Απόφ. Αρείου Πάγου 423/2005 (10/11/2005)

Η ρύθμιση για τον ανακαθορισμό των χρεών των δανειοληπτών αποσκοπεί στον περιορισμό της συνολικής εκ πάσης αιτίας οφειλής τους από τόκους, έξοδα κ.λ.π

Η ρύθμιση για τον ανακαθορισμό των χρεών των δανειοληπτών αποσκοπεί στον περιορισμό της συνολικής εκ πάσης αιτίας οφειλής τους από τόκους, έξοδα κ.λ.π

.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 423/2005 (Τμ. 130)

Πρόεδρος: ΝΙΚ. ΔΑΚΑΝΑΛΑΚΗΣ

Εισηγητής: Π. ΡΟΥΜΠΗΣ, Εφέτης

Στην παράγρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 ορίζεται, ότι κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση που παρήχθησαν από κάθε είδους συμβάσεις δανείων, δεν δύναται να υπερβεί το εν συνεχεία στη διάταξη αναφερόμενο πολλαπλάσιο της απαίτησης.

Περαιτέρω, στην παράγρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι καταβολές, που έχουν γίνει υπό των οφειλετών, αφαιρούνται από την εκ τόκων οφειλή, προαφαιρουμένων από αυτές (καταβολές) των εξόδων, που έχουν πράγματι εκταμιευθεί από τα πιστωτικό ιδρύματα.

Η ως άνω νομοθετική ρύθμιση αναφέρεται στον προσδιορισμό της συνολικής εκ τόκων οφειλής δανειακών συμβάσεων.

Με τον επακολουθήσαντα ν. 2912/2001 γίνεται σε νέα βάση ρύθμιση, η οποία αφορά πλέον τη συνολική εκ κεφαλαίου και τόκων οφειλή των δανειοληπτών.

Ειδικότερα με το άρθρο 42 αντικαταστάθηκε η παράγρ. 1 του προϊσχύσαντος άρθρου 30 του ν. 2789/2000 και ορίσθηκε, ότι, κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικό ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβεί το εν συνεχεία στη διάταξη αναφερόμενο πολλαπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου, προσαυξημένου του ποσού αυτού με συμβατικούς μόνο τόκους μέχρι 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο.

Περαιτέρω, με την παράγρ. 1 του ίδιου άρθρου 42 αντικαταστάθηκε η παράγρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, η οποία για τον προσδιορισμό των τόκων επέβαλε την προαφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές των δανειοληπτών και ορίζεται πλέον ότι όλες οι καταβολές, που έχουν γίνει οποτεδήποτε, εξαιρούνται από τη συνολική οφειλή όπως αυτή θα προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγρ. 1 του ίδιου άρθρου, δηλαδή στο πολλαπλάσιο του κεφαλαίου προσαυξημένου, μέχρι ποσοστού 50%, για συμβατικούς τόκους, επί του ληφθέντος κεφαλαίου. Με τη νέα ρύθμιση η μη επανάληψη των σχετικών με προαφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές, για τον προσδιορισμό της συνολικής οφειλής δεν συνιστά εξ αβλεψίας νομοθετικό κενό.

Αντίθετα, από την αντιπαραβολή των άνω διατάξεων σαφέστατα προκύπτει, ότι με τη ρύθμιση του άρθρου 42 ρητώς σκοπήθηκε η κατά το κρίσιμο χρόνο προσδιορισμού της οφειλής της ανακόπτουσας, για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω, ήτοι την 9.5.2001, αποστέρηση των τραπεζών του δικαιώματος να καταλογίσουν σε βάρος των δανειοληπτών τα μέχρι του χρόνου εκείνου έξοδα, στην επιδίωξη περιορισμού της συνολικής εκ πάσης αιτίας οφειλής τους, σκοπός, ο οποίος εναρμονίζεται και με το ποσοτικό περιορισμό μόνο των συμβατικών τόκων σε ποσοστό 50% του κεφαλαίου.

Το ότι αυτή υπήρξε η νομοθετική βούληση προκύπτει και από το γεγονός, ότι ενώ στο σχέδιο της διατάξεως του άρθρου 42 επαναλαμβανόταν η προηγούμενη ρύθμιση σχετικώς με την προαφαίρεση των εξόδων από τις καταβολές, κατά τη συζήτηση σχετικής τροπολογίας στο Κοινοβούλιο (βλ. πρακτικό συνεδριάσεως της Βουλής 4.4.2001), η ρύθμιση αυτή δεν περιλήφθηκε τελικώς στην ψηφισθείσα διάταξη, με τη σκέψη ότι η αφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές και ο μη καταλογισμός στην οφειλή, είναι μέτρο υπέρ των δανειοληπτών και περιορίζει την έκταση της οφειλής(βλ. τις προσκομιζόμενες υπ' αριθμ. 1.431 και 4.11012004 αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού).

Πρέπει να επισημανθεί, ότι η ανωτέρω ρύθμιση κατά τον ανακαθορισμό των χρεών των δανειοληπτών με το μη υπολογισμό των εξόδων των δανείων δεν αντίκειται σε συνταγματικές διατάξεις ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ανακόπτουσα υπ' αριθμ. 1.431 και 4.11012004 αποφάσεις του Δικαστηρίου αυτού).