`Αρειος Πάγος (Β2΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ.απόφασης: 376/2006
Δικαστής: Χρήστος Μπαλντάς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Σπ. Κολυβάς, Γεώρ. Χλαμπουτάκης,
Αν.-Φιλ. Περίδης και Ηλ. Γιαννακάκης
Περιεχόμενο συμβάσεως εργασίας - διάκριση από σύμβαση έργου.
• Στο άρθρο 648 παρ. 1 Α.Κ. ορίζεται ότι με την σύμβαση εργασίας, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση, να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλλει τον συμφωνημένο μισθό.
• Στη σύμβαση εργασίας επιδιώκεται (αντίθετα από ότι συμβαίνει στη σύμβαση έργου) καθεαυτή η παροχή εργασίας και όχι το αποτέλεσμα αυτής.
• Όταν η παροχή εργασίας αποσκοπεί σε ορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο βρίσκεται έξω από την εξουσία του εργαζομένου, που αναλαμβάνει όχι να παράγει τούτο, αλλά απλώς να κάνει ό,τι του είναι δυνατό ώστε να παραχθεί αυτό, τότε υπάρχει σύμβαση εργασίας και όχι σύμβαση έργου, έστω και αν μεταξύ των μερών έχει συμφωνηθεί ότι ο μισθός θα καταβάλλεται, μόνο εφόσον επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 εδαφ. α΄, 287 παρ.1 και 290 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από το θάνατο διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν με δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί άμεση συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη 95/19-11-2004 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Αρακύνθου Αιτωλοακαρνανίας, στις 18/11/2004, ήτοι μετά την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης για αναίρεση, απεβίωσε ο αναιρεσείων ................................, ο οποίος, όπως προκύπτει από τα νόμιμα προσκομιζόμενα: α) 6683/2004/6-12-2004 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Αρακύνθου και β) 893/2005/11-1-2005 πιστοποιητικό του γραμματέα Πρωτοδικών Αθηνών και δεν αμφισβητείται από την αναιρεσίβλητη, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του ................................ και τους υιούς του ............................. και ................................. Επομένως, οι τελευταίοι, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος (άρθρα 1710, 1813, 1820, και 1846 ΑΚ) νομίμως δήλωσαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως την λόγω θανάτου εκείνου βίαιη διακοπή της δίκης και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψή της, χωρίς να δημιουργείται από αυτό απαράδεκτο της συζητήσεως της υποθέσεως.
Η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559, αριθ. 1, Κ.Πολ.Δ., ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559, αριθ. 8 ή 14 του Κ.Πολ.Δ. Σε κάθε όμως περίπτωση για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως πρέπει η αοριστία του δικογράφου της αγωγής να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 562 Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι κατ΄ εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη και να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, όπως είχε ζητήσει, έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφοράς αποδοχών με βάση Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, επειδή δεν αναφερόταν στο δικόγραφό της πως προκύπτει η δεσμευτικότητα των αναφερομένων ΣΣΕ στην περίπτωση της αναιρεσίβλητης. Ο αναιρεσείων, όμως, δεν είχε προτείνει τον ισχυρισμό του αυτό περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής στο δικαστήριο της ουσίας και επομένως ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 648 ΑΚ ορίζεται ότι με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό. ΄Όπως συνάγεται από τη διάταξη αυτή, στη σύμβαση εργασίας επιδιώκεται, αντίθετα προς ότι συμβαίνει στη σύμβαση έργου των άρθρων 681 επ. Α.Κ., η παροχή εργασίας καθεαυτήν και όχι το αποτέλεσμα αυτής. Η σχέση του εργαζόμενου προς το αποτέλεσμα της εργασίας του είναι και αυτή βασικό κριτήριο της διάκρισης. ΄Ετσι, όταν η παροχή της εργασίας αποσκοπεί σε ορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο όμως βρίσκεται έξω από την εξουσία του εργαζόμενου, που αναλαμβάνει όχι να παράγει τούτο, αλλ΄ απλώς να κάνει ό,τι του είναι δυνατό για να παραχθεί αυτό, τότε υπάρχει σύμβαση εργασίας και όχι σύμβαση έργου, έστω και αν μεταξύ των μερών έχει συμφωνηθεί ότι ο μισθός θα καταβάλεται μόνο εφόσον επέλθει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο θα κρίνει την ύπαρξη εξαρτημένης εργασίας, εκτιμώντας το σύνολο των πραγματικών περιστατικών με τα οποία λειτούργησε η σχέση, χωρίς να δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που έδωσαν σ΄ αυτήν οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε κατ΄ ανέλεγκτη κρίση, ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίσθηκε το έτος 1990, ο αναιρεσείων προσέλαβε την αναιρεσίβλητη για να προσφέρει σ΄ αυτόν τις υπηρεσίες της ως γαζώτρια στη βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων που διατηρούσε στο Γραμματικό Μεσολογγίου, ότι η αναιρεσίβλητη εργάσθηκε στην επιχείρηση του αναιρεσείοντος μέχρι τις 31/5/2001, όταν ο αναιρεσείων έπαυσε να δέχεται τις υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης, ότι σε όλο το διάστημα της εργασιακής σχέσεώς της η αναιρεσίβλητη υποβαλλόταν σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη της, ο οποίος ασκούσε σ΄ αυτή έλεγχο ως προς το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας της και έδινε σ΄ αυτή εντολές και οδηγίες για την προσήκουσα εκπλήρωσή της. Ειδικότερα, ως προς το χρόνο παροχής της εργασίας η αναιρεσίβλητη δεν απασχολείτο κατά τη βούλησή της, αλλά είχε προσδιορισμένο ωράριο, καθόσον εργαζόταν έως έξι ημέρες την εβδομάδα από ώρα 07.00 έως 13.40 μ.μ. Επίσης, οι οδηγίες και εντολές που δίδονταν σ΄ αυτή από τον αναιρεσείοντα για την προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής της ήταν δεσμευτικές και σε περίπτωση ανυπακοής της παρεχόταν στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση. Τέλος, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων κατέβαλε στην αναιρεσίβλητη για την παροχή της εργασίας της επιδόματα εορτών, καθώς και αποδοχές και επίδομα αδείας. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Εφετείο δέχθηκε ότι η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και όχι της συμβάσεως έργου, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Με όσα δέχθηκε το Εφετείο η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν πράγματι αυτή της εξαρτημένης εργασίας και όχι της συμβάσεως έργου και, επομένως με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και διέλαβε στην απόφαση επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 3, παρ. 1β, 8, παρ. 2 και 11, παρ. 2 και 3 του Ν.1876/90 προκύπτει ότι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν υποχρεωτικές γενικώς, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από του χρόνου εκδόσεως της σχετικής Υπουργικής αποφάσεως (όχι αναδρομικώς) και στους εργαζόμενους και εργοδότες του ιδίου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων. Όταν επιδικάζονται διαφορές αποδοχών με βάση ΣΣΕ ή ΔΑ, οι οποίες έχουν κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτικές με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται στην απόφαση (όπως και στην αγωγή) οι εφαρμοστέες ΣΣΕ, ούτε ο χρόνος από του οποίου αυτές κηρύχθηκαν εκτελεστές, διότι οι ΣΣΕ, ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ νόμου και το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις ΣΣΕ που αρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τα πραγματικά γεγονότα, που επισύρουν την εφαρμογή τους. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση (όπως και στην αγωγή) το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, το επάγγελμα ή ειδικότητα του εργαζομένου και η παρεχόμενη εργασία, ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η ισχύς των πιο πάνω ΣΣΕ ή ΔΑ, που έχουν κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτικές, μπορεί να επεκταθεί στον εργοδότη αυτό και στους εργαζόμενους στην επιχείρησή του. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδικάσθηκαν στην αναιρεσίβλητη διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1/7/1998 μέχρι 31/5/2001 με βάση τις αναφερόμενες στην αγωγή 39/1997 ΔΑ, από 23/9/1998 ΣΣΕ, από 13/7/1999 ΣΣΕ και 35/2000 ΔΑ "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοϋπαλλήλων στις επιχειρήσεις ιματισμού, πιλοποιϊας και στρωματοποιϊας όλης της χώρας". Οι ΣΣΕ και ΔΑ αυτές έχουν κηρυχθεί αντίστοιχα υποχρεωτικές με τις ΥΑ 12903/4-8-1997, 13192/8-12-1998, 125057/29-7-1999 και 12992/20-11-2000. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων διατηρεί στο Γραμματικό Μεσολογγίου βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων και ότι η αναιρεσίβλητη προσελήφθη για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην επιχείρηση αυτή ως γαζώτρια. Από τις παραδοχές αυτές συνάγεται ότι οι πιο πάνω ΣΣΕ και ΔΑ εφαρμόζονται στην ένδικη υπόθεση και δεσμεύουν τους διαδίκους και, επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή δεν προκύπτει από αυτή η δεσμευτικότητα των πιο πάνω ΣΣΕ και ΔΑ στην ένδικη διαφορά, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Στο άρθρο 5, παρ. 1, εδ. β΄ του Ν.539/45, το οποίο προσετέθη με το Ν.Δ. 3755/57, ορίζεται ότι επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν σε μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ΄ έτος αδείας του, υποχρεούται άμα τη λήξει του έτους, καθ΄ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, να καταβάλει εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς, ηυξημένας κατά 100%. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο μισθωτός, ο οποίος δεν έλαβε αυτούσια την άδειά του δικαιούται το μισθό του για τις ημέρες τις οποίες εργάσθηκε, όπως επίσης το μισθό της αδείας του τον οποίο θα ελάμβανε εάν επραγματοποιείτο η άδειά του, ως και αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές της αδείας του, εάν η μη πραγματοποίηση της αδείας του οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, έστω και σε ελαφρά αμέλειά του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη για τα έτη 1998,1999, 2000 και 2001, εκτός από τις αποδοχές της των ετών αυτών και αποζημίωση αδείας, χωρίς να διευκρινίζεται στην απόφαση αν κατά τα παραπάνω έτη χορηγήθηκε ή όχι στην αναιρεσίβλητη άδεια αναψυχής και αν στις επιδικασθείσες αποδοχές των ετών αυτών περιλαμβάνονται ή όχι και οι αποδοχές αδείας. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες και κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, αληθώς από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ (και όχι τον αριθ. 1 του ίδιου άρθρου, που επικαλείται ο αναιρεσείων), με τον οποίο προβάλλεται η παραπάνω έλλειψη της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που επιδικάσθηκαν με αυτή στην αναιρεσίβλητη αποδοχές αδείας των παραπάνω ετών, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580, παρ. 3, Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσειόντων, λόγω της εν μέρει ήττας της