Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος Β΄)
Αριθ. απόφασης: 789/2002
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγητής: Σ. Μαρκάτης, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόρος: Παν. Παναγιωτουνάκος, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Κώδικες Διοικητικής Δικονομίας και Φορολογικής Δικονομίας.
Προϋποθέσεις έγκυρης κοινοποίησης δικογράφων (αιτήσεων αναίρεσης) σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής: Για τη διενέργεια έγκυρης κοινοποίησης κατά τις διατάξεις περί προσώπων άγνωστης διαμονής, πρέπει να βεβαιώνεται, στη σχετική έκθεση του δικαστικού επιμελητή ή του οργάνου που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια της επίδοσης, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν ευρέθη στη διεύθυνση που αναγράφεται στα δικόγραφα ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας και ότι δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθεί η νέα κατοικία ή διαμονή του ή προκειμένου περί νομικών προσώπων, η νέα έδρα τους ή, ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του νόμιμου εκπροσώπου τους.
Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης Δ.Ο.Υ. κατά της 3084/1996 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
[......] 2. Επειδή, στην παράγραφο 4 του άρθρου 21 του Π.Δ/τος 18/1989 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας" (φ. 8), όπως αντικαταστάθηκε κατά την τελευταία περίοδο αυτής με το άρθρο 1 παράγραφος 11 του Ν. 1968/91 (φ. 151), οριζόταν ότι: "Όταν το ασκούμενο ένδικο μέσο έχει το χαρακτήρα αναίρεσης, η Γραμματεία του οικείου σχηματισμού φροντίζει να κοινοποιηθεί εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο πράξη του Προέδρου μαζί με ένα κυρωμένο αντίγραφο σε απλό χαρτί της αίτησης στο δικηγόρο ή τον εκπρόσωπο του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που υπογράφει, κατά το άρθρο 17 παράγραφος 3, το δικόγραφο έστω και αν δεν είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ο δικηγόρος, ο εκπρόσωπος του δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει αντίγραφα της πράξης του Προέδρου και της αίτησης αναίρεσης στον αναιρεσίβλητο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμη. Η κοινοποίηση γίνεται στην κατοικία που αναγράφει το σχετικό δικόγραφο του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 του Κ.Φ.Δ. (Ν. 4125/1960), ή σε περίπτωση μεταβολής της στην κατοικία που υπεχρεούτο να δηλώσει στη γραμματεία του διοικητικού δικαστηρίου και την έχει δηλώσει. Αν ο αναιρεσείων παραλείψει την υποχρέωση του αυτή ή η κοινοποίηση δεν γίνει εμπροθέσμως και νομοτύπως, ο δε αναιρεσίβλητος δεν παραστεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η συζήτηση αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως για εύλογο χρόνο, κατά τη νέα δε δικάσιμο, αν ο αναιρεσείων και πάλι έχει παραλείψει την υποχρέωση του αυτή και ο αναιρεσίβλητος δεν παραστεί, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Εξάλλου, στο άρθρο 40 του ίδιου Π.Δ/τος ορίζεται, πλην άλλων, ότι για τις κοινοποιήσεις εφαρμόζονται αναλόγως "κατά τα λοιπά" οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ισχύουν στη διαδικασία πολιτικών δικών ενώπιον του Αρείου Πάγου. Κατά τα δε άρθρα 134 παρ. 1 και 135 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα, συγχρόνως δε δημοσιεύεται περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, στην περίπτωση που είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση. Τέλος, κατά το άρθρο 136 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 490/1974, στην περίπτωση αυτή (της άγνωστης διαμονής κλπ.) η επίδοση θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί από τη δημοσίευση της περιλήψεως στις εφημερίδες.
3. Επειδή, από την πρώτη από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να ενεργήσει τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές κοινοποιήσεις προς τον αναιρεσίβλητο και ότι η παράλειψη της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται, εφόσον δεν παρίσταται ο αναιρεσίβλητος, την αναβολή και, τελικά, την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Ως παράλειψη, δε, της υποχρεώσεως αυτής του αναιρεσείοντος θεωρείται και η διενέργεια άκυρων κοινοποιήσεων. Εξάλλου, η κοινοποίηση γίνεται στην αναγραφόμενη στο δικόγραφο ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου κατοικία του αναιρεσιβλήτου ή, σε περίπτωση μεταβολής της, στη διεύθυνση που υπεχρεούτο να δηλώσει και εδήλωσε ο αναιρεσίβλητος στη γραμματεία του διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 54 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Από το συνδυασμό όμως των διατάξεων του άρθρου 21 του Π.Δ/τος 18/1989 προς τις διατάξεις του άρθρου 40 του ίδιου Π. Διατάγματος, που παραπέμπουν "κατά τα λοιπά" και μάλιστα με ειδική μνεία των κοινοποιήσεων, στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, συνάγεται ότι ο αναιρεσείων εξακολουθεί να έχει την υποχρέωση να ενεργήσει τις κοινοποιήσεις και αν ακόμη ο αναιρεσίβλητος δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθεί στη διεύθυνση που αναγράφεται στο ως άνω δικόγραφο, ούτε σε άλλη διεύθυνση, αλλά είναι άγνωστης διαμονής. Στην περίπτωση δε αυτή, εφόσον δεν μπορεί να ευρεθεί η μόνιμη κατοικία ή η προσωρινή διαμονή του αναιρεσιβλήτου ή, προκειμένου περί νομικών προσώπων, ο τόπος στον οποίο μεταφέρθηκε η έδρα τους ή ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του νόμιμου εκπροσώπου τους, οι επιβαλλόμενες από το νόμο κοινοποιήσεις ενεργούνται σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας διαδικασία για τα πρόσωπα άγνωστης διαμονής. Και στην περίπτωση δε αυτή οφείλει ο αναιρεσείων να ενεργήσει έγκυρες κοινοποιήσεις, βάσει των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, συνεπώς, η μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται την αναβολή και τελικά την απόρριψη ως απαράδεκτης της αιτήσεως αναιρέσεως, αν ο αναιρεσίβλητος δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Ειδικότερα δε, για τη διενέργεια έγκυρης κοινοποιήσεως κατά τις διατάξεις περί προσώπων άγνωστης διαμονής, πρέπει να βεβαιώνεται, στη σχετική έκθεση του δικαστικού επιμελητή ή του οργάνου που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια της επιδόσεως, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν ευρέθη στη διεύθυνση που αναγράφεται στα δικόγραφα ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας και ότι δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθεί η νέα κατοικία ή διαμονή του ή, προκειμένου περί νομικών προσώπων, η νέα έδρα τους ή ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του νόμιμου εκπροσώπου τους.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 7.5.1999 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητού του Συμβουλίου της Επικρατείας Εμμανουήλ Παπαδάκη, αντίγραφα της υπό κρίση αιτήσεως και της από 14.4.1999 πράξεως του Προέδρου του Τμήματος περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου της υποθέσεως κοινοποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στον εκπρόσωπο του Δημοσίου που υπογράφει την αίτηση. Κατά την συνεδρίαση της 23.5.2001 κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση επ΄ ακροατηρίου, η αναιρεσίβλητη δεν παρέστη, από δε το Δημόσιο δεν προσκομίσθηκαν αποδεικτικά επιδόσεως στην αναιρεσίβλητη αντιγράφων της αιτήσεως και της ως άνω πράξεως του Προέδρου του Τμήματος. Κατόπιν τούτου, η συζήτηση της υποθέσεως ανεβλήθη αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989, για την δικάσιμο της 19.12.2001 προκειμένου το Δημόσιο να εκπληρώσει την ως άνω υποχρέωση του, όπως προκύπτει από το υπ΄ αριθμόν 81/23.5.2001 πρακτικό συνεδριάσεως του Δικαστηρίου. Κατά την παρούσα συζήτηση της υποθέσεως μετ΄ αναβολή της από την δικάσιμο της 19.12.2001 η αναιρεσίβλητη και πάλι δεν παρέστη, το δε Δημόσιο προσκόμισε τις υπ΄ αριθμούς 2441 Γ΄ και 2437 Γ΄ από 18.9.2001 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Χαρμπίλα από τις οποίες προκύπτει κοινοποίηση των προς επίδοση εγγράφων στον Κων...... Θ..... ως πρώην κάτοικο Περιστερίου Αττικής στον οδό Αρι..... 8 και ήδη αγνώστου διαμονής, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσιβλήτου εταιρίας, η οποία είχε την έδρα της στο Περιστέρι Αττικής και ήδη είναι αγνώστου έδρας, δι΄ επιδόσεως αυτών στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στις εκθέσεις αυτές που συνοδεύονται από φύλλα των εφημερίδων "ΑΥΓΗ" και "ΕΣΤΙΑ" της 19.9.2001, στα οποία δημοσιεύθηκε περίληψη των επιδοθέντων εγγράφων, δεν βεβαιώνεται ότι κατεβλήθη προσπάθεια ανευρέσεως της νέας κατοικίας ή διαμονής του ως άνω εκπροσώπου της αναιρεσιβλήτου εταιρίας ή της νέας έδρας της τελευταίας. Ως εκ τούτου, όπως εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, η κοινοποίηση στην αναιρεσίβλητη κατά την διαδικασία που προβλέπει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας για τα πρόσωπα αγνώστου διαμονής δεν είναι νόμιμη και, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.