Α.Π. 52/2012 (Τμ. Β2΄ Πολ.)
Πρόεδρος: ΔΗΜ.ΠΑΤΙΝΙΔΗΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΧΡΙΣΤ. ΚΟΣΜΙΔΗΣ, Αρεοπαγίτης
Η ανάκληση της μεσιτικής εντολής δεν επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα του μεσίτη στην καταβολή της αμοιβής του.
εφόσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίστηκε, ως αποτέλεσμα μεσολάβησης ή υπόδειξης του μεσίτη, η οποία είχε συντελεσθεί πριν από την ανάκληση της εντολής.
Στη διάταξη του άρθρου 703 εδ. α΄ Α.Κ. ορίζεται ότι "Εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή υπόδειξης".
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ουσιώδης προϋπόθεση για τη γέννηση, σε βάρος του μεσιτικού εντολέα, της υποχρέωσης να πληρώσει την αμοιβή, την οποία υποσχέθηκε στο μεσίτη κατά την ανάθεση της εντολής προς μεσολάβηση ή, έστω, υπόδειξη ευκαιρίας για σύναψη της σκοπούμενης σύμβασης, είναι το να επήλθε, πράγματι, η κατάρτιση της σύμβασης αυτής ως συνέπεια "μόνο" της συμβολής του μεσίτη. Ήτοι, είναι απαραίτητη η κατάφαση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αφ΄ ενός της δραστηριότητας του μεσίτη, ως αιτίου και αφ΄ ετέρου της κατάρτισης της σκοπούμενης σύμβασης, ως αποτελέσματος, υπό την έννοια ότι αυτό δεν θα είχε επέλθει, οπωσδήποτε, χωρίς τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη του μεσίτη (Α.Π. 815/2007). Η διαπίστωση των περιστάσεων, υπό τις οποίες, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκδηλώθηκε η μεσιτική δραστηριότητα, που προβάλλεται ως αίτιο και υπό τις οποίες καταρτίσθηκε η σκοπούμενη σύμβαση, που προβάλλεται ως αποτέλεσμα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση αυτή γίνεται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας. Η συναγωγή, όμως, της κρίσεως περί του εάν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, υπό τα πραγματικά γεγονότα που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, υφίστατο ή όχι αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας, ως πρόσφορης αιτίας και της καταρτίσεως της σκοπούμενης σύμβασης, ως επελθόντος αποτελέσματος, είναι ζήτημα νομικό και υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου (Κ.Πολ.Δ. 559 αρ. 1 και 19, Α.Π. 1119/2005).
Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι η υποχρέωση πληρωμής της μεσιτικής αμοιβής βαρύνει κατ΄ αρχήν το πρόσωπο που έδωσε την εντολή για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στο μεσίτη, άσχετα προς το αν η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε επ΄ ονόματι αυτού (του μεσιτικού εντολέα) ή τρίτου προσώπου, υπέρ των συμφερόντων του οποίου αυτός ενήργησε. Εάν η εντολή δόθηκε από περισσότερους, που ενήργησαν από κοινού, για την πληρωμή της μεσιτικής αμοιβής ευθύνονται άπαντες, εν αμφιβολία κατ΄ ίσα μέρη (Α.Κ. 480). Εάν η εντολή δόθηκε από ένα πρόσωπο, που ενήργησε τόσο για τον εαυτό του όσο και ως αντιπρόσωπος άλλου, για την πληρωμή της μεσιτικής αμοιβής ευθύνονται αμφότεροι. Αμοιβή οφείλεται μόνο αν η καταρτισθείσα σύμβαση ταυτίζεται με τη σκοπούμενη. Η απόκλιση, όμως, μεταξύ του, αρχικώς, επιδιωχθέντος και του, τελικώς, επιτευχθέντος τιμήματος δεν αίρει την ταυτότητα αυτή, αφού η διαμόρφωσή του αποτελεί πάντοτε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ουδέποτε μπορεί να είναι εκ των προτέρων βέβαιη.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 703 και 724 Α.Κ. συνάγεται ότι η μεσιτική εντολή δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε. Η ανάκλησή της, όμως, δεν επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα επί της μεσιτικής αμοιβής, εφ΄ όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα μεσολάβησης ή υπόδειξης του μεσίτη, που είχε συντελεσθεί πριν από την ανάκληση.
Στην προκειμένη περίπτωση,[παραλείπεται το κείμενο].