Η σύμβαση πρόσληψης μέλους Δ.Σ. της Α.Ε. ως διευθυντή δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 23α ΚΩΔ. Ν. 2190/1920.
εφόσον δεν πρόκειται σύμβαση μη εξερχόμενη των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της Α.Ε., αλλά σύμβαση προσλήψεως ορισμένου προσώπου
Α.Π. 1791/2006 (Τμ. Β1 Πολ.)
Προεδρεύων : ΣΤ. ΓΑΒΡΑΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής : ΑΛΕΞ. ΝΙΚΑΚΗΣ, Αρεοπαγίτης
ΕΠΕΙΔΗ, από το συνδυασμό των παρ. 1 και 2 του άρθρου 23α του Κωδ.ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών συνάγεται, ότι η μεταξύ Α.Ε. και μέλους του Δ.Σ. αυτής συναπτόμενη σύμβαση εργασίας, εφόσον εξέρχεται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της εταιρείας, είναι άκυρη, αν έγινε χωρίς την προηγούμενη ειδική έγκριση της από τη Γ.Σ. των μετόχων της εταιρείας. Η έγκριση αυτή δεν παρέχεται, αν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι, που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 1/3 του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου. Την έλλειψη της ειδικής αυτής άδειας δεν θεραπεύει η εκ των υστέρων έγκριση της Γ.Σ., έστω και αν έγινε ομόφωνα (Ολ. Α.Π. 32/1975).
Κατά την έννοια και το σκοπό των παραπάνω διατάξεων, που θεσπίστηκαν για την πρόληψη ενδεχόμενων καταχρήσε ων από ιθύνοντα πρόσωπα της εταιρείας, μεταξύ των οποίων είναι και τα μέλη του Δ.Σ. αυτής και οι διευθυντές, και για την προστασία της μειοψηφίας, η σύμβαση προσλήψεως ως διευ θυντή της εταιρείας προσώπου ήδη μέλους του Δ.Σ. αυτής, καθεαυτή δεν εμπίπτει στην ως άνω εξαίρεση από την απαγόρευση, εφόσον δεν πρόκειται σύμβαση μη εξερχόμενη των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της εταιρείας μετά των πελατών της, αλλά σύμβαση προσλήψεως ορισμένου προσώπου, το οποίο λόγω της ιδιότητας του ως μέλους του Δ.Σ. και της θέσεως του εις την εταιρεία ως διευθυντή, είναι δυνατόν να συντελέσει αποφασιστικά εις την σύναψη συμβάσεων επιζήμιων για την εταιρεία προς ίδιο όφελος.
Η «συναλλαγή» αυτή του αναιρεσίβλητου, δηλαδή η πρόσληψη του αναιρεσίβλητου από την αναιρεσείουσα, έγινε χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 23α, ν. 2190/1920 διατυπώσεως, δηλαδή χωρίς προηγούμενη ειδική έγκριση της Γ.Σ. των μετόχων της αναιρεσείουσας.
Η τυπική αυτή διαδικασία δεν ακολουθήθηκε, αφ' ενός μεν διότι από τον μεγαλομέτοχο - Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής - , που την εκπροσωπούσε, θεωρήθηκε η επίμαχη «συναλλαγή», ως μη εξερχόμενη των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της εταιρείας, αλλά κυρίως επειδή ο εν λόγω εκπρόσωπος της, αν και γνώριζε την υποχρέωση λήψης τέτοιας απόφασης για το νομότυπο της πρόσληψης προς αποφυγή ακυρότητας της, εν τούτοις θεώρησε άσκοπο να ακολουθήσει τη διαδικασία αυτή, αφού ο ίδιος που αποφάσισε την πρόσληψη εκπροσωπούσε το 70% των μετοχών της και ο συναλλασσόμενος (προσλαμβανόμενος) αναιρεσίβλητος το υπόλοιπο 30% και, επομένως, δεν υφίστατο περίπτωση η συγκληθησόμενη Γ.Σ. να αποφάσιζε διαφορετικά, ενόψει και του ότι ο εκπροσωπών ολόκληρη την μειοψηφία των μετόχων της αναιρεσίβλητος, αφού κατείχε το 30% των μετοχών της, δεν είχε αφενός μεν τη δυνατότητα να επιβάλει αντίθετη απόφαση, αφετέρου δε συμφέρον να την ανατρέψει, αφού απέβλεπε στο εκδηλωθέν ατομικό του συμφέρον.
Ο αναιρεσείων από την πρόσληψη του προσέφερε ευσυνείδητα τις υπηρεσίες του ως διευθυντής στο εις Ν.Κ. Αργολίδας εργοστάσιο της αναιρεσείουσας, πολλές φορές και πέραν του συνήθους ωραρίου. Κατ' εντολή δε και εξουσιοδότηση του Δ.Σ. της αναιρεσείουσας μετέβαινε στην Αθήνα για κατάθεση προσφορών συμμετοχής της σε διαγωνισμούς της Επιτροπής Προμηθειών Υπουργείων, Στρατιωτικών Υπηρεσιών κλπ, και εκπροσωπούσε αυτή κατά τη διενέργεια τους. Η αναιρεσείουσα, όμως, δεν ήταν συνεπής στις δικές της υποχρεώσεις και δεν του κατέβαλε τους μισθούς του από 1.5.2000 έως 8.8.2000 χρονικού διαστήματος. Και αιφνιδίως στις 8.8.2000, με εντολή του προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντα συμβούλου αυτής, τον απέλυσε ατύπως, χωρίς δηλαδή έγγραφη προειδοποίηση και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.
Η ως άνω γενομένη καταγγελία της σύμβασης εργασίας - συνεχίζει το Εφετείο - είναι άκυρη και δεν επέφερε τα σκοπούμενα δι' αυτής αποτελέσματα, με επακόλουθο η σύμβαση εργασίας να παραμένει ενεργός και η αναιρεσείουσα ως εργοδότρια, αρνούμενη να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του αναιρεσίβλητου μισθωτού, να περιέλθει σε υπερημερία και να υποχρεούται σε καταβολή των μισθών που θα του κατέβαλε αν συνέχιζε ν' αποδέχεται τις υπηρεσίες του.
Βάσει αυτών των παραδοχών και, λαμβάνοντας υπόψη, το ότι ο συμφωνηθείς ως άνω μηνιαίος μισθός του ήταν αντίστοιχος προς την παρεχόμενη εργασία και ειθισμένος σε ομοειδείς επιχειρήσεις, και την κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο οικονομική ευρωστία της αναιρεσείουσας (τον Μάιο 2000 απασχολούσε 69 μισθωτούς και είχε μεγάλο όγκο συναλλαγών), το Εφετείο έκρινε, ότι για την εν λόγω "συναλλαγή" πρόσληψης του αναιρεσίβλητου δεν απαιτείτο προηγουμένη ειδική έγκριση από την Γ.Σ. των μετόχων της αναιρεσείουσας, ως υπαγόμενη στην καθιερούμενη από την παρ. 2 του άρθρου 23α, ν. 2190/1920 εξαίρεση.
Συνακόλουθα, αφού απέρριψε τον, παραδεκτά προταθέντα και με ίδιο λόγο έφεσης, σχετικό αντίθετο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί ακυρότητας, λόγω της έλλειψης αυτής, της επίδικης συμβάσεως εργασίας, απέρριψε στην. ουσία την έφεση κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως που έκρινε όμοια.
Έτσι κρίνοντας, το Εφετείο παραβίασε, ευθέως και εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 669, 174, 180 Α.Κ., 5, παρ. 3, ν. 3198/1955 και 23α, παρ. 2, ν. 2190/1920 όπως ισχύει. Αφού, όπως εκτέθηκε, η εν λόγω πρόσληψη του αναιρεσίβλητου δεν εμπίπτει στην καθιερούμενη από τη διάταξη του άρθρου 23α, παρ. 2, του ν. 2190/1920 εξαίρεση.
Επομένως οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος και τρίτος του κυρίου δικογράφου και πρώτος (σκέλη α', γ') του δικογράφου των προσθέτων, από το άρθρο 559, αριθ. 1 και 19, Κ.Πολ.Δ., λόγοι της αναιρέσεως, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
ΕΠΕΙΔΗ η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται επί προτάσεως ισχυρισμού για ακυρότητα συμβάσεως, που επήλθε λόγω παραβάσεως του νόμου, διότι η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, έστω και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική (Α.Π. 349/2004).