Α.Π. 105/2012 (Τμ. Α΄Πολ.)
Προεδρεύων: ΒΑΣ. ΦΟΥΚΑΣ, Αρεοπαγίτης
Εισηγητής: ΔΗΜ. ΤΙΓΓΑΣ, Αρεοπαγίτης
Καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης έργου του ασφαλιστικού συμβούλου και του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων
από την εργοδότρια ασφαλιστική εταιρεία έχει ως συνέπεια την καταβολή στον καταγγελλόμενο της οφειλόμενης για το εκτελεσθέν έργο αμοιβής και της επί πλέον προβλεπόμενης προμήθειας τριών ετών, στο μέτρο που η παραγωγή τους παραμένει στην επιχείρηση για το διάστημα αυτό, εκτός αν η καταγγελία οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του εργολήπτη. Δεν επηρεάζεται και η τυχόν υφιστάμενη μεταξύ των ιδίων σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας.
Κατά το άρθρο 16 παρ . 1 του Ν . 1569/1985 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ .4 του Ν . 2496/1997 "1. Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων η ασφαλιστικών πρακτόρων η μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη".
Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.4 του Ν. 1569/1985 , όπως αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο με το άρθρο 36 παρ. 8 του Ν. 2496/1997 , η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και επί ασφαλιστικών συμβούλων (Α.Π. 12/2009, 860/2008), "Αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί ή λήξει η πρακτοριακή σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον πράκτορα προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, για αυτό το διάστημα, να παραμένει στην επιχείρηση στο μέτρο που θα την εδικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί ή λήξει η σύμβαση. Δεν οφείλεται προμήθεια, αν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης που οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του πράκτορα, που συνεπάγεται ποινική ή αστική ευθύνη του ή αν λύθηκε με πρωτοβουλία του πράκτορα".
Περαιτέρω κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 3 του ίδιου νόμου "Συντονιστής ασφαλιστικών συμβούλων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο για λογαριασμό μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ζωής ή και μιας μόνο ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλίσεων κατά ζημιών, έναντι προμήθειας διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων διαμέσου ομάδας ασφαλιστικών συμβούλων, τους οποίους επιλέγει, εκπαιδεύει και εποπτεύει. Η σχέση που συνδέει το συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων με την ασφαλιστική επιχείρηση είναι σύμβαση έργου, η οποία καταρτίζεται εγγράφως. Σε περίπτωση ύπαρξης επιπλέον σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του συντονιστή ως διευθυντή γραφείου πωλήσεων ασφαλίσεων, η σύμβαση έργου παραμένει ανεξάρτητη και δεν απορροφάται από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (παρ. 1). Αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί ή λήξει η σύμβαση του συντονιστή με την ασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στο συντονιστή για χρονικό διάστημα τριών ετών από την καταγγελία την προμήθεια που του αναλογεί στην παραγωγή ασφαλιστικών συμβούλων που συντονίζει, στο μέτρο που η παραγωγή αυτή εξακολουθεί να παραμένει για το διάστημα αυτό στην επιχείρηση. Δεν οφείλεται προμήθεια, αν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης, που οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του συντονιστή, το οποίο συνεπάγεται αστική ή ποινική ευθύνη ή αν λύθηκε με πρωτοβουλία του συντονιστή (παρ.3)".
Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 700 του Α.Κ. συνάγεται ότι η έννομη σχέση του ασφαλιστικού συμβούλου και του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων έχει εκ του νόμου χαρακτήρα μισθώσεως έργου, παρέχεται δε δικαίωμα στην εργοδότρια ασφαλιστική εταιρία να καταγγείλει τη σύμβαση, καταβάλλοντας την οφειλόμενη για το εκτελεσθέν έργο αμοιβή και την επί πλέον ειδικώς προβλεπόμενη προμήθεια τριών ετών, στο μέτρο που η παραγωγή του ασφαλιστικού συμβούλου ή συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων παραμένει στην επιχείρηση για το διάστημα αυτό, εκτός αν η καταγγελία της σύμβασης από την εταιρία οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του αντισυμβαλλομένου της, συνεπαγόμενο αστική ή ποινική ευθύνη του, δηλαδή έγινε για σπουδαίο λόγο, συνεπεία αθετήσεως τόσο ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων εκείνου, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή για την εργοδότρια, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η συνέχιση της συμβάσεως. Το δικαίωμα της καταγγελίας υπόκειται επίσης και στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ. και μπορεί να αποκρουσθεί, αν η άσκησή του υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του.
Στην προκειμένη περίπτωση [παραλείπεται το κείμενο].