`Αρειος Πάγος (Β2΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 91/2004
Δικαστής: Αρχοντής Ντόβας, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Χρ. Μπαλντάς, Θεόδ. Τζέμος,
Σπυρ. Κολυβάς και Γεώρ. Χλαμπουτάκης
Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας -Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Τραπεζοϋπαλλήλων.
• Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 8, 11 του Ν. 1876/90, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζόμενους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις ορισμένης πόλης, περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε από πρωτοβάθμιες ή δευτοροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, που καλύπτουν εργαζομένους ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή την ειδικότητα ομοειδών ή συναφών επιχειρήσεων του ιδίου κλάδου και από εργοδοτικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο.
• Πότε η συλλογική σύμβαση εργασίας που υπογράφεται μεταξύ της ΟΤΟΕ και κοινού εκπροσώπου αντισυμβαλλομένων τραπεζών συνιστά κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας.
• Στις ρυθμίσεις των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας των τραπεζοϋπαλλήλων υπάγεται το προβλεπόμενο από τον κανονισμό και τον οργανισμό των τραπεζών, προσωπικό τους.
[...] Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 3 παρ. 1, 4, 8 παρ. 1, 2 και 11 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζομένους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις, ορισμένης πόλης, περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε από πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, που καλύπτουν εργαζομένους, ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή την ειδικότητα ομοειδών ή συναφών επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου και από εργοδοτικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο. Ειδικά όμως για τους εργαζομένους στις Τράπεζες σε περίπτωση που δεν υπάρχουν εργοδοτικές οργανώσεις του κλάδου, η ΣΣΕ που υπογράφεται μεταξύ της ΟΤΟΕ και κοινού εκπροσώπου των αντισυμβαλλομένων Τραπεζών, συνιστά κλαδική ΣΣΕ εφόσον οι εκπροσωπούμενες Τράπεζες καλύπτουν το 70% των εργαζομένων στον κλάδο. Οι κλαδικές αυτές ΣΣΕ δεσμεύουν κατ΄ αρχήν μόνο τα μέλη των συμβαλλομένων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά αν κλαδική ΣΣΕ κηρυχθεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα που την είχαν συνάψει, σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζομένους του επαγγέλματος που αυτή φορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της.
Έτσι στις ρυθμίσεις των κλαδικών Σ.Σ.Ε. των Τραπεζοϋπαλλήλων υπάγεται το προβλεπόμενο από τον κανονισμό και τον Οργανισμό των Τραπεζών και κατατασσόμενο σε μισθολογικά κλιμάκια προσωπικό τους (κύριο, βοηθητικό, προσωπικό καθαριότητας). Εξάλλου, ο Οργανισμός της εσωτερικής υπηρεσίας και κανονισμός της Τράπεζας της Ελλάδος, που έχει συμβατική ισχύ (Ολ. ΑΠ. 27/1995), ρυθμίζει τα της προαγωγικής και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της, κάτω υπό προϋποθέσεις που προβλέπονται σ΄ αυτόν. Στα πλαίσια της συμβατικής ισχύος του εν λόγω κανονισμού προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ αυτής, ως εργοδότριας, και εργαζομένου της, που δεν υπάγεται στο προβλεπόμενο από τον Οργανισμό μόνιμο προσωπικό της, ότι η ρύθμιση των αποδοχών του εργαζομένου θα γίνει όχι με βάση τις προαναφερόμενες κλαδικές Σ.Σ.Ε., αλλά με ατομική σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με το άρθρ. 361 ΑΚ. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα εξής:
"Ο ενάγων, είχε προσληφθεί από την εναγόμενη Τράπεζα ως υπάλληλος την 22/10/1971 και εντάχθηκε στον Ταμειακό Κλάδο αυτής (πράκτορας). Με την ιδιότητά του αυτή εργάσθηκε στην εναγόμενη μέχρι τις 28/12/1994 που παραιτήθηκε οικειοθελώς κάνοντας χρήση της υπ΄ αριθμ. 14/15-12-1994 απόφασης του Γενικού Συμβουλίου αυτής, με την οποία παρείχετο στο υπαλληλικό προσωπικό της η δυνατότητα εθελουσίας εξόδου με ευεργετικά για τους υπαλλήλους αποτελέσματα, διαγράφτηκε δε από τη δύναμη του προσωπικού της, την 1/1/1995, είναι ήδη συνταξιούχος, αλλά και εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στο δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Μετά την οικειοθελή αποχώρηση ικανού αριθμού υπαλλήλων της εναγόμενης, παρουσιάστηκαν κενά σε είκοσι Πρακτορεία αυτής, εκτός Αθηνών. Για το λόγο αυτό στις 21/10/1995 διενεργήθηκε διαγωνισμός για την πρόσληψη αποφοίτων Λυκείου. Επειδή οι προσληφθέντες χρειάζονταν τουλάχιστο εξάμηνη εκπαίδευση για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του πράκτορα, το Γενικό Συμβούλιο της εναγόμενης, προς αποφυγή της σημαντικής οικονομικής επιβάρυνσης αυτής μέχρι να εκπαιδευθεί το ανωτέρω προσληφθέν προσωπικό της, εξουσιοδότησε τη διοίκηση να συνάψει συμβάσεις ορισμένης χρονικής διάρκειας μέχρις ενός έτους, με πρώην υπαλλήλους της, που είχαν διατελέσει πράκτορες, και να καθορίσει με πράξεις της την συγκεκριμένη διάρκεια αυτών, το ύψος της αμοιβής και κάθε συναφές θέμα. Ο ενάγων με την από 10/8/1995 αίτησή του είχε ζητήσει να απασχοληθεί εκ νέου στην εναγόμενη. Η τελευταία στα πλαίσια της παραπάνω αποφάσεώς της συνήψε με τον ενάγοντα δύο (2) συμβάσεις συνολικής χρονικής διάρκειας εννέα (9) μηνών, (6 μηνών η πρώτη από 11/6/1996 έως 11/12/1996 και 3 μηνών η δεύτερη από 12/12/1996 έως 11/3/1997), για να εργασθεί ως βοηθός Πράκτορα, στο Πρακτορείο Χαλκίδας. Στις συμβάσεις αυτές, εκτός της χρονικής διάρκειας καθορίστηκε το ύψος των αποδοχών του ενάγοντα στο ποσό των δραχμών 300.000 δραχμών το μήνα και 70.000 δραχμών για οδοιπορικά και το έργο που θα έπρεπε να εκτελέσει. Επίσης συμφωνήθηκε η μη εφαρμογή του κανονισμού της εναγόμενης και ο αποκλεισμός άλλης αμοιβής ή παροχής απ΄ αυτές που χορηγούνται στο μόνιμο Προσωπικό της. Στα σχετικά έντυπα οι ανωτέρω συμβάσεις χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις έργου. Ο ενάγων με βάση τις συμβάσεις αυτές εργάστηκε στην εναγόμενη με την ιδιότητα που προσλήφθηκε μέχρι την 11/3/1997, που είχε ορισθεί ως χρόνος διάρκειας της δεύτερης σύμβασης, μετά την πάροδο του οποίου η εναγόμενη έπαψε να τον απασχολεί. Ο ενάγων θεωρώντας ότι με βάση τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην εναγόμενη, οι συμβάσεις με τις οποίες προσλήφθηκε ήταν όχι "συμβάσεις έργου" αλλά συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας και μάλιστα ότι επρόκειτο για μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, την οποία η εργοδότριά του κατήγγειλε ατύπως και χωρίς καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, ζήτησε με την από 8/2/1998 αγωγή του, που άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, να αναγνωρισθεί άκυρη η καταγγελία της συμβάσεως Εργασίας του και ότι η εναγόμενη του οφείλει - μισθούς υπερημερίας - για το από 12/3/1997 έως 11/9/1998 χρονικό διάστημα. Επί της αγωγής εκείνης εκδόθηκε, μετά από άσκηση εφέσεων κατά της υπ΄ αριθμ. 283/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η υπ΄ αριθμ. 9903/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε τελεσιδίκως η παραπάνω αγωγή του ενάγοντος επειδή κρίθηκε ότι οι συνδέουσες τον ενάγοντα και την εναγόμενη σχέση ήταν συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες έληξαν με την πάροδο του ορισθέντος χρόνου διαρκείας τους. Η κρίση αυτή του πιο πάνω δικαστηρίου αποτελεί δεδικασμένο, κατά την έννοια των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ όσον αφορά την συνδέουσα τους διαδίκους σχέση εργασίας. Αποδείχτηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων κατά την κατάρτιση, μετά την συνταξιοδότησή του, των από 11/6/1996 και 12/12/1996 συμβάσεων εργασίας, δεν προσελήφθη στο κατά τον Κανονισμό και Οργανισμό της Τράπεζας μονίμως διορισμένο προσωπικό της, ώστε να τύχουν εφαρμογή επί των αποδοχών του οι οικείες Σ.Σ.Ε. των Τραπεζοϋπαλλήλων που αυτός επικαλείται. `Αλλωστε, τον αποκλεισμό των Σ.Σ.Ε. ρητά όρισαν οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν από τη Διοίκηση, εντός των ορίων που την εξουσιοδότησε το Γενικό Συμβούλιο, ο δε ενάγων απεδέχθη τους όρους αυτούς (άρθρο 361 ΑΚ). Σε κάθε όμως περίπτωση ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος ήταν ανώτερος του προβλεπομένου, από την από 19/5/1997 Σ.Σ.Ε. για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Τραπεζοϋπαλλήλων όλης της χώρας, με την οποία ο μηνιαίος μισθός του πρώτου διοριζομένου υπαλλήλου ανέρχονταν σε 158.700 δραχμές, πλέον του επιδόματος γάμου και τέκνων, αφού κατά την κατάρτιση των παραπάνω συμβάσεων δεν λήφθηκε υπ΄ όψη η προϋπηρεσία του ενάγοντος ούτε η κατοχή υπ΄ αυτού πανεπιστημιακών τίτλων. Με βάση τα ανωτέρω, ο ενάγων δεν δικαιούται να επικαλείται τα προσόντα που είχε κατά τη λήξη της αρχικής σύμβασης εργασίας του την 31/12/1994, ως μόνιμος υπάλληλος της εναγόμενης και με βάση τις αποδοχές του μισθολογικού κλιμακίου, που είχε τότε, να ζητεί την επιδίκαση των διαφορών αποδοχών, και την παρεπόμενη απαίτησή του για τόκους των διαφορών αυτών, αφού αυτά δεν ελήφθησαν υπ΄ όψη, κατά την κατάρτιση των επίδικων δύο (2) συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, από τους διαδίκους". Με βάση αυτά το Εφετείο δεχθέν ότι ο αναιρεσείων - ενάγων δεν προσελήφθη από την αναιρεσίβλητη Τράπεζα στο προβλεπόμενο από τον κανονισμό προσωπικό της έκρινε ότι δεν έχουν εφαρμογή ως προς τη μισθολογική του κατάσταση οι από 24/4/1996 και 13/5/1997 Σ.Σ.Ε. των Τραπεζών ΟΤΟΕ 1996 και 1997 οι οποίες εφαρμόζονται επί των υπαγομένων σ΄ αυτές εν ενεργεία Τραπεζοϋπαλλήλων, ιδιότητα την οποία δεν είχε ο αναιρεσείων - ενάγων, ως συνταξιούχος τραπεζικός. Ετσι που έκρινε το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση του αναιρεσείοντα κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του, με αντικείμενο την επιδίκαση των αναφερόμενων μισθολογικών διαφορών, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 680, 361 ΑΚ και των παραπάνω ΣΣΕ, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, που να μη καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, οι αντίθετοι από το άρθρ. 559 αριθ. 1 και 19, πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και πέμπτος, λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της παραβίασης των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου και της ελλείψεως νομίμου βάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επίσης ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του), με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη του πράγματα μη προταθέντα και δη ότι η ατομική σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντα - ενάγοντα ήταν ευνοϊκότερη των ως άνω Σ.Σ.Ε. είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού όπως προεκτέθηκε, ο ενάγων δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις των Σ.Σ.Ε. των Τραπεζοϋπαλλήλων.
Επειδή κατά το άρθρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το Δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη βάση της αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Η από τον ενάγοντα το πρώτον κατά την παρούσα έκκλητη δίκη με την έφεσή του επιχειρούμενη θεμελίωση της αγωγής και στις διατάξεις των άρθρ. 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος είναι απαράδεκτη κατ΄ άρθρ. 525 ΚΠολΔ και πρέπει ν΄ απορριφθεί ως τέτοια και αυτεπαγγέλτως". Από δε την ένδικη αγωγή, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο `Αρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι δεν περιέχεται σ΄ αυτή βάση, ερειδόμενη στις διατάξεις της ίσης μεταχείρησης και συνεπώς το Εφετείο που δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων (εκκαλών - ενάγων) εισήγαγε προς κρίση ενώπιον του απαραδέκτως νέα βάση της αγωγής του, μη περιεχόμενη στο εισαγωγικό δικόγραφο, δεν παραβίασε την ως άνω διάταξη και ο αντίθετος τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατ΄ ορθή επίκληση, από το άρθρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή ο αναιρεσείων με τις προτάσεις της παρούσης συζητήσεως αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρ. 559, αριθ. 1 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα παραβίαση των διατάξεων των άρθρ. 1, παρ. 4 και 5 του Ν. 1346/1983, 3, παρ. 16 του Ν. 4504/1966 σε σχέση με την μη επιδίκαση σ΄ αυτόν της αναλογίας των αποδοχών αδείας, του επιδόματος αδείας και των δώρων εορτών, κατά το διάστημα της εννεάμηνης διάρκειας της συμβάσεως εργασίας του με την αναιρεσίβλητη - Τράπεζα. Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως, μη προβαλλόμενος κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο (με το αναιρετήριο ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων), αλλά με τις προτάσεις, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.