Α.Π. 1934/2008 (Τμ. Β1 Πολ.)
Προεδρεύων : ΗΛ. ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια : ΕΙΡ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Αρεοπαγίτης
Θέμα:
Με την ομαδική ασφάλιση του προσωπικού επιχείρησης από τον εργοδότη συνάπτεται γνήσια σύμβαση υπερ τρίτου.
και δημιουργείται δικαίωμα προσδοκίας του μισθωτού για την είσπραξη του ασφαλίσματος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστέου κινδύνου ενώ σε περίπτωση ματαίωσης της παροχής, με υπαιτιότητα του εργοδότη, ο δικαιούχος μισθωτός δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση.
Με την καταβολή αποδοχών ανώτερων των νομίμων, ο μισθωτός δεν δικαιούται άλλη διαφορά αποδοχών, εφόσον αυτή υπερκαλύπτεται από τις καταβαλλόμενες σε αυτόν
1. ΕΠΕΙΔΗ, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του Α.Κ., 3, παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5, παρ. 1, του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ΄ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας.
Επομένως δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιαλείπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεώς τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμά να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε. Έτσι στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά, το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής συμβάσεως, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος εωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού.
Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξελίξεως της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος, κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με συμπεριφορά του ματαιώνει την καταβολή της παροχής από αυτόν που υποσχέθηκε (ασφαλιστή) και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς το μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη - εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρον 382, 335, 338 και 336 Α.Κ.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559, αριθ. 1, Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται [παραλείπεται το κείμενο].
2. ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 8 του Ν. 1876/1990 («ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις»), «1. οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της Χώρας... 2. Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζομένους και εργοδότες ου είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 43 του παρόντος. 3. Εφόσον ο εργοδότης δεσμεύεται από επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι κανονιστικοί όροι της ισχύουν υποχρεωτικά και στις εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζομένων που απασχολούνται από τον εν λόγω εργοδότη».
Περαιτέρω, κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, «αν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Η σύγκριση και η επιλογή των διατάξεων γίνεται κατά τις παρακάτω ενότητες : α) ενότητα αποδοχών, β) λοιπά θέματα», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας».
Ακόμη, κατά το άρθρο 7 του ίδιου νόμου, «1, οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ. 2. Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους...».
Εξάλλου, κατά μεν τις διατάξεις του άρθρου 648, παρ. 1, και του άρθρου 653 του Α.Κ. ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο ή το συνηθισμένο μισθό, κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 680 ίδιου Κώδικα «οι όροι των επιμέρους συμβάσεων εργασίας, που είναι αντίθετοι με τη συλλογική σύμβαση, είναι άκυροι, εφόσον δεν είναι ευνοϊκότεροι για τον εργαζόμενο, και στη θέση τους ισχύουν οι όροι της συλλογικής σύμβασης».
Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνηθεί μισθός ανώτερος από το «συνηθισμένο μισθό» ή από εκείνον που προκύπτει από το άθροισμα του βασικού μισθού και, των κάθε φύσεως επιδομάτων ή μισθολογικών παροχών, τα οποία προβλέπονται από κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας ή ίσης ισχύος διαιτητική απόφαση και τα οποία περιλαμβάνονται στον κατά τη συμφωνία καταβλητέο υπέρτερο μισθό, κατισχύει ο όρος αυτός της ατομικής συμβάσεως και ο μισθωτός δεν δικαιούται πέραν του συμφωνημένου μισθού άλλη διαφορά μισθού ή άλλο επίδομα, διότι αυτά υπερκαλύπτονται από τις συμφωνημένες υπέρτερες αποδοχές, στις οποίες, κατά τα συνομολογηθέντα, και εμπεριέχονται. Αυτό ισχύει όχι μόνον ως προς τα κατά το χρόνο της καταρτίσει της ατομικής συμβάσεως υφιστάμενα επιδόματα, αλλά και για τα μελλοντικά επιδόματα, δηλαδή εκείνα που θεσπίστηκαν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως αυτής, στην οποία προβλέφθηκε με ιδιαίτερο όρο ο καταλογισμός στο συμφωνημένο υπέρτερο μισθό και των επιδομάτων αυτών για τη περίπτωση της καθιερώσεώς τους στο μέλλον, αφότου και ενεργοποιείται η προσυμφωνηθείσα αιτία της παροχές τους. Το κύρος δε της συμφωνίας αυτής, εφόσον δεν θίγονται τα από συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση θεσπισμένα ελάχιστα όρια αποδοχών, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Εκτός αν με τη Σ.Σ.Ε. ή τη Δ.Α. ορίζεται το αντίθετο, δηλαδή ορίζεται ότι το με αυτή θεσπιζόμενο επίδομα ή πρόσθετη μισθολογική παροχή θα καταβάλλεται επιπλέον του συμφωνημένου μεγαλύτερου μισθού.