Επί βεβαιωμένης τραπεζικής ενέγγυας πιστώσεως μπορεί να στραφεί και κατά της μεσολαβούσης τράπεζας. Ο δικαιούχος της πιστώσεως, εκτός της αξιώσεως που έχει και κατά της εκδότριας της πιστώσεως (πρώτης) Τράπεζας.
Α.Π. 394/2006 (Τμ. Α' Πολ.)
Προεδρεύων: ΔΗΜ. ΣΟΥΛΤΑΝΙΑΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΔΗΜ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Αρεοπαγίτης
Α) Επί της από 10.9.2003 αίτησης της Α.Ε. «Ε.Ε.».
Ι. Ως τραπεζική ενέγγυα πίστωση, νοείται η συμφωνία, με βάση την οποία ορισμένη τράπεζα, συνήθως του τόπου προορισμού των εμπορευμάτων, (εκδότρια τράπεζα), ύστερα από εντολή του πελάτη της αγοραστή των εμπορευμάτων (εντολέα), αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό σε τρίτο πρόσωπο, τον πωλητή των εμπορευμάτων (δικαιούχο), ανοίγοντας πίστωση υπέρ αυτού, έναντι της εμφάνισης εκ μέρους του τελευταίου ορισμένων εκ των προτέρων καθορισμένων εγγράφων, όπως έγκυρης φορτωτικής, τιμολογίων κ.λπ., ή να εξουσιοδοτήσει άλλη τράπεζα, συνήθως του τόπου κατοικίας του δικαιούχου, να προβεί στην εν λόγω πληρωμή.
Η σύμβαση αυτή, ρυθμίζεται, στην Ελλάδα από τις διατάξεις των άρθρων 25 επόμ. του ν.δ. της 17ης Ιουλίου - 13ης Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί Α.Ε.». Τα, από την ανοιγείσα τραπεζική πίστωση, δικαιώματα του τρίτου εξαρτώνται από τη μορφή αυτής, δηλαδή αν είναι ανακλητή ή αμετάκλητη πίστωση.
Στην πρώτη περίπτωση η προς τον τρίτο ειδοποίηση της τράπεζας περιέχει απλώς τη δήλωση, ότι ο τρίτος μπορεί να προσκομίσει τα φορτωτικά έγγραφα και να εισπράξει το ποσό της πιστώσεως, εφόσον μέχρι τότε η πίστωση δεν έχει ανακληθεί.
Στην αμετάκλητη πίστωση, αντίθετα, στην οποία δημιουργείται ευθεία και αμετάκλητη υποχρέωση της τράπεζας, έναντι του δικαιούχου τρίτου, για την πληρωμή, βάσει αφηρημένης υποσχέσεως χρέους κατά το άρθρο 873 Α.Κ., η προς τον τρίτο ειδοποίηση για το άνοιγμα της πιστώσεως περιέχει την έννοια της ανέκκλητης προτάσεως της τράπεζας, η οποία, γινόμενη δεκτή από τον τρίτο, ρητώς ή σιωπηρώς, επιφέρει το αμετάκλητο της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης (Α.Π. 1150/1998).
Περαιτέρω, η αμετάκλητη τραπεζική ενέγγυα πίστωση μπορεί να είναι «βεβαιωμένη» ή «μη βεβαιωμένη». Η διάκριση αυτή προϋποθέτει μεσολάβηση μιας δεύτερης τράπεζας, που συνήθως βρίσκεται στον τόπο της κατοικίας του δικαιούχου της πίστωσης.
Αν η δεύτερη τράπεζα αναλαμβάνει απλώς την υποχρέωση, απέναντι στην πρώτη, να ειδοποιήσει το δικαιούχο για το ότι ανοίχτηκε η πίστωση ή και να πραγματοποιήσει την πληρωμή, χωρίς ανάληψη παράλληλης προσωπικής ευθύνης έναντι του δικαιούχου, τότε πρόκειται για αβεβαίωτη τραπεζική ενέγγυα πίστωση.
Αν όμως η δεύτερη τράπεζα αναλαμβάνει προσωπικώς απέναντι στο δικαιούχο της πίστωσης αυτοτελή υποχρέωση και ευθύνη για την εκτέλεση της πληρωμής, με τους ίδιους όρους όπως η πρώτη τράπεζα, τότε πρόκειται για βεβαιωμένη τραπεζική ενέγγυα πίστωση.
Στην περίπτωση αυτήν, ο δικαιούχος της πιστώσεως, εκτός από την αξίωση κατά της εκδότριας πρώτης τράπεζας έχει και δεύτερη αξίωση κατά της «βεβαιούσας τράπεζας», νομιμοποιείται δε παθητικά ως εναγομένη, για την εκτέλεση της πληρωμής, τόσο η εκδότρια όσο και η «βεβαιούσα» τράπεζα οι οποίες ευθύνονται εις ολόκληρο.
Η τραπεζική ενέγγυα πίστωση, αποτελεί έκταξη υπό ευρεία έννοια (Α.Κ. 876), δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει ο για την ύπαρξη της εκτάσεως όρος της εγχειρήσεως εγγράφου από τον εκτάσσοντα στον υπερού η έκταξη (λήπτη). Επί της μορφής αυτής της εκτάξεως εφαρμόζονται αναλόγως οι περί εκτάξεως διατάξεις του Α.Κ., όταν εμφανίζεται κενό στην υπάρχουσα ειδική νομοθετική ρύθμιση (Α.Π. 1150/1998, Α.Π. 81/1957).
Όμως, ενόψει του ότι η τραπεζική ενέγγυα πίστωση προϋπο θέτει λειτουργικά τη σύμπραξη τριών τουλάχιστον, προσώπων, δηλαδή του οφειλέτη, της πιστώτριας τράπεζας και του δικαιού χου, αλλά κατά κανόνα και τέταρτου προσώπου, δηλαδή της δεύτερης τράπεζας που μεσολαβεί, δημιουργούνται εκτός άλλων, και τα εξής αυτόνομα μεταξύ τους, ζεύγη έννομων σχέσεων:
1) Η έννομη σχέση καλύψεως, δηλαδή η σχέση μεταξύ της εκδότριας τράπεζας και του αγοραστή, η οποία είναι σχέση εντολής, βάσει της οποίας η πρώτη υποχρεούται να κοινοποιήσει στον τρίτο το άνοιγμα υπέρ αυτού της πιστώσεως, να παραλάβει τα αποδεικτικά έγγραφα του τρίτου δικαιούχου και να προκαταβάλει το ποσό της πιστώσεως. 2) Η έννομη σχέση μεταξύ της εκδότριας τράπεζας και του δικαιούχου της πίστωσης, αξίας ονομαζόμενη, η οποία χαρακτηρίζεται ως ανάληψη αφηρημένης υποχρεώσεως εκ μέρους της εκδότριας τράπεζας, κατά την έννοια του άρθρου 873 Α.Κ. (Α.Π. 1121/2005) και καταρτίζεται με σχετική πρόταση που απευθύνει η εκδότρια τράπεζα στον τρίτο, για τη σύναψη της σύμβασης, 3) η έννομη σχέση της δεύτερης τράπεζας (βεβαιούσας) και του δικαιούχου της πίστωσης, η οποία είναι όμοια προς τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στην εκδότρια και το δικαιούχο και συνεπώς χαρακτηρίζεται και αυτή ως αφηρημένη υπόσχεση χρέους (Α.Κ. 873), 4) Η βασική εμπορική σχέση, δηλαδή η σχέση μεταξύ του εντολέα και του δικαιούχου της πιστώσεως, η οποία όμως δεν πηγάζει από την τραπεζική ενέγγυα πίστωση, αλλά από άλλη ανεξάρτητη σύμβαση, την οποία εξυπηρετεί η εν λόγω τραπεζική σύμβαση και η οποία συνήθως είναι σύμβαση αγοραπωλησίας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αγωγή του δικαιούχου κατά της βεβαιούσας (μεσολαβούσας) Τράπεζας, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στο δικαιούχο το ποσό της πίστωσης, για να είναι ορισμένη, πρέπει να διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων και τα εξής: α) ότι η εναγόμενη - βεβαιούσα τράπεζα παρέσχε τη βεβαίωση της στην ανοιγείσα πίστωση, με σκοπό την ανάληψη αυτόνομης, έναντι του δικαιούχου, υποχρεώσεως που έγινε δεκτή από το δικαιούχο, β) ότι ο δικαιούχος μέσα στην οριζόμενη στη σύμβαση προθεσμία υπέβαλε στην τράπεζα τα προβλεπόμενα στη σύμβαση έγγραφα και γ) τα έγγραφα αυτά, από άποψη αριθμού και περιεχομένου, ανταποκρίνονται πλήρως και ευχερώς στα έγγραφα που ορίζονται στην ενέγγυα τραπεζική πίστωση.
Επομένως, οι ισχυρισμοί της εναγόμενης τράπεζας, ότι ο ενάγων δικαιούχος παρέλειψε να προσκομίσει πλήρη και κανονικά όλα τα κατά τους όρους της πίστωσης απαιτούμενα έγγραφα, αποτελούν άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής.
Εξάλλου, ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559, Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. «Πράγματα», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής (Ολ. Α.Π. 3/1997).
Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, αλλά τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολομ. Α.Π. 25/2003). Επίσης δεν ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο και για τούτο μη ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολομ. Α.Π. 40/1988).
II ...
III . Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559, αριθμ. 8, Κ.Πολ.Δ., η αναιρεσείουσα τράπεζα, προβάλλει, ότι το Εφετείο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ότι αυτή προέβη στη δήλωση για ανάληψη της υποχρεώσεως της έναντι της ενάγουσας με τις εξής προϋποθέσεις: «α) ότι θα παραδοθούν στην Τράπεζα μας φορτωτικά έγγραφα που θα πληρούν απόλυτα τους όρους της πίστωσης μέσα στην προθεσμία ισχύος της, β) ότι θα πιστωθεί η Τράπεζα μας από τον ανταποκριτή της με το ποσό της αντίστοιχης μερικής εκτέλεσης της πίστωσης και θα προηγηθεί η δραχμοποίηση του συναλλάγματος, που θα καλύπτει τουλάχιστον το εκχωρούμενο προς αυτήν ποσό και γ) ότι δεν θα παραστεί κανένα νομικό ή άλλο κώλυμα».
Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση της βάσης της αγωγής, ότι η εναγόμενη βεβαιούσα τράπεζα παρέσχε τη βεβαίωση της στην ανοιγείσα πίστωση, με σκοπό την ανάληψη αυτόνομης έναντι του δικαιούχου υποχρεώσεως, που έγινε δεκτή από το δικαιούχο, ότι ο τελευταίος, μέσα στη συμφωνηθείσα προθεσμία, υπέβαλε στην τράπεζα τα έγγραφα που προβλέπει η σύμβαση και ότι τα έγγραφα αυτά, από άποψη αριθμού και περιεχομένου, ανταποκρίνονται πλήρως στους όρους της ενέγγυας τραπεζικής πίστωσης.
Επομένως, δεν αποτελεί «πράγμα» κατά την έννοια του άρ θρου 559, αριθμ. 8, Κ.Πολ.Δ. και έτσι ο προκείμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος.