Κάθε υπάλληλος Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία ως άμεσος εκπρόσωπος της μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσεως του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό εν γνώσει, κατ΄ εντολή ή κατ΄ ανοχή του Δ.Σ. ή των υποκατάστατων του οργάνων παρέχουν την εντύπωση, ότι ανατεθεί σ΄ αυτή κύκλος εργασιών, που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία.
Α.Π. 1187/2000(Τμ. Α΄ Πολ)
Προεδρεύων: ΘΕΟΔ. ΤΟΛΙΑΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΚΩΝ. ΚΩΣΤΗΡΗΣ. Αρεοπαγίτης
Ι. Επί της από 9 Αυγούστου 1999 αιτήσεως και του από 7 Οκτωβρίου 1999 προσθέτου λόγου.
ΕΠΕΙΔΗ από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου, που είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με το άρθρο δέκα του Α.Κ., για τη ρύθμιση της ικανότητας του νομικού προσώπου, ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, και τα θέματα της οργανικής εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου, όχι όμως και τα θέματα της από καταστατικό όργανο του νομικού προσώπου παροχής σε τρίτο πληρεξουσιότητας ή εντολής για την αντιπροσώπευση του νομικού προσώπου σε ορισμένη συναλλαγή ή ορισμένο κύκλο συναλλαγών, διότι τα θέματα αυτά, και ειδικότερα τα θέματα της δεσμεύσεως του νομικού προσώπου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε το νομικό πρόσωπο από τη σχετική δικαιοπραξία, που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος ή εντολοδόχος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται, προκειμένου περί της συμβάσεως της εντολής, σύμφωνα με το άρθρο 25 Α.Κ., από το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υποβλήθηκαν ή το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, προκειμένου δε περί της πληρεξουσιότητας, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτική σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, από το δίκαιο της πολιτείας στη περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλομένη απόφαση του προκύπτει, δεν δέχθηκε ότι ο U.H., που σύναψε εγγράφως στην Ελλάδα για την αναιρεσείουσα Α.Ε., που έχει την έδρα της στην Ελβετία, με την ήδη αναιρεσίβλητη την από 30.11.1982 ένδικη σύμβαση, είχε δικαίωμα οργανικής εκπροσωπήσεως της αναιρεσείουσας, αλλά ότι αυτός ήταν ανώτερος υπάλληλος της αναιρεσείουσας με αντιπροσωπευτική εξουσία ως προς τις συναλλαγές της στην Ελλάδα, και ενήργησε ως (εκούσιος) αντιπρόσωπος αυτής, στον οποίο είχε χορηγηθεί τέτοια εξουσία από την αναιρεσείουσα.
Επομένως ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση του άρθρου 10 Α.Κ., που συνίσταται στο ότι με αυτή κρίθηκε σύμφωνα με το ελληνικό και όχι το εφαρμοστέο ελβετικό δίκαιο ότι ο παραπάνω V.H. είχε δικαίωμα οργανικής εκπροσωπήσεως της αναιρεσείουσας στη σύναψη με την αναιρεσίβλητη της ένδικης παραπάνω συμβάσεως, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
ΕΠΕΙΔΗ η, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18, παρ.1, και 2, 22 του Ν. 2190/1920, 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ. οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της Α. Ε. από το διοικητικό της συμβούλιο ή η υποκατάσταση στις εξουσίες του τελευταίου τρίτου προσώπου, όταν την επιτρέπει το καταστατικό, είναι σχέσεις διαφορετικές από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπουν τα άρθρα 216 επ. και 713 επ. ΑΚ.
Πράγματι, τόσο ο πληρεξούσιος όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα διοικήσεως, τα οποία εκφράζουν την βούληση της Α.Ε., αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι πράξεις που αποφασίσθηκαν από το Δ.Σ. ή τα υποκατάστατα του όργανα και των οποίων (πράξεων) μόνο η εκτέλεση ανατίθεται σ΄ αυτούς Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των εν λόγω οργάνων είναι οπωσδήποτε απαραίτητη, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να διατυπώνεται και πανηγυρικά.
Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε., όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδήλωσης της δράσεως του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ΄ εντολή ή κατ΄ ανοχή του Δ.Σ. ή των υποκατάστατων του οργάνων, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια, που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση, ότι έχει ανατεθεί σ΄ αυτόν (υπάλληλο της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία.
Εξάλλου...
Με βάση δε το σαφές παραπάνω πόρισμα έκρινε το Εφετείο, ότι η αναιρεσείουσα δεσμεύεται από την παραπάνω σύμβαση, που συνάφθηκε από τον παραπάνω υπάλληλο της, που είχε εξουσία να την αντιπροσωπεύσει στη συνομολόγηση αυτή.
Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 18, παρ. 1 και 3, 22 του ν. 2190/1920, 65, 67, 68 και 70 Α.Κ, που αφορούν την οργανική εκπροσώπηση της Α.Ε. και όχι την εκούσια αντιπροσώπευση της, συνακόλουθα δε δεν είχαν ενταύθα εφαρμογή, διέλαβε δε στην απόφαση του σαφές πόρισμα σε σχέση με το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης παραπάνω ζήτημα της υπάρξεως εξουσίας του N.H. να αντιπροσωπεύσει την αναιρεσείουσα στη συνομολόγηση με την αναιρεσίβλητη της ένδικης παραπάνω συμβάσεως-
Είναι, επομένως, αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 559, αριθ. 1 και 19, δεύτερος λόγος της αιτήσεως και από το άρθρο 559, αριθ. 19, Κ.Πολ.Δ. μοναδικός πρόσθετος λόγος του από 7.10.1999 δικογράφου.
ΕΠΕΙΔΗ από τα άρθρα 67,68 και 70 Α.Κ, 18, παρ. 1-2, και 22, Ν. 2190/1920 και 216 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι επί αγωγής εναντίον Α.Ε. που στηρίζεται σε σύμβαση, ο ενάγων δεν υποχρεούται ν΄ αναφέρει στην αγωγή το όνομα του φυσικού προσώπου, το οποίο την εκπροσώπησε κατά την σύναψη της συμβάσεως, μόνο δε σε περίπτωση αμφισβητήσεως από την εναγομένη Α.Ε. του κύρους αυτής, πρέπει ο ενάγων, συμπληρώνοντας παραδεκτώς την αγωγή με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτόδικης συζητήσεως, να προτείνει και αποδείξει τη συνδρομή των στοιχείων επί των οποίων θεμελιώνεται η αντιπροσωπευτική εξουσία του ενεργήσαντος αντιπροσώπου της (νομίμου ή εκούσιου).
Στην προκειμένη περίπτωση...