Η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων Α.Ε. κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει πταίσμα τους από αδικοπραξία.
Έτσι επί έκδοσης ακάλυπτης επιταγής από τον υπόχρεο σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή είναι, πλέον του ν.π., και ο νόμιμος εκπρόσωπος του, που υπέγραψε την ακάλυπτη επιταγή.
Α.Π. 116/2007 (Τμ. Α' Πολ.)
Προεδρεύων : ΔΗΜ. ΛΟΒΕΡΔΟΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής : ΓΕΩΡ. ΚΑΛΑΜΙΔΑΣ, Αρεοπαγίτης
Κατά την σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του Α.Κ., το ν.π. ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως.
Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το ν.π. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του ν.π. υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του ν.π. (Α.Π. 1285/1980).
Ειδικότερα, επί Α.Ε., οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρείας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων Α.Ε. κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (Α.Κ. 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσω πο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κο μιστή της είναι (πλέον του ν.π.) και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξε ως αντικρίσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πλη ρωμής (Α.Π. 25/2000).
Επομένως, το Εφετείο, που την έκρινε ορισμένη, δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559, αρ. 14, του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη κηρύξεως αυτής (αγωγής) απαράδεκτης λόγω αοριστίας και ο αντίθετος δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Όπως εκτέθηκε, στην αγωγή περιέχεται, ότι τις επιταγές εξέδωσαν οι ανωτέρω εναγόμενοι (ήτοι ο αναιρεσείων - εναγόμενος και ο συνεναγόμενός του).
Επομένως, το Εφετείο, που δέχθηκε, ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τις επιταγές εξέδωσε ο εναγόμενος - αναιρεσείων, έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν, και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559, αρ. 8, του Κ.Πολ.Δ. και ο αντίθετος τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 281, 300, 288 και 914 του Α.Κ. συνάγεται, ότι, αυτός, που δέχεται επιταγή εν γνώσει του, ότι δεν έχει αντίκρισμα, ναι μεν με την συμπεριφορά του δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ποινική ευθύνη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, παρέχει, όμως το δικαίωμα στον εκδότη, είτε ενάγεται βάσει του νόμου περί επιταγών, είτε βάσει του αδικήματος, να αποκρούσει την αγωγή, επικαλούμενος ότι βάσει ιδιαίτερης συμφωνίας ο κομιστής εν γνώσει της έλλειψης αντικρύσματος έλαβε την επιταγή και ότι με την συμπεριφορά του αυτή, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και προς την αξιούμενη ζημία και προς την ζημιογόνο πράξη, βρίσκεται σε κακή πίστη, επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος - αναιρεσείων, με τις προτάσεις του, προέβαλε την επί των άνω διατάξεων στηριζόμενη, καταλυτική της αγωγής, ένσταση, κατά την οποία η ενάγουσα, ενώ κατά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών την 27.4.2001 γνώριζε καλώς, ότι η εταιρεία δεν είχε κεφάλαια για την πληρωμή αυτών, παρά ταύτα δέχθηκε και έλαβε τις επιταγές και με την συμπεριφορά της αυτή βρίσκεται σε κακή πίστη, επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού τους.
Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη προκύπτει, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι οι επίδικες επιταγές λήφθηκαν από την ενάγουσα σε αντικατάσταση προγενέστερων επιταγών, για τις οποίες υπήρχε (προσωρινή) αδυναμία πληρωμής εκ μέρους της εναγομένης, δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι η ενάγουσα γνώριζε, ότι δεν θα εξοφλούντο και οι επίδικες μεταχρονολογημένες επιταγές (τις οποίες, επομένως, δεν έλαβε εν γνώσει της έλλειψης αντικρύσματος για την πληρωμή τους), λόγω συνεχιζόμενης και οριστικής αδυναμίας της και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την άνω ένσταση.
Με αυτά, που δέχθηκε το Εφετείο, δεν παραβίασε τους ουσιαστικού δικαίου κανόνες των άρθρων 281 και 300 Α.Κ. ο εκ του άρθρου 559, αρ. 1, του Κ.Πολ.Δ. αντίθετος τέταρτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.