπό αίρεση, ότι η επιστροφή του ημίσεος του καταβληθέντος κατά την κατάρτιση της συμβάσεως φόρου γίνεται κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου προς τον αρμόδιο οικονομικό έφορο υποβαλλομένης εντός 120 ημερών από της ημέρας της ατονίας της αναβλητικής ή εξόδου της διαλυτικής αιρέσεως) δεν αφορά στην επιβολή συμπληρωματικού φόρου.