Απόφαση 1264/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
Θέμα:
Σε περίπτωση που ο μισθωτός αποχωρεί οικειοθελώς από την υπηρεσία ενός εργοδότη, στον οποίο μέχρι κάποια, δεδομένη χρονική στιγμή πρόσφερε την εργασία του, για να ενταχθεί στην υπηρεσία άλλου εργοδότη, στον οποίο στο εξής επιθυμεί να προσφέρει την εργασία του, πρόκειται για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου, η οποία ενδέχεται να είναι είτε ρητή ή είτε σιωπηρή
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 15η Μαΐου 2012, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ε. Μ. του Φ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Λεωνίδα Πανούση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ".............." και το διακριτικό τίτλο "..............", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην ... και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αλέξανδρου Παπατσώρη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-6-2002 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2084/2005 παρεμπίπτουσα και η 1501/2007 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1993/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-6-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 12-4-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την μερική παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του N. 3198/1955 συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία, η οποία αποτελεί δικαίωμα τόσο του εργοδότη όσο και του εργαζόμενου. Η καταγγελία συνιστά μονομερή δικαιοπραξία, αναιτιώδη, υπό την έννοια του ότι το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται.
Σε περίπτωση που ο μισθωτός αποχωρεί οικειοθελώς από την υπηρεσία ενός εργοδότη, στον οποίο μέχρι κάποια, δεδομένη χρονική στιγμή πρόσφερε την εργασία του, για να ενταχθεί στην υπηρεσία άλλου εργοδότη, στον οποίο στο εξής επιθυμεί να προσφέρει την εργασία του, πρόκειται για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου, η οποία ενδέχεται να είναι είτε ρητή ή είτε σιωπηρή
. Οπότε, δεν γεννάται δικαίωμα του τελευταίου να λάβει από τον εργοδότη την αποζημίωση, που προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις για την εκ μέρους εκείνου καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ΄ αυτούς, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένως ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ΄ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη επί του ζητήματος της λύσεως της συμβάσεως εργασίας που λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων: Ότι η εναγομένη ανώνυμη εταιρία (ήδη αναιρεσίβλητη) ασκεί επιχείρηση ανάληψης έργων καθαρισμού κτιρίων, που ανήκουν σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς ή οργανισμούς. Ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής, κατά μήνα Νοέμβριο 1999, η εναγομένη ανέλαβε εργολαβικά τον καθαρισμό των εγκαταστάσεων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών και, μεταξύ άλλων, προσέλαβε την ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα), προκειμένου να παρέχει την εργασία της ως καθαρίστρια στους χώρους του Νοσοκομείου. Ότι, την 31-3-2002, έληξε η σύμβαση εργολαβίας της εναγομένης με το Νοσοκομείο, οπότε η τελευταία ανακοίνωσε στους μισθωτούς της ότι θα έπρεπε στο εξής να απασχοληθούν σε κάποιο άλλο από τα έργα, που αυτή είχε αναλάβει ως επιχειρηματίας καθαριότητας. Ότι σαράντα επτά (47) από τους μισθωτούς αυτούς, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, προτίμησαν να αποχωρήσουν οικειοθελώς από την εργασία τους στην υπηρεσία της εναγομένης και να συνεχίσουν να απασχολούνται στον ίδιο χώρο, ως μισθωτοί του νέου εργολάβου της καθαριότητας του Νοσοκομείου. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη σύμβαση εργασίας είχε λυθεί με σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους της αναιρεσείουσας και απέρριψε το αίτημα αυτής για καταβολή αποδοχών υπερημερίας, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας στην οποία [δήθεν] είχε προβεί η αναιρεσίβλητη χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως ή, άλλως και επικουρικώς, για καταβολή της κατά νόμο αποζημιώσεως απολύσεως. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, διότι αυτές δεν ήσαν εφαρμοστέες στην κρινομένη περίπτωση, κατά την οποία, σύμφωνα με τις σαφείς και ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του, δεν επρόκειτο περί καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη, αλλά περί οικειοθελούς αποχωρήσεως του μισθωτού (πρβλ. και ΑΠ 1549/2011). Και περαιτέρω, κατά τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού, όσο και αν θεωρείται εύλογο για ένα εργαζόμενο το να μην απεμπολεί τα εκ της συμβάσεως εργασίας δικαιώματά του, δεν μπορεί εξ ορισμού να αποκλεισθεί η εκούσια επιλογή του να αποποιηθεί την προτεινόμενη, αλλά θεμιτή, μεταβολή των όρων παροχής της εργασίας και αντ΄ αυτής να καταρτίσει νέα σύμβαση με άλλον εργοδότη, υπό περιστάσεις που θεωρεί περισσότερο συμφέρουσες. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 εδ. β΄ και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 159 παρ.1 ΑΚ, δικαιοπραξία, για την οποία δε τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, είναι άκυρη, εφ΄ όσον δεν ορίζεται το αντίθετο. Περαιτέρω, στο άρθρο 38 παρ.1 του N. 1892/1990 , όπως ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του N. 2639/1998 και πριν από την επόμενη αντικατάστασή του με το άρθρου 2 του N. 3846/2010 , οριζόταν ότι "Κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορεί με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία, εφ΄ όσον μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση". Είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή αποβλέπει στην πληρέστερη προστασία των εργαζομένων σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες τίθεται ζήτημα μείωσης του χρόνου απασχόλησης κάτω από τα συνήθη όρια που συνιστούν την πλήρη απασχόληση, με αντίστοιχη μείωση του ύψους του οφειλομένου μισθού. Η διάταξη εισάγει απόκλιση από το γενικό κανόνα περί του ότι η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται ατύπως (ΑΚ 158, 361, 648). Γι΄ αυτό και, ως εξαιρετική διάταξη, πρέπει να ερμηνευθεί στενώς. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση τηρήσεως του έγγραφου τύπου εκτείνεται μόνο στον όρο που προβλέπει τη μερική απασχόληση. Κατά τα λοιπά, η σύμβαση εργασίας μπορεί να είναι άτυπη και να έχει το περιεχόμενο, που πραγματικά θέλησαν τα μέρη να προσδώσουν σ΄ αυτή. Η συνέπεια της παράλειψης του έγγραφου τύπου ως προς τον όρο για τη μερική απασχόληση, εμμέσως πλην σαφώς, καθορίζεται στην ίδια διάταξη. Με αφετηρία τη σκέψη ότι η έλλειψη εγγράφου ματαιώνει τη δυνατότητα γνωστοποίησης της συμφωνίας για τη μερική απασχόληση προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, συνάγεται ότι ως κύρωση της παράλειψης του έγγραφου τύπου ο νομοθέτης επέβαλε τη λειτουργία αποδεικτικού τεκμηρίου. Η έλλειψη τύπου και, συνακόλουθα, έγκαιρης γνωστοποίησης της ρήτρας για τη μερική απασχόληση τεκμαίρει την ύπαρξη σύμβασης εργασίας με πλήρη απασχόληση. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο επικαλούμενος την κατάρτιση σύμβασης με πλήρη απασχόληση θα έχει υπέρ αυτού το εν λόγω τεκμήριο, ενώ ο αντίδικός του θα φέρει το βάρος της κατάρριψής του. Οπότε, σε περίπτωση αμφιβολίας, θα γίνει δεκτό από το δικαστήριο ότι καταρτίσθηκε σύμβαση με πλήρη απασχόληση. Αν, όμως, ο μαχόμενος κατά του τεκμηρίου κατορθώσει να δημιουργήσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του αντιθέτου, τότε, παρά την έλλειψη εγγράφου, θα γίνει δεκτό ότι καταρτίσθηκε σύμβαση με μερική και όχι με πλήρη απασχόληση. Διότι η ανάγκη προστασίας των εργαζομένων, στην οποία αποβλέπουν ο έγγραφος τύπος και η λειτουργία του τεκμηρίου, δεν επιτρέπεται να οδηγήσει μέχρι την κατάφαση μιας συμβατικής μορφής (δηλαδή, αυτής της πλήρους απασχόλησης), την οποία, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ουδόλως θέλησαν ή επιδίωξαν τα μέρη. Είτε αποδειχθεί πλήρης είτε μερική απασχόληση, το κύρος της συμβάσεως εργασίας δεν επηρεάζεται από την έλλειψη του έγγραφου τύπου ως προς τον όρο για τη μερική απασχόληση, διότι εν προκειμένω ο νόμος περιορίζει τις συνέπειες της έλλειψης αυτής και τις προσδιορίζει στη λειτουργία του τεκμηρίου, με αποτέλεσμα να πληρούται το πραγματικό της εξαίρεσης από τον κανόνα της ΑΚ 159 παρ.1 και να αποκλείεται η ακυρότητα. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.1), δέχθηκε τα εξής ουσιώδη επί του ζητήματος του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεως εργασίας που λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων: Ότι η εναγομένη ανώνυμη εταιρία (ήδη αναιρεσίβλητη), για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της ως εργολάβου καθαριότητας των εγκαταστάσεων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών, θα έπρεπε να απασχολεί προσωπικό, κατά περίπτωση, επί 3 ή 4 ή 5 ώρες ημερησίως. Ότι για να καλύψει τις ανάγκες της σε ανθρώπινο δυναμικό, η εναγομένη, την 19-11-1999, προσέλαβε μεταξύ άλλων και την ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα), με άτυπη, προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχει την εργασία της ως καθαρίστρια στους χώρους του Νοσοκομείου επί έξι ημέρες την εβδομάδα, κυρίως στην πρωινή, αλλά ενίοτε και στην απογευματινή βάρδια, απασχολούμενη επί τρεις ώρες την ημέρα, με συμφωνηθέν ωρομίσθιο 1.099 δραχμών. Ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί σύμβαση μερικής απασχόλησης, διότι η μορφή μιας τέτοιας σύμβασης προσιδίαζε στη φύση του έργου, το οποίο είχε αναλάβει η εναγομένη και στην εκτέλεση του οποίου έπρεπε να συμβάλει η ενάγουσα με την παροχή της εργασίας της. Ότι λόγω μη τηρήσεως του εκ του νόμου επιβαλλόμενου έγγραφου τύπου για τον όρο περί μερικής απασχόλησης, η σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη. Ότι [καταρριπτομένου του τεκμηρίου] η σύμβαση αυτή δεν ήταν δυνατό να ισχύσει ως σύμβαση πλήρους απασχόλησης, διότι τέτοια σύμβαση δεν είχε συναφθεί ποτέ μεταξύ των διαδίκων ούτε ήταν επιθυμητή από αυτούς. Ότι μεταξύ των διαδίκων είχε λειτουργήσει απλή σχέση εργασίας με μερική απασχόληση, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα θα μπορούσε να προβάλει δικαιώματα μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εκ των οποίων δεν υπήρχε σαφής και ορισμένη βάση στην ένδικη αγωγή. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη 1501/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αόριστη κατά το κεφάλαιο, με το οποίο ζητούντο διαφορές μεταξύ νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών, προσαυξήσεις για εργασία κατά τις Κυριακές ή αργίες και αποζημίωση για παράνομη, υπερωριακή απασχόληση. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας σκέψης, διότι ως συνέπεια της μη καταρτίσεως εγγράφου σχετικά με τον όρο περί μερικής απασχολήσεως της αναιρεσείουσας δέχθηκε την ακυρότητα της συμβάσεως εργασίας, ενώ θα έπρεπε να έχει δεχθεί ότι η εν λόγω παράλειψη δεν επηρέαζε το κύρος αυτής, αλλά είχε ως μόνη συνέπεια τη λειτουργία του τεκμηρίου περί καταρτίσεως συμβάσεως με πλήρη απασχόληση. Κατόπιν αυτού, αφού δέχθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η αναιρεσίβλητη ανταποκρίθηκε στο αποδεικτικό βάρος της κατάρριψης του τεκμηρίου, θα έπρεπε να έχει δεχθεί ότι η ένδικη αγωγή είχε επαρκές έρεισμα σε έγκυρη σύμβαση με μερική απασχόληση και να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα απάντων των κονδυλίων αυτής σύμφωνα με τη λειτουργία της σύμβασης αυτής. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα του πρώτου λόγου της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται το ίδιο (περί του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεως εργασίας) κεφάλαιο της προσβαλλομένης αποφάσεως και αποδίδεται σ΄ αυτήν η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, αποβαίνει περιττή. Ομοίως, περιττή αποβαίνει και η έρευνα του τέταρτου λόγου της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται το κεφάλαιο της προσβαλλομένης αποφάσεως περί επιδικάσεως διαφορών επιδομάτων Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας, καθώς και αποδοχών αδείας, για το ένδικο χρονικό διάστημα και αποδίδεται σ΄ αυτήν η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, εν όψει του ότι μετά την αναίρεση θα πρέπει να γίνει νέος υπολογισμός των σχετικών κονδυλίων με βάση τις οφειλόμενες αποδοχές από έγκυρη σύμβαση με μερική απασχόληση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 1993/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 12η Ιουνίου 2012. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 5η Ιουλίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ