ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ
ΕΚΔΟΣΗ Θ΄
ΑΘΗΝΑ
2000
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
To Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται, ως Παράρτημα IV, στο Πρωτόκολλο, του οποίου οι όροι ενεκρίθησαν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, «Περί εγκρίσεως της εκδόσεως δανείου Λιρών Στερλινών 9.000.000», και το οποίο υπεγράφη από την Ελληνική Κυβέρνηση στη Γενεύη την 15 Σεπτεμβρίου 1927. To Πρωτόκολλο εκυρώθη με το από 10 Νοεμβρίου 1927 Νομοθετικό Διάταγμα, το οποίο επυκυρώθη με τον Νόμο 3423/7.12.1927. Σε εκτέλεση του Πρωτοκόλλου, επηκολούθησε, την 27 Οκτωβρίου 1927, η υπογραφή στην Αθήνα της μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος συμβάσεως «Περί παραιτήσεως της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος από τον προνομίον εκδόσεως τραπεζικών γραμματίων και περί συστάσεως νέας τραπέζης από την επωνυμίαν «Τράπεζα της Ελλάδος». Η εν λόγω σύμβαση, καθώς και το προσαρχώμενο σ΄ αυτήν Καταστατικό, δια των οποίων ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος, εκυρώθησαν με άλλο, ομοίως από 10 Νοεμβρίον 1927, Νομοθετικό Διάταγμα, το οποίο επεκυρώθη με τον Νόμο 3424/7.12.1927 (ΦΕΚ Α΄ 298).
Στο άρθρο 1 παράγραφος β΄ του ως άνω Νομοθετικού Διατάγματος ορίζεται ότι οι διατάξεις του Καταστατικού έχουν ισχύ διατάξεων Νόμου και, μάλιστα, ας προστεθεί, Νόμον αυξημένης τυπικής ισχύος, δοθέντος ότι το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί πάντοτε μέρος διεθνούς συμβάσεως επικυρωμένης διά Νόμον (βλ. άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Εξ άλλου, σύμφωνα με ρητή διάταξη του Καταστατικού (άρθρο 7), τούτο τροποποιείται «δι΄ αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων, κυρουμένης διά νόμον».
Έκτοτε το Καταστατικό υπέστη κατά καιρούς πολλές, μάλλον ελάσσονες, τροποποιήσεις, οι οποίες πάντως καθιστούσαν αναγκαία την κατά καιρούς επανέκδοσή του, με βάση την αρχική κωδικοποίηση του Προεδρικού Διατάγματος της 21/22.8.1931 «Περί Κώδικος των αφορωσών την Τράπεζαν της Ελλάδος διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄287), στο οποίο προσετίθεντο οι επιφερόμενες μεταβολές, ούτως ώστε οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Καταστατικού να εμφανίζονται «κωδικοποιημένες» σε ενιαίο κείμενο.
Ουσιώδεις τροποποιήσεις του Καταστατικού απεφασίσθησαν από την Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας της 22.12.1997 και εκυρώθησαν με το Νόμο 2609/1998 (ΦΕΚ Α΄ 101), κατά συμμόρφωση προς τις διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Νόμος 2077/1992, ΦΕΚΑ΄ 136) και τον, εξαγγελτικό των αναγκαίων μεταβολών, Νόμο 2548/1997, «Ρυθμίσεις για την Τράπεζα της Ελλάδος» (ΦΕΚΑ΄ 259).* Οι μεταβολές, οι οποίες αφορούν ιδίως τον καθορισμό του πρωταρχικού σκοπού και των κυρίων αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τη θέσπιση της ανεξαρτησίας της και τον προσδιορισμό των σχέσεών της με τη Βουλή και την Κυβέρνηση, καθώς και την ίδρυση Συμβουλίον Νομισματικής Πολιτικής, περιελήφθησαν ήδη στην προηγούμενη Η΄ Έκδοση (1998).
Την εν λόγω Έκδοση έχει ως βάση η παρούσα θ΄ Έκδοση η οποία, επιπλέον, περιέχει τις τροποποιήσεις του Καταστατικού που ετέθησαν σε ισχύ μέχρι τέλους του έτους 2000. Με την τελευταία -και σημαντικότερη- από τις τροποποιήσεις αυτές, η οποία απεφασίσθη από την Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας της 25.4.2000, και εκυρώθη με το άρθρο 18 του Νόμου 2832/2000 (ΦΕΚ Α΄ 141), επεδιώχθη η περαιτέρω εναρμόνιση του Καταστατικού προς τις διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εν όψει της εντάξεως της Ελλάδας στο τρίτο στάδιο της ONE. Θεμελιώδους σημασίας είναι η πρόβλεψη του ισχύοντος Καταστατικού όχι, από της υποκαταστάσεως του Ευρώ στο εθνικό νόμισμα, η Τράπεζα της Ελλάδος λειτουργεί, τόσο κατά την επιδίωξη του πρωταρχικού της σκοπού, όσο και κατά την άσκηση βασικών της αρμοδιοτήτων, ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ενεργώντας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
*Με τo άρθρο 19 του Νόμου 2832/2000 (ΦΕΚ Α΄ 141) κατηργήθη το σύνολο σχεδόν των διατάξεων του Νόμου 2548/1997, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση από την παράλληλη ισχύ τους προς τις διατάξεις του Καταστατικού, στο οποίο ήδη έχουν ενσωματωθεί.
TMHMA I
ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρον 1
Συνιστάται δια του παρόντος Ανώνυμος Εταιρεία, υπό την επωνυμίαν «Τράπεζα της Ελλάδος», εδρεύουσα εν Αθήναις και διεπομένη υπό του παρόντος Καταστατικού.
Η διάρκεια της Τραπέζης ορίζεται μέχρι της 31 Δεκεμβρίου 2020,1 δυναμένη να παραταθή δι΄ αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων, εγκρινομένης δια Διατάγματος.
Αρθρον 22
Οι κύριες αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής:
α) Χαράσσει και ασκεί τη νομισματική πολιτική. Στην έννοια της νομισματικής πολιτικής περιλαμβάνεται και η πιστωτική πολιτική.
β) Ασκεί την πολιτική της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι των άλλων νομισμάτων, σύμφωνα με το πλαίσιο της συναλλαγματικής πολιτικής που προκρίνει η Κυβέρνηση ύστερα από διαβουλεύσεις με την Τράπεζα της Ελλάδος.
γ) Κατέχει και διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας, στα οποία περιλαμβάνονται τα σε συνάλλαγμα και χρυσό διαθέσιμα της Τράπεζας της Ελλάδος και του Δημοσίου, και ενεργεί πράξεις σε συνάλλαγμα.
δ) Ασκεί την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων επιχειρήσεων και οργανισμών που χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του παρόντος.
ε) Προωθεί και επιβλέπει την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, καθώς και συστημάτων διαπραγμάτευσης, διακανονισμού και εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών επί τίτλων και λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 55 αριθμός 5 του παρόντος.1
1. Όπως τροποποιήθηκε με την από 29.4.1991 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 2010/1992 (ΦΕΚ A 20/14.2.1992). Είχε προηγηθεί παράταση της διάρκειας της Τράπεζας, μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 2000, με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 413/1970 (ΦΕΚ A 16)
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
στ) Έχει το αποκλειστικό προνόμιο της εκδόσεως τραπεζικών γραμματίων, τα οποία κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα σε όλη την επικράτεια.
ζ) Ενεργεί ως ταμίας και εντολοδόχος του Δημοσίου, σύμφωνα με τα άρθρα 45 επ. του παρόντος.
Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και την εκπλήρωση των κατά το άρθρο 5 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθηκόντων της, η Τράπεζα της Ελλάδος συλλέγει τις απαραίτητες πληροφορίες και στοιχεία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 55Γ του παρόντος.2
Από της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα της χώρας, η Τράπεζα παύει να ασκεί αυτοτελώς τις αρμοδιότητες των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και τις εμπίπτουσες στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών αρμοδιότητες της περίπτωσης ε΄, αλλά συμβάλλει, ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, στην άσκηση των καθηκόντων του Συστήματος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού του, και ενεργεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά τα άρθρα 105 παράγραφοι 2 και 3 και 111 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καθώς και τα άρθρα 3, 12, 14 παράγραφος 3, 30 και 31 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Από την ίδια ημερομηνία η Τράπεζα εκδίδει τραπεζογραμμάτια που κυκλοφορούν ως νόμιμο χρήμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του άρθρου 16 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.3
Η Τράπεζα της Ελλάδος μετέχει σε διεθνείς νομισματικούς και οικονομικούς οργανισμούς, επιφυλασσομένης της εγκρίσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.4
Αρθρον 35
1. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
4. Όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετοχών της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
5. Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 2008/1992 (ΦΕΚ A 16/11.2.1992). To άρθρο 3 είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 2 του Ν. 1126/1949 (ΦΕΚ A 240) και στη συνέχεια, πρώτα μεν με την από 29.4.1960 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος βάσει της έγκρισης που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 2 του Ν. 4034/1960 (ΦΕΚ A 14), ύστερα δε με το άρθρο 2 του Ν. 1261/1982 (ΦΕΚ A 72).
To Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση σ΄ όλη τη διάρκεια του προνομίου, που παρέχεται στην Τράπεζα να μην εκδίδει ούτε επανεκδίδει άλλα νομίσματα οποιασδήποτε φύσεως εκτός από κέρματα κυκλοφορίας, που η ονομαστική τους αξία να μην είναι ανώτερη των χιλίων δραχμών και αυτά μόνο μέσω της Τράπεζας και με αίτηση αυτής ή σύμφωνα με το νόμο.1, 2
Όλες οι αναγκαίες δαπάνες για την έκδοση και κυκλοφορία των μεταλλικών κερμάτων μέχρι χιλίων δραχμών βαρύνουν τον Προϋπολογισμό Εξόδων του Υπουργείου Οικονομικών, στον οποίο αναγράφονται οι σχετικές πιστώσεις.3
Κάθε λεπτομέρεια, που αφορά την έκδοση και κυκλοφορία των κερμάτων τούτων ρυθμίζεται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών.
Από της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα η ποσότητα των εκδιδόμενων κερμάτων τελεί υπό την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η δε ονομαστική αξία και οι τεχνικές προδιαγραφές των κερμάτων σε ευρώ καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.4
Αρθρον 45
Πρωταρχικός σκοπός της Τράπεζας της Ελλάδος είναι η διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών. Με την επιφύλαξη του πρωταρχικού σκοπού η Τράπεζα στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης.
Από της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα της χώρας, η Τράπεζα της Ελλάδος επιδιώκει τον πρωταρχικό σκοπό της διατηρήσεως της σταθερότητας των τιμών, ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και κατά τους όρους του άρθρου 105 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.6
1. Βλ. και παρ.1 του άρθρου 1 της από 14.8.1980 σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1261/1982, κατά την οποία: «Η Τράπεζα της Ελλάδος, μη παραιτουμένη του εκ των άρθρων 3 και 56 εδαφ. 1 του Καταστατικού αυτής απορρέοντος δικαιώματος όπως εκδίδη τραπεζικά γραμμάτια αξίας ανακέρας των είκοσι δραχμών, αναγνωρίζει δικαίωμα εις το Δημόσιον όπως εκδίδη μεταλλικά κέρματα ονομαστικής αξίας πεντήκοντα δραχμών, άτινα θα κυκλοφορούν παραλλήλως με τα υπ΄ αυτής εκδιδόμενα ίσης αξίας τραπεζικά γραμμάτια».
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
4. Όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
5. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
6. Με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000) ορίστηκε ότι «Όπου σε διατάξεις του Καταστατικού αναφέρονται οι όροι αφ΄ενός «υιοθέτηση του ευρώ ως του εθνικού νομίσματος» ή «υιοθέτηση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος» και αφ΄ ετέρου «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» αντικαθίστανται αντιστοίχως, από τότε που ίσχυσαν οι διατάξεις αυτές, με τους όρους «υποκατάσταση του ευρώ στο εθνικό νόμισμα» και «Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας»». Στο παρόν κείμενο του Καταστατικού ακολουθείται εφεξής η νέα διατύπωση.
Αρθρον 51
Αρθρον 5 Α2
Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, η Τράπεζα της Ελλάδος και τα μέλη των οργάνων της δε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από την Κυβέρνηση ή οργανισμούς. Η Κυβέρνηση και οι λοιποί φορείς πολιτικής εξουσίας δεν επιδιώκουν να επηρεάζουν τα όργανα της Τράπεζας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Αρθρον 5Β3
Η Τράπεζα της Ελλάδος υποβάλλει κάθε έτος έκθεση για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στη Βουλή των Ελλήνων και στο Υπουργικό Συμβούλιο. Κατά τη διάρκεια του έτους η Τράπεζα υποβάλλει συμπληρωματική έκθεση για τις νομισματικές εξελίξεις και τη νομισματική πολιτική. Από της ιδρύσεως του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για υποβολή εκθέσεων κατά τα άρθρα 109 Β παράγραφος 3 της Συνθήκης και 15 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καλούμενος εμφανίζεται ενώπιον αρμόδιας επιτροπής της Βουλής προκειμένου να ενημερώσει επι θεμάτων αρμοδιότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Για τον ίδιο λόγο ο Διοικητής μπορεί να ζητεί από τον Πρόεδρο της Βουλής να κληθεί για να εμφανισθεί ενώπιον της επιτροπής.
Με την επιφύλαξη του προηγούμενου άρθρου, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καλείται και μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή αρμόδιων επιτροπών του Υπουργικού Συμβουλίου, όταν συζητούνται θέματα που σχετίζονται με τους σκοπούς και τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος.
Για κάθε σχέδιο νόμου που αφορά τις αρμοδιότητες του άρθρου 2 ζητείται η γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διατυπώνει προτάσεις προς την Κυβέρνηση επι θεμάτων της αρμοδιότητάς της.
Αρθρον 64
To Κεντρικόν Κατάστημα της Τραπέζης θα ευρίσκεται εν Αθήναις.
Η Τράπεζα δικαιούται να ιδρύη Υποκαταστήματα ή Πρακτορεία ή να διορίζη πράκτορας οπουδήποτε της Ελλάδος, δύναται δε να ιδρύη Πρακτορεία ή να διορίζη πράκτορας εν τη αλλοδαπή.
1. Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2, 3 Προστέθηκαν με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
4. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
Αρθρον 7
To παρόν Καταστατικόν δύναται να τροποποιηθή δι΄ αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων, κυρουμένης δια νόμου.
ΤΜΗΜ A II
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑΙ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ
Αρθρον 8
To μετοχικόν κεφάλαιον της Τραπέζης, ορισθέν κατά την ίδρυσιν αυτής εις 400.000.000 δραχμών, διηρέθη εις 80.000 μετοχάς, (αξίας 5.000 δραχμών εκάστη), κατεβλήθη δε εξ ολοκλήρου υπό της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, αναλαβούσης ολόκληρον το μετοχικόν κεφάλαιον κατά τους όρους του άρθρου 2 της μεταξύ του Δημοσίου και της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος συμβάσεως, ης παράρτημα αποτελεί το παρόν Καταστατικόν. To μετοχικόν τούτο κεφάλαιον της Τραπέζης της Ελλάδος, κατ΄ αναπροσαρμογήν, συμφώνως προς το Διάταγμα της 14/27 Νοεμβρίου 1956 "περι αναπροσαρμογής των ισολογισμών των Ανωνύμων Εταιρειών", από της 1ης Ιανουαρίου 1957 ορίζεται εις 168.000.000 δραχμάς, διαιρούμενον εις 80.000 μεχοχάς.1
[To μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας ανέρχεται ήδη, μετά τις αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της 17.1.2000 που εγκρίθηκαν με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 8 της 4.2.2000 (Φ.Ε.Κ. A 17/7.2.2000) και την απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της 26.4.2002 (Συν.5) που εγκρίθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 32 της 23.5.2002 (Φ.Ε.Κ. A 116/30.5.2002), στο ποσό των ευρώ 66.746.019,20, διαιρούμενο σε 11.918.932 μετοχές ονομαστικής αξίας ευρώ 5,60 η καθεμιά2]
Αι μετοχαί της Τραπέζης είναι ονομαστικαί. Η μεταβίβασις των μετοχών γίνεται δι΄ εγγραφής εις ειδικόν βιβλίον, εκδιδομένου καθ΄ εκάστην μεταβίβασιν ιδίου τίτλου. Η εγγραφή υπογράφεται υπό του μεταβιβάζοντος μετόχου, ή του πληρεξουσίου αυτού και του Διοικητού της Τραπέζης.3
1. Όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την από 11.4.1955 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247).
2. Βλ. προηγούμενες διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.Δ. 413/1970 (ΦΕΚ A 16), το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 889/1971 (ΦΕΚ 1001) και την από 23.3.1977 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που εγκρίθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 60 της 13.4.1977 (ΦΕΚ A104). Αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου έγιναν περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17 και 18 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ A 43) και την από 8.12.1982 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που εγκρίθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 151 της 29.12.1982 (ΦΕΚ A 153) σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 1839/89 (ΦΕΚ A 90) και την από 21.9.1988 (Συν. 13) απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που εγκρίθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 120 της 18.11.1988 (ΦΕΚ A 263/18.11.88), και σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 (παρ. 3) του Ν. 2065/92 και τις από 10.10.94 (Συν. 10) και 10.4.98 (Συν. 4) αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που εγκρίθηκαν με τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 456 της 28.11.1994 (ΦΕΚ A 199/29.11.1994) και 23 της 3.6.1998 (ΦΕΚ A 177/3.6.1998) αντίστοιχα..
3. Βλ. άρθρο 5 του Ν.Δ. 244/1973 (ΦΕΚ A 328) με το οποίο ερμηνεύτηκε αυθεντικά η διάταξη του άρθρου 8 β του Β.Δ. 174/1963 (ΦΕΚ A 37): "Η αληθής έννοια του άρθρου 8 β του Β.Δ. 174/63 «περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Ν. 2190/20 εις ενιαίον κείμενον κλπ.», είναι ότι ο υπ΄ αυτού θεσπιζόμενος τρόπος μεταβιβάσεως των ονομαστικών μετοχών δεν ισχύει επί των μετοχών της Τραπέζης της Ελλάδος, η μεταβίβασις των οποίων διέπεται υπό των διατάξεων του Καταστατικού αυτής, κυρωθέντος υπό του Ν. 3424/1927».
Πας μέτοχος οπουδήποτε και αν κατοική, ως προς τας σχέσεις του ως μετόχου μετά της Τραπέζης, έχει νόμιμον κατοικίαν τας Αθήνας και υπόκειται εις τους Ελληνικούς νόμους και εις την αρμοδιότητα των εν Αθήναις Δικαστηρίων. Η κυριότης του τίτλου της μετοχής επάγεται αυτοδικαίως την αποδοχήν των διατάξεων του Καταστατικού της Τραπέζης και των κατά τους όρους αυτού λαμβανομένων αποφάσεων των οργάνων της Τραπέζης. Ο μέτοχος της Τραπέζης ευθύνεται μόνον μέχρι του ονομαστικού κεφαλαίου της μετοχής, έχει δε εν τη Τραπέζη τα ρηχώς υπό του παρόντος Καταστατικού παρεχόμενα αυτώ δικαιώματα. Απαγορεύεται ιδίως εις τους μετόχους, ως και εις τους δανειστάς αυτών, να ζητώσι την σφράγισιν ή κατάσχεσιν των βιβλίων ή περιουσιακών στοιχείων της Τραπέζης.
To Δημόσιον και αι Δημόσιαι Επιχειρήσεις δεν δύνανται να κατέχωσιν αμέσως ή εμμέσως μετοχάς της Τραπέζης κατά ποσόν υπερβαίνον εν συνόλω τα τριανταπέντε εκατοστά του εκδεδομένου ονομαστικού κεφαλαιου.1
Επι των μετοχών της Τράπεζας εφαρμόζονται οι διατάξεις περι άυλων, ονομαστικών μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, όπως εκάστοτε ισχύουν. Οι εγγραφές στο σύστημα αποϋλοποίησης έχουν τη δύναμη καταχώρισης στο ειδικό βιβλίο της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Κατά τα λοιπά ισχύει το άρθρο 72 του Καταστατικού.2
Αρθρον 9
To κεφάλαιον της Τραπέζης δύναται να αυξηθή δι΄ αποφάσεως του Γενικού Συμβουλίου εγκρίσει της Κυβερνήσεως. Η αύξησις καταβάλλεται εξ ολοκλήρου, η δε τιμή και ο τρόπος της εκδόσεως των νέων μετοχών ορίζεται παρά του Γενικού Συμβουλίου εγκρίσει της Κυβερνήσεως. Κατά τον αυτόν τρόπον αποφασίζεται διάσπαση των μετοχών σε περισσότερα τμήματα και ορίζεται η ονομαστική αξία εκάστου, ώστε το κάθε τμήμα να αποτελεί αυτοτελή μετοχή.3΄4
Αρθρον 10
To τακτικόν αποθεματικόν (ως και το έκτακτον αποθεματικόν, εφ΄ όσον υπάρχει τοιούτον) σχηματίζεται εκ των ετησίων καθαρών κερδών, ως προβλέπεται εν άρθρω 71. Καταβολαί εις το τακτικόν αποθεματικόν δύνανται να ανασταλώσιν, εφ΄ όσον τούτο ανέλθη ή υπερβή το καταβεβλημένον κεφάλαιον της Τραπέζης.
1. Όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την από 7.10.1999 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2778/1999 (ΦΕΚ A 295/30.12.1999).
2. Όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την από 29.4.1999 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2733/1999 (ΦΕΚ A 155/30.7.1999).
3. To τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με την από 7.10.1999 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2778/30.12.1999 (ΦΕΚ A 295/30.12.1999).
4. Με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της 17.1.2000, που εγκρίθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 8 της 4.2.2000 (Φ.Ε.Κ. A 17/7.2.2000), εγκρίθηκε η διάσπαση της μετοχής της Τράπεζας της Ελλάδος σε δύο νέες μετοχές για καθεμία παλαιά μετοχή. (βλ άρθρο 8 του Καταστατικού της Τράπεζας).
ΤΜΗΜΑ III
ΓΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ
Αρθρον 11
Η Γενική Συνέλευση των Μετόχων, καταρτιζομένη συμφώνως τω παρόντι Καταστατικώ, είναι το ανώτατον όργανον της Τραπέζης και εκπροσωπεί το σύνολον των μετόχων. Αι αποφάσεις αυτής υποχρεούσι πάντας και αυτούς τους απόντας, ανικάνους ή διαφωνούντας μετόχους.
Αρθρον 12
Αι Γενικαί Συνελεύσεις συνέρχονται ως έπεται:
α΄) Η τακτική Γενική Συνέλευσις συνέρχεται άπαξ του έτους, ουχί βραδύτερον του μηνός Απριλίου.
β΄) Έκτακτοι Γενικαί Συνελεύσεις συνέρχονται οσάκις παρίσταται ανάγκη.
Αι τακτικαί και έκτακτοι Γενικαί Συνελεύσεις συγκαλούνται υπό του Γενικού Συμβουλίου. Τη εγγράφω αιτήσει μετόχων, δεόντως νομιμοποιουμένων και εκπροσωπούντων τουλάχιστον το εν τέταρτον του μετοχικού κεφαλαίου, το Συμβούλιον υποχρεούται ινα συγκαλή έκτακτον Γενικήν Συνέλευσιν, συνερχομένην εντός τριάκοντα ημερών από της λήψεως της τοιαύτης αιτήσεως. Πάσα τοιαύτη αίτησις θα περιέχη τα θέματα τα υποβληθησόμενα εις την Συνέλευσιν και θα συνοδεύηται υπό αιτιολογικής εκθέσεως.
Η πρόσκλησις Γενικής Συνελεύσεως, ορίζουσα τον τόπον, την ημέραν και την ώραν και την ημερήσιαν διάταξιν, τοιχοκολλάται εν εμφανεί θέσει του Καταστήματος της Τραπέζης και δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εις ας εφημερίδας ήθελεν αποφασίσει το Γενικόν Συμβούλιον. Η πρόσκλησις γίνεται είκοσι μιαν τουλάχιστον ημέρας προ πάσης Γενικής Συνελεύσεως.
Προκειμένου περι της τακτικής Γενικής Συνελεύσεως αντίγραφα της ετήσιας εκθέσεως θα ευρίσκωνται εις την διάθεσιν των μετόχων εις πάντα τα Καταστήματα της Τραπέζης.
Προτάσεις περι τροποποιήσεως του Καταστατικού, εξαιρουμένης της αυξήσεως του κεφαλαίου περι ης προβλέπει το άρθρον 9, δύνανται να συζητώνται και εις έκτακτον Γενικήν Συνέλευσιν, συνερχομένην προς τον σκοπόν τούτον. Αι επι τοιούτων προτάσεων αποφάσεις υποβάλλονται εις τας Βουλάς δια της Κυβερνήσεως προς κύρωσιν.1
1. Η τελευταία αυτή παράγραφος έχει προστεθεί με την παράγραφο α του άρθρου μόνου του Ν. 5534/1932 (ΦΕΚ A192).
Αρθρον 131
Εις τας Γενικάς Συνελεύσεις της Τραπέζης, δικαιούται να συμμετάσχη και να ψηφίση ο κύριος τουλάχιστον είκοσι πέντε μετοχών, εγγεγραμμένος ως τοιούτος, εις το ειδικόν βιβλίον της Τραπέζης, τρεις μήνας προ της Γενικής Συνελεύσεως. Ανά είκοσι πέντε μετοχαί παρέχουν εις τον κύριον αυτών το δικαίωμα μιας ψήφου. Μέτοχοι έχοντες ολιγωτέρας των είκοσι πέντε μετοχών δύνανται να διορίσουν κοινόν αντιπρόσωπον μέτοχον, δυνάμενον να παρασχή εις την Γενικήν Συνέλευσιν, εφ΄ όσον συγκεντρώνει την αντιπροσωπείαν τουλάχιστον είκοσι πέντε μετοχών. Σε περίπτωση διασπάσεως των μετοχών κατά το άρθρο 9, εδάφιον 3, ο απαιτούμενος ως άνω ελάχιστος αριθμός μετοχών για την παροχή δικαιώματος συμμετοχής ή παραστάσεως και ψήφου στη Γενική Συνέλευση, δύναται να αναπροσαρμόζεται εκάστοτε αναλόγως με την απόφαση του Γενικού Συμβουλίου.2
Αρθρον 14
Δεν δικαιούνται να ασκήσωσι τα δικαιώματα μετόχων εν Γενικαίς Συνελεύσεσιν ούτε αυτοπροσώπως, ούτε δι΄ αντιπροσώπου οι εξής:
α΄) Οι μη έχοντες την ελληνικήν υπηκοότητα.
β΄) Οι πτωχεύσαντες κατά την περίοδον του περιορισμού των δικαιωμάτων των.
γ΄) Πρόσωπα μη εκπληρώσαντα τας προς την Τράπεζαν υποχρεώσεις των, ή ων γραμμάτια ευρισκόμενα εις χείρας της Τραπέζης διεμαρτυρήθησαν και παραμένουσιν απλήρωτα.
δ΄) Πρόσωπα ων τα αστικά ή πολιτικά δικαιώματα εμειώθησαν ή αφηρέθησαν κατ΄ ακολουθίαν καταδίκης δι΄εγκληματικήν πράξιν, εφ΄ όσον χρόνον η τοιαύτη μείωσις ή αφαίρεσις παραμένει εν ισχύι.
Αρθρον 15
Υπάλληλος της Τραπέζης δεν δύναται να παρίσταται εις Γενικήν Συνέλευσιν υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου μετόχων, παρά μόνον ως αντιπρόσωπος συγγενών του μέχρι τετάρτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου, ή ως νομίμως διωρισμένος κηδεμών ή διαχειριστής.
Αρθρον 163
Πας μέτοχος, έχων δικαίωμα παραστάσεως εις την Γενικήν Συνέλευσιν και ψήφου, δικαιούται να ασκή αυτό δια πληρεξουσίου, ισχυόντων των περιορισμών του άρθρου 13.
1. Όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 244/1973 (ΦΕΚ A 328).
2. To τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με την από 7.10.1999 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2778/1999 (ΦΕΚ A 295/30.12.1999).
3. Όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 4 του Ν.Δ. 244/1973.
Αρθρον 17
To Διοικητικόν Συμβούλιον1 αποφασίζει περι του τρόπου της μεταβιβάσεως του δικαιώματος ψήφου, τα δε σχετικά πληρεξούσια κατατίθενται παρά τη Γραμματεία, επτά τουλάχιστον ημέρας προ της Συνελεύσεως.
Αρθρον 18
Ο Πρόεδρος των Γενικών Συνελεύσεων εκλέγεται υπό της Συνελεύσεως.2 Εν περιπτώσει ισοψηφίας νικά η ψήφος του Προέδρου.
Αρθρον 19
Η ετήσια Γενική Συνέλευσις είναι μόνη αρμόδια να αποφασίζη επι των ακολούθων θεμάτων:
α΄) Εγκρίσεως της ετήσιας εκθέσεως.
β΄) Εγκρίσεως του Ισολογισμού κατόπιν εκθέσεως των Ελεγκτών.
γ΄) Καταβολών εις αποθεματικά και άλλα ειδικά κεφάλαια, προσδιορισμού του μερίσματος και εν γένει διαθέσεως των καθαρών κερδών.
δ΄) Εκλογής ή ανακλήσεως των μελών του Γενικού Συμβουλίου και των Ελεγκτών και καθορισμού της αμοιβής και των οδοιπορικών αυτών εξόδων.
ε΄) Απαλλαγής του Γενικού Συμβουλίου και των Ελεγκτών από πάσης προσωπικής ευθύνης. Η επι τω σκοπώ τούτω ψηφοφορία είναι φανερά και γίνεται δι΄ ονομαστικής κλήσεως.
στ΄) Προτάσεων περι τροποποιήσεως του παρόντος Καταστατικού υποβλητέων εις την Βουλήν δια της Κυβερνήσεως, εξαιρουμένης της αυξήσεως του κεφαλαίου (άρθρον 9).
ζ΄) Προτάσεων επι παντός άλλου θέματος υποβαλλομένων εις την Συνέλευσιν υπό του Γενικού Συμβουλίου.3
Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού τούτου η Γενική Συνέλευσις αποφασίζει περι του τρόπου της διεξαγωγής των εργασιών της.
1. Προφανώς εννοείται το Γενικό Συμβούλιο.
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 6 του Ν.Δ. 244/1973.
ΤΜΗΜΑ IV
ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ
1. ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ
Αρθρον 201
Η γενική διαχείρισις των υποθέσεων της Τραπέζης ανατίθεται εις το Γενικόν Συμβούλιον υπεύθυνον προς την Γενικήν Συνέλευσιν. To Συμβούλιον δικαιούται να λαμβάνη πάσαν απόφασιν και να ασκή πάσαν εξουσίαν, εντός των ορίων του Καταστατικού, μη υπαγομένην εις την αρμοδιότητα της Γενικής Συνελεύσεως ή του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής ή τις κατ΄ άρθρο 31 εδάφιο τελευταίο και 55Α του παρόντος αρμοδιότητες του Διοικητού.
Αρθρον 212
To Γενικόν Συμβούλιον αποτελείται εκ του Διοικητού, των δύο Υποδιοικητών, των λοιπών μελών του Συμβούλιου Νομισματικής Πολιτικής και έξι Συμβούλων, τρεις τουλάχιστον εκ των οποίων θα εκλέγονται εκ των περι την βιομηχανίαν, το εμπόριον και την γεωργιαν ειδικώς ασχολουμένων.
Ο Διοικητής και οι Υποδιοικηταί διορίζονται κατά τα εν άρθρω 29 προβλεπόμενα, τα δε λοιπά μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35Α.
Οι έξι Σύμβουλοι εκλέγονται υπό της Γενικής Συνελεύσεως δια τρία έτη και είναι επανεκλέξιμοι.
Τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής θα μετέχουν στο Γενικό Συμβούλιο, κατά το άρθρο 35Α, από την επομένη της ετήσιας Γενικής Συνελεύσεως του 1998. Μέχρι την ημερομηνία της Γενικής Συνελεύσεως του 1998 εξακολουθεί η θητεία των εν ενεργεία Συμβούλων, η οποία λήγει τότε αυτοδικαίως. Εκ των κατά την ετήσιαν ταύτην Γενικήν Συνέλευσιν εκλεγησομένων έξι Συμβούλων, ανά δύο, ορισθησόμενοι δια κλήρου, θα αποχωρήσωσιν εις εκάστην των ετήσιων Γενικών Συνελεύσεων των ετών 1999, 2000 και 2001.
Αρθρον 223
Δεν ειναι εκλέξιμοι ως Σύμβουλοι:
1) Μέλη της Κυβερνήσεως, δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι δημόσιων ιδρυμάτων και επιχειρήσεων.
1 Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2,3 Όπως τροποποιήθηκε αρχικά μεν με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2), στη συνέχεια δε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2) Μέλη της Βουλής.
3) Σύμβουλοι ή υπάλληλοι άλλων Τραπεζών.
4) Κάθε πρόσωπο που υπάγεται στην κατηγορία του άρθρου 14.1
Από την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ο Διοικητής μετέχει, ως εκ της θέσεώς του, ως ανεξάρτητη προσωπικότητα, στο Γενικό Συμβούλιο και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Ο Διοικητής και οι Υποδιοικηταί δύνανται να μετέχωσιν του Διοικητικού Συμβουλίου της Τραπέζης των Διεθνών Διακανονισμών.
Δεν δύνανται να ώσι Σύμβουλοι ή Διοικηταί της Τραπέζης συγχρόνως πρόσωπα ασκούντα συνεταιρικώς επιχείρησιν ή συνδεόμενα δια συγγενείας μέχρι τρίτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου.
Αν κατά την διάρκειαν του έτους και μεταξύ δύο ετήσιων Γενικών Συνελεύσεων κενωθή θέσις Συμβούλου, το Γενικόν Συμβούλιον εκλέγει αναπληρωτήν Σύμβουλον μέχρι της προσεχούς ετήσιας Γενικής Συνελεύσεως.
Ο Διοικητής, οι Υποδιοικηταί και οι Σύμβουλοι αναλαμβάνοντες υπηρεσίαν ορκίζονται να τηρώσιν αυστηρώς και πιστώς τας διατάξεις του Καταστατικού τούτου, να προάγωσι τα συμφέροντα της Τραπέζης υπό πάσαν έποψιν, να αφοσιωθώσι τιμίως και ενδελεχώς εις την διοίκησιν των εργασιών της Τραπέζης και να τηρώσιν εχεμύθειαν, όσον αφορά εις τας συναλλαγάς της Τραπέζης. Ο Διοικητής και οι Υποδιοικηταιί ορκίζονται ενώπιον της A.M. του Βασιλέως,2 οι δε Σύμβουλοι ενώπιον του Διοικητού εν συνεδριάσει του Γενικού Συμβουλίου.
Αρθρον 233
Αρθρον 244
Εάν ο Διοικητής, ή τις των Υποδιοικητών, ή των μελών του Γενικού Συμβουλίου καταστούν οριστικώς ανίκανοι ή υποπέσουν σε βαρύ παράπτωμα ιδιως δε κατασχώσιν ένοχοι παραβάσεως του παρόντος Καταστατικού, αποκαλύψωσι μυστικά αναγόμενα εις τας υποθέσεις της Τραπέζης, ή κατατρασθώσι της θέσεως αυτών δι΄ ιδιους προσωπικούς ή εμπορικούς σκοπούς, η Γενική Συνέλευσις των Μετόχων δικαιούται να απομακρύνη αυτούς της θέσεώς των.
1. Όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
2. Μετά το Σύνταγμα του 1975 σύμφωνα με το οποίο το πολίτευμα της Ελλάδος είναι η Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ο Διοικητής ορκίζεται πλέον ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας.
3. Αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.Δ. 1385/73 (ΦΕΚ A 94) και καταργήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 Ν.Δ. 244/1973. To άρθρο που καταργήθηκε είχε ως εξής: "Κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας αυτών οι Σύμβουλοι υποχρεούνται να είναι κύριοι τουλάχιστον πέντε μετοχών της Τραπέζης εγγεγραμμένων εις το ίδιον αυτών όνομα. Η παρούσα διάταξις εφαρμόζεται και επί των κατά την δημοσίευσιν του παρόντος Συμβούλων". Πριν από την αντικατάσταση του το άρθρο αυτό προέβλεπε υποχρέωση των Συμβούλων να είναι κύριοι τουλάχιστον 25 μετοχών της Τράπεζας, εγγεγραμμένων στο δικό τους όνομα.
4. Όπως τροποποιήθηκε, αρχικά μεν με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2), στη συνέχεια δε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
Αρθρον 25
To λειτούργημα του Συμβούλου είναι επίτιμον. Αι αμοιβαί και τα οδοιπορικά αυτών έξοδα, τα σχετικά προς την άσκησιν των καθηκόντων των ως Συμβούλων, ορίζονται εκάστοτε υπό της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων.
Αρθρον 261
Ο Διοικητής, ή, εν απουσία αυτού, ο αναπληρών αυτόν Υποδιοικητής, κατά τα εν άρθρω 32 οριζόμενα, καλεί εις συνεδρίασιν το Γενικόν Συμβούλιον οσάκις παραστή ανάγκη και άπαξ τουλάχιστον του μηνός, προεδρεύει δε των συνεδριάσεων αυτού. To Συμβούλιον ευρίσκεται εν απαρτία εάν παρίστανται έξ τουλάχιστον των μελών αυτού. Αι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν των παρόντων μελών. Εν περιπτώσει ισοψηφίας η ψήφος του Προέδρου νικά.
Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου περιλαμβάνουσι τα ονόματα των παρόντων Συμβούλων και αναφέρουσι τας λαμβανομένας αποφάσεις.
Τα πρακτικά υπογράφονται υπό του Προέδρου της Συνεδριάσεως και ενός μέλους του Συμβουλίου.
Ουδείς Σύμβουλος δικαιούται αδείας απουσίας πέραν των τεσσάρων κατ΄ ανώτατον όριον μηνών εντός του έτους, εκτός εάν συντρέχη περίπτωσις ανωτέρας βίας καθιστώσα την απουσίαν δικαιολογημένην. Σύμβουλος μη παραστάς εις τας συνεδριάσεις του Συμβουλίου επι τέσσαρας μήνας εντός του έτους, ή εις τέσσαρας συνεχείς συνεδριάσεις χωρίς να διατελή επ΄ αδεία ή να συντρέχη περίπτωσις ανωτέρας βίας, θεωρείται παρητημένος και αντικαθίσταται κατά τας διατάξεις του παρόντος Καταστατικού. To εδάφιον 2 του άρθρου 35 ισχύει και διά τους Συμβούλους της Τραπέζης.
To Γενικό Συμβούλιο δύναται, κατόπιν αποφάσεώς του, να συνεδριάζει και εκτός έδρας, εντός της Ελληνικής Επικράτειας.2
1. Όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2).
2. Η τελευταία παράγραφος προστέθηκε με την από 30.4.1992 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ A 238).
Αρθρον 27
To Γενικόν Συμβούλιον αποφασίζει επί των κάτωθι θεμάτων:
α΄)1
β΄) Των γενικών όρων και της εκτάσεως των εργασιών της Τράπεζας που εκτελούνται εκτός του πεδίου των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.2
γ΄) Της εκλογής των πιστούχων της Τραπέζης, προς ους θα παρέχωνται ευκολίαι υπό μορφήν προεξοφλήσεων ή πιστώσεων και εγκρίσεως των ορίων των προτεινομένων υπό του Διοικητού δια τοιαύτας πιστώσεις, εφόσον τούτο δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής.3
δ΄) Της εγκρίσεως ανανεώσεως γραμματίων, ανανεώσεως πιστώσεων δι ωρισμένην προθεσμίαν και της περιοδικής αναθεωρήσεως (άπαξ τουλάχιστον καθ΄ εξαμηνιαν) πασών των πιστώσεων, προεξοφλήσεων και προκαταβολών, εφόσον τούτο δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής.4
ε΄)5
σχ΄) Του διορισμού ή παύσεως των Διευθυντών, τη προτάσει του Διοικητού, και περι του γενικού εσωτερικού οργανισμού της Τραπέζης.
ζ΄)6 η΄)7
θ΄) Ζητημάτων σχετικών με την απόκτησιν ακινήτων αναγκαιούντων δια τας εργασίας της Τραπέζης και την πρόσκαιρον κτήσιν και πώλησιν τοιούτων ακινήτων κατά το άρθρον 58.
ι΄) Της αποσβέσεως ενεργητικού της Τραπέζης.
ια΄) Με την επιφύλαξη των άρθρων 30 και 31 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, του διορισμού ξένων ανταποκριτών και του προσδιορισμού του ανωτάτου ορίου των κεφαλαίων, άτινα δύνανται να τηρώνται παρ΄ αυτής8 δια λογαριασμόν της Τραπέζης, ως και του ορίου πιστωτικών ευκολιών χορηγηθησομένων αυτοίς δια προεξοφλήσεων ή δανείων.9
1. Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
4. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
5,6. Καταργήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
7. Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
8. Έτσι φέρεται γραμμένο στην Κωδικοποίηση 1931. Στο αρχικό κείμενο (Ν. 3424/1927) αναγράφεται «αυτοίς».
9. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
ιβ΄) Ζητημάτων αφορώντων τον τύπον, το κείμενον, το υλικόν, τας κατηγορίας και την προμήθειαν τραπεζικών γραμματίων σε δραχμές, την απόσυρσιν και ακύρωσιν αυτών και τους όρους, υφ΄ ούς είναι πληρωτέα εφθαρμένα τραπεζικά γραμμάτια σε δραχμές. To σχέδιον όμως, το κείμενον και αι κατηγορίαι θα ορίζωνται από συμφώνου μετά του Υπουργού των Οικονομικών.1
ιγ΄) Ζητημάτων αφορώντων εις την εκκαθάρισιν επιχειρήσεων εν πτωχεύσει και χρεών οφειλομένων προς την Τράπεζαν.
ιδ΄) Της ιδρύσεως και καταργήσεως Υποκαταστημάτων και Πρακτορείων της Τραπέζης.
ιε΄) Της ημερήσιας διατάξεως των Γενικών Συνελεύσεων.
ιστ΄) Των υποχρεουσών την Τράπεζαν υπογραφών.
ιζ΄) Της εγκρίσεως της ετήσιας εκθέσεως και του ισολογισμού των υποβληθησομένων εις την ετήσιαν Γενικήν Συνέλευσιν.
Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού τούτου, το Γενικόν Συμβούλιον αποφασίζει περί του τρόπου της διεξαγωγής των εργασιών του και δύναται να καταρτίζη εκ των μελών του Επιτροπάς πρός μελέτην και λήψιν αποφάσεων επι θεμάτων ανατιθεμένων αυταίς υπό του Συμβουλίου.
2. ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Αρθρον 282
Αν, προκειμένου περί υποθέσεων δι΄ ας απαιτείται απόφασις του Γενικού Συμβουλίου, παριστάται ανάγκη λήψεως επειγόντως αποφάσεως, η απόφασις αύτη δύναται να ληφθή παρ΄ Εκτελεστικής Επιτροπής, απαρτιζομένης εκ του Διοικητού, υφ΄ ενός των Υποδιοικητών και δύο ετέρων μελών του Συμβουλίου. Η Επιτροπή προσκαλείται υπό του Διοικητού, ή, εν απουσία τούτου, υπό του αναπληρούντος αυτόν Υποδιοικητού, κατά τα εν άρθρω 32 οριζόμενα, ευρίσκεται δε εν απαρτία αν παρίστανται τουλάχιστον τρία μέλη. Εν η περιπτώσει παρίστανται τρία μόνον μέλη, αι αποφάσεις της Επιτροπής δέον να είναι ομόφωνοι. Πάσαι αι λαμβανόμεναι αποφάσεις καταχωρούνται εις πρακτικά και υποβάλλονται εις το Γενικόν Συμβούλιον προς επικύρωσιν κατά την αμέσως επομένην συνεδρίαν αυτού.
1. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
2. Όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2).
3. ΔΙΟΙΚΗΤΑΙ
Αρθρον 291
Ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές διορίζονται για μια εξαετία, με Προεδρικό Διάταγμα, μετά πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας, υποχρεούνται δε να διαθέτωσιν ολόκληρον τον χρόνον αυτών διά τας υποθέσεις της Τραπέζης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων καθ΄ ας νόμω αποτελούσι μέλη Διοικητικών Συμβουλίων νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή Δημόσιων Επιχειρήσεων ή Κρατικών συμβουλευτικών Σωμάτων.
Καθηγηταί των νομικών ή οικονομικών μαθημάτων των Πανεπιστημίων δύνανται να εκλεγούν μέλη της Διοικήσεως της Τραπέζης, δικαιούμενοι συγχρόνως να εκτελούν και τα εκ της πανεπιστημιακής αυτών θέσεως απορρέοντα καθήκοντα.
Αρθρον 302
1. Ο Διοικητής ή, εν απουσία αυτού ο αναπληρών αυτόν Υποδιοικητής, κατά τα εν άρθρω 32 οριζόμενα, προεδρεύει των συνεδριάσεων του Γενικού Συμβουλίου. Αν άπαντα τα μέλη της Διοικήσεως κωλύωνται, προεδρεύει των συνεδριάσεων του Γενικού Συμβουλίου ο κατά το άρθρον 32 εκλεγόμενος Σύμβουλος.
2. Την Τράπεζαν εκπροσωπεί και ενώπιον των Δικαστηρίων παντός βαθμού ο Διοικητής και τούτου κωλυομένου ο κατά το άρθρον 32 αναπληρωτής του, προκειμένου δε περί των υποθέσεων των Υποκαταστημάτων και Πρακτορείων και ο Διευθυντής ή ο Υποδιευθυντής αυτών, τούτων δε κωλυομένων, ο αναπληρωτής των.
Εις περιπτώσεις απαιτούσας την ενώπιον του Δικαστηρίου ή Εισηγητού προσωπικήν εμφάνισιν του Διοικητού ή του αναπληρωτού αυτού ή την δόσιν όρκου επιβληθέντος εις την Τράπεζαν, ταύτην εκπροσωπεί είτε ο Διοικητής ή ο αναπληρωτής του, είτε, δια μεν τας υποθέσεις του Κεντρικού Καταστήματος ο Διευθυντής των Νομικών Υπηρεσιών ή εις των Διευθυντών του Κεντρικού, δια δε τας υποθέσεις των Υποκαταστημάτων και των Πρακτορείων ο Διευθυντής ή ο Υποδιευθυντής αυτών, τούτων δε κωλυομένων ο αναπληρωτής αυτών.
Αρθρον 31
Ο Διοικητής θα ασκή εξ ονόματος του Γενικού Συμβουλίου διαρκή Έλεγχον επι της διαχειρίσεως του ενεργητικού και των γενικών εργασιών της Τραπέζης, λαμβάνων αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων, των μη ειδικώς επιφυλασσομένων εις το Γενικόν Συμβούλιον ή το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής ή μη διεπομένων από κανονισμούς, οι οποιοι εκδίδονται από τα Συμβούλια αυτά.
1. Όπως τροποποιήθηκε, αρχικά μεν με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2), στη συνέχεια δε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2. Όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2).
Με εξαίρεση τα θέματα που ανατίθενται στο Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής, ο Διοικητής αποφασίζει επι των λοιπών θεμάτων, που εμπίπτουν στα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Αρθρον 321
Ο Διοικητής δύναται ν΄ αναθέση οιονδήποτε των καθηκόντων αυτού εις τους Υποδιοικητάς.
Ο αρχαιότερος Υποδιοικητής της Τραπέζης, εντασσόμενος ευθύς μετά τον Διοικητήν, αναπληροί τούτον απόντα, κωλυόμενον ή μη υπάρχοντα, καθ΄ όλην την έκτασιν των καθηκόντων αυτού. Εν απουσία και τούτου, τον Διοικητήν αναπληροί ο νεώτερος εν τη αρχαιοτήτι Υποδιοικητής.
Η μεταξύ των Υποδιοικητών αρχαιότης καθορίζεται εκ του χρόνου του αρχικού εκατέρου αυτών διορισμού, εφ΄ όσον είναι συνεχής έκτοτε η υπόχην ιδιότητα ταύτην υπηρεσία.
Αν άπαντα τα μέλη της Διοικήσεως κωλύωνται, τον Διοικητήν αναπληροί έτερον μέλος του Γενικού Συμβουλίου, οριζόμενον εν αρχή εκάστου έτους προς τον σκοπόν τούτον.
Αρθρον 332
To προσωπικόν της Τραπέζης, πλην των Διευθυντών, διορίζεται και απολύεται υπό του Διοικητού, τη προτάσει του Συμβουλίου Διευθύνσεως, συμφώνως προς το άρθρον 38.
Αρθρον 343
Αρθρον 354
Ο Διοικητής και οι Υποδιοικηταί δεν δύνανται να ασκώσι δι΄ ίδιον λογαριασμόν οιανδήποτε επιχείρησιν. Συναλλαγματικαί ή εμπορικά γραμμάτια υπογεγραμμένα παρ΄ αυτών δεν δύνανται να γίνωσι δεκτά παρά της Τραπέζης προς προεξόφλησιν ή ως εγγύησις παροχής πιστώσεως.
1. Όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2).
2. Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 Ν. 6294/1934 (ΦΕΚ A 319).
3. Αντικαταστάθηκε με το Β.Δ. υπ΄αριθ. 3 της 8/11.1.1960 και έπειτα καταργήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 Ν.Δ. 244/1973. To άρθρο που καταργήθηκε είχε ως εξής: «Διαρκούσης της περιόδου της υπηρεσίας αυτών, ο τε Διοικητής και οι Υποδιοικηταί δέον να είναι κάτοχοι πεντήκοντα τουλάχιστον μετοχών της Τραπέζης εγγεγραμμένων εις το ίδιον αυτών όνομα».
4. Όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2).
4. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Αρθρον 35Α1
To Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής είναι αρμόδιο να αποφασίζει για τη χάραξη και άσκηση της νομισματικής πολιτικής, καθώς και επι των θεμάτων που αφορούν την άσκηση της συναλλαγματικής πολιτικής, τη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και την έκδοση τραπεζογραμματίων. Οι αρμοδιότητες αυτές ασκούνται με Πράξεις του Συμβουλίου. Από της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα, οι συνδεόμενες ευθέως με τη νομισματική πολιτική αρμοδιότητες του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής περιορίζονται ως εξής:
To Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής αναλύει τις οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις και εξετάζει την επίδραση της νομισματικής πολιτικής που χαράσσεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας του Διοικητή από οδηγίες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής ενεργεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.2
To Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής αποτελείται από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τους δύο Υποδιοικητές και άλλα τρία μέλη που διορίζονται με Προεδρικό Διάταγμα, εκδιδόμενο μετά πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη του Διοικητή, και δίνουν τον προβλεπόμενο στο άρθρο 22 του παρόντος όρκο.
Τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής επιλέγονται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα και είναι πλήρους απασχόλησης. Υπάλληλοι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν μπορούν να διατηρήσουν τη θέση τους, εφόσον αποδεχθούν το διορισμό τους ως μελών του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής. Κατ΄ εξαίρεση, μπορούν να διοριστούν μέλη του Συμβουλίου καθηγητές Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, οι οποίοι δικαιούνται να ασκούν συγχρόνως τα καθήκοντά τους στα Ιδρύματα αυτά.
Τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής οφείλουν και μετά την παύση των καθηκόντων τους να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
1. Προστέθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
Οι όροι απασχόλησης και οι αποδοχές των μελών του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής καθορίζονται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας.
Ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές είναι μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, ως εκ της ιδιότητάς τους, και η θητεία τους διαρκεί για όσο χρόνο έχουν την ιδιότητα αυτή. Η θητεία των υπολοίπων μελών είναι εξαετής και μπορεί να ανανεώνεται. Σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησης για οποιονδήποτε λόγο μέλους του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, εκτός από το Διοικητή και τους Υποδιοικητές, πριν από τη λήξη της θητείας τους, η θητεία του μέλους που διορίζεται σε αντικατάστασή του θα περιλαμβάνει το υπόλοιπο της θητείας του θανόντος ή αποχωρήσαντος μέλους και μια ακόμη πλήρη θητεία, εφόσον το υπολειπόμενο μέρος της θητείας είναι μικρότερο από δύο έτη.
Κατά την πρώτη σύνθεση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής η θητεία των λοιπών, πλην του Διοικητή και του ενός Υποδιοικητή, μελών του Συμβουλίου δύναται να καθορισθεί, κατ΄ εξαίρεση, βραχύτερη των έξι ετών, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται σταδιακή τμηματική ανανέωση των μελών του Συμβουλίου, ως νόμος ορίζει.1 Ο ακριβής χρόνος της θητείας καθενός εκ των μελών αυτών θα καθορίζεται στην πράξη διορισμού.
Πρόεδρος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής είναι ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπληρούμενος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 του παρόντος Καταστατικού. Ο πρόεδρος καλεί τα μέλη του Συμβουλίου σε συνεδρίαση όταν παρίσταται ανάγκη και τουλάχιστον μια φορά το μήνα.
To Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται τέσσερα τουλάχιστον μέλη. To Συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Σε περίπτωση θανάτου, λήξης της θητείας ή αποχώρησης μελών του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής και μέχρι τον ορισμό νέων μελών, το Συμβούλιο μπορεί να λειτουργεί με ελλιπή συγκρότηση. Η διάταξη του άρθρου 26 παράγραφος τελευταία του παρόντος Καταστατικού ισχύει και για τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής που δεν είναι μέλη της Διοίκησης της Τράπεζας.
To Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής επικουρείται στο έργο του από υπηρεσιακές μονάδες της Τράπεζας και από επιτροπές αποτελούμενες από μέλη του και από υπαλλήλους της Τράπεζας, στις οποίες επιτροπές μπορεί να αναθέτει τη λήψη αποφάσεων επί ορισμένων θεμάτων της αρμοδιότητάς του, διατηρούμενης πάντως της αρμοδιότητας του Συμβουλίου να αποφασίζει και επί των θεμάτων αυτών.
To Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής μπορεί να αναθέτει την εποπτεία τομέων της αρμοδιότητάς του σε ορισμένα μέλη του.
To Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής καταρτίζει κανονισμό της εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας του.
Τα μέλη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής είναι ως εκ του λειτουργήματός τους μέλη και του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας.
1 Βλέπε άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 2548/1997 (ΦΕΚ A 259).
5. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΣ
Αρθρον 361
Προς εξασφάλισιν ενιαίας κατευθύνσεως και μεθόδου εν τη λειτουργία των διαφόρων Τμημάτων της Τραπέζης συνιστάται Συμβούλιον Διευθύνσεως, αποτελούμενον εκ του Διοικητού, των Υποδιοικητών και των Διευθυντών.
To Συμβούλιον συνέρχεται άπαξ τουλάχιστον της εβδομάδος.
Συνιστάται υπηρεσιακή μονάς εξ υπαλλήλων των δύο ανωτάτων βαθμών οιουδήποτε κλάδου και ειδικότητος, τοποθετουμένων δια Πράξεως του Διοικητού, οίτινες, διαρκούσης της παρ΄ αυτή τοποθετήσεώς των, δεν θα ασκώσι καθήκοντα παρ΄ άλλη υπηρεσία της Τραπέζης. Οι υπάλληλοι ούτοι αποτελούν μέλη Επιτροπής της οποίας προεδρεύει ο Υποδιοικητής ή ο εξ αυτών αρχαιότερος Διευθυντής. Έργον της Επιτροπής είναι η επεξεργασία θεμάτων αρμοδιότητος του Συμβουλίου Διευθύνσεως, παραπεμπομένων αυτή υπό του Διοικητού, προ της εισαγωγής των εις το Συμβούλιον προς συζήτησιν. Εις την Επιτροπήν ή και μέλος αυτής δύναται ο Διοικητής να αναθέτη την μελέτην οιουδήποτε θέματος.2
Αρθρον 37
To Συμβούλιον Διευθύνσεως υποβάλλει μηνιαίως προς το Γενικόν Συμβούλιον λεπτομερή έκθεσιν των εργασιών και της καταστάσεως της Τραπέζης, ίδια όσον αφορά εις τας προεξοφλήσεις και πιστώσεις, εκφέρει δε γνώμην επι πάντων των θεμάτων των παραπεμπομένων εις αυτό υπό του Γενικού Συμβουλίου.
ΤΜΗΜΑ V
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Αρθρον 38
To προσωπικόν της Τραπέζης, πλην των Διευθυντών, διορίζεται και απολύεται υπό του Διοικητού, προτάσει του Συμβουλίου Διευθύνσεως.3,4
1. Όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4022/1959 (ΦΕΚ A 247) και εντάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 αυτού, στο Καταστατικό της Τράπεζας με το Β.Δ. υπ΄ αριθ. 3 από 8/11.1.1960 (ΦΕΚ A 2).
2. Η τελευταία παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 9 Ν.Δ. 110/1974 (ΦΕΚ A 307).
3. Όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 Ν. 2120/1952 (ΦΕΚ A 132) και σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 3123/1955 (ΦΕΚ A 23), με το οποίο καταργήθηκε η θέση Γενικού Διευθυντού στην Τράπεζα και τροποποιήθηκε ανάλογα η διάταξη αυτή.
4. Βλέπε και άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 2548/1997 (ΦΕΚ A 259) «Ρυθμίσεις για την Τράπεζα της Ελλάδος».
Υπάλληλοι διορίζονται μόνον εις δημιουργουμένας δι΄ αποφάσεως του Γενικού Συμβουλίου θέσεις. Ο αριθμός των υπαλλήλων των υπηρετούντων παρά τη Τραπέζη παντός βαθμού και κατηγορίας ορίζεται εκάστοτε παρά του Γενικού Συμβουλίου αναλόγως των αναγκών. Ουδείς διορίζεται μέχρι του βαθμού του υπολογισμού συμπεριλαμβανομένου, παρά μόνον μετά διαγωνισμόν, διεξαγόμενον εκάστοτε κατά τα ειδικώτερον δια κανονισμού οριζόμενα. Δια το βοηθητικόν προσωπικόν (εισπράκτορας κλπ.) αρκεί δοκιμασία μετά έρευναν και σύγκρισιν των προσόντων αυτού και των συνυποψηφίων. Έκτακτοι τεχνικοί υπάλληλοι δύνανται να προσληφθούν επί ωρισμένη χρονική θητεία ή μη, μετ΄ απόφασιν του Γενικού Συμβουλίου καθορίζοντος και τας αποδοχάς των τοιούτων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι ούτοι δύνανται να μονιμοποιηθώσι μετ΄ απόφασιν του Γενικού Συμβουλίου κατόπιν εξετάσεων.1
Οι Διευθυνταί και υπάλληλοι της Τραπέζης οφείλουσι να τηρώσιν εχεμύθειαν εν σχέσει προς πάσας τας συναλλαγάς και εργασίας της Τραπέζης.
Οι Διευθυνταί και υπάλληλοι της Τραπέζης λαμβάνουσι τον μισθόν αυτών, την σύνταξιν ή οιασδήποτε άλλας αμοιβάς υπό τους υπό του Γενικού Συμβουλίου τιθεμένους όρους. Η αμοιβή αυτών δεν δύναται να ορίζεται υπό μορφήν προμήθειας (ποσοστών) ή συμμετοχής εις τα κέρδη της Τραπέζης.
Αρθρον 39
Οι Διευθυνταί ή οιοιδήποτε άλλοι υπάλληλοι της Τραπέζης δεν δικαιούνται να ασκώσι δι΄ ιδιον λογαριασμόν επιχειρήσεις. Συναλλαγματικαί ή εμπορικά γραμμάτια υπογεγραμμένα παρ΄ αυτών δεν γίνονται δεκτά παρά της Τραπέζης προς προεξόφλησιν ή ως εγγύησις παροχής πιστώσεως.
ΤΜΗΜΑ VI
ΕΠΙΤΡΟΠΑΙ ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΕΩΝ
Αρθρον 402
Αρθρον 413
Αρθρον 424
Αρθρον 435
1 Η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 6294/1934 (ΦΕΚ A 319).
2, 3, 4, 5 Καταργήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
ΤΜΗΜΑ VII
ΕΛΕΓΚΤΑΙ
Αρθρον 44
Η πρώτη Γενική Συνέλευσις και μετά ταύτα εκάστη ετήσια Γενική Συνέλευσις, εκλέγει τρια κατάλληλα πρόσωπα ως Ελεγκτάς και δύο αναπληρωτάς αυτών, ινα εξετάσωσι και υποβάλωσιν έκθεσιν επί του Ισολογισμού αυτής, του υποβληθησομένου εις την επομένην ετήσιαν Γενικήν Συνέλευσιν, ορίζει δε και την αμοιβήν αυτών. Σύμβουλοι ή υπάλληλοι της Τραπέζης δεν είναι εκλέξιμοι ως Ελεγκταί διαρκούσης της υπηρεσίας των.
Οι Ελεγκταί δικαιούνται να λαμβάνωσι πάσαν αναγκαίαν εξήγησιν ή πληροφορίαν παρά των Διοικητών ή Διευθυντών και να εξετάζωσι τα βιβλία και τα έγγραφα της Τραπέζης.
Οι Ελεγκταί υποβάλλουσιν εις τους μετόχους έκθεσιν επι του ετήσιου Ισολογισμού και των λογαριασμών αναφέροντες εν την εκθέσει αν, κατά την κρίσιν των, ο Ισολογισμός είναι πλήρης και ακριβής, περιέχων πάσαν αναγκαίαν λεπτομέρειαν και αν είναι δεόντως κατηρτισμένος, ούτως ώστε να παρέχη πιστήν και ακριβή εικόνα της καταστάσεως των εργασιών της Τραπέζης, εφ΄ όσον δε1 εζήτησαν εξήγησιν ή πληροφορίαν παρά των Διοικητών ή των Διευθυντών, εάν τοις εχορηγήθη και κατά πόσον είναι ικανοποιητική. Αί προς τους μετόχους εκθέσεις αύται αναγιγνώσκονται εις την ετήσιαν Γενικήν Συνέλευσιν.
Οι Ελεγκταί δύνανται, δαπάναις της Τραπέζης, να χρησιμοποιώσι λογιστάς ή άλλους βοηθούς κατά την εξέτασιν των λογαριασμών της Τραπέζης.
Πλην της περιπτώσεως παροχής πληροφοριών εις την Γενικήν Συνέλευσιν, οι Ελεγκταί και οι βοηθοί αυτών υποχρεούνται να τηρώσιν αυστηράν εχεμύθειαν εις ό,τι αφορά εις τας υποθέσεις της Τραπέζης.
Ο ανωτέρω έλεγχος ασκείται επιφυλασσομένου του ελέγχου από τους, κατά το άρθρο 27 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές.2
ΤΜΗΜΑ VIII
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑ TOY ΚΡΑΤΟΥΣ
Αρθρον 453
1. Έτσι φέρεται στο αρχικό κείμενο (Ν. 3424/1927) του Καταστατικού. Στην Κωδικοποίηση 1931 αναγράφεται ΄δεν΄ προφανώς από παραδρομή.
2. Η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Όπως τροποποιήθηκε με την από 4.11.1994 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το άρθρο 8 παρ.3 του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ A 238).
To Δημόσιο δύναται να αναθέτει στην Τράπεζα τη διεξαγωγή συναλλαγών του σε χρήμα, επιταγές και συνάλλαγμα και γενικώς τραπεζικών συναλλαγών στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Ειδικότερα λογαριασμοί και υπόλοιπα του Δημοσίου σε δραχμές συμπεριλαμβανομένων και των λογαριασμών των Δημοσίων Επιχειρήσεων, δύνανται να τηρούνται στην Τράπεζα.1 Οι λογαριασμοί και τα διαθέσιμα του Δημοσίου σε συνάλλαγμα θα τηρούνται στην Τράπεζα.
Επι των ανωτέρω λογαριασμών θα καταβάλλεται τόκος από την Τράπεζα. To ύψος του επιτοκίου θα καθορίζεται με σύμβαση και πάντως θα αντανακλά τις συνθήκες και τους όρους της Αγοράς.
Η Τράπεζα θα ενεργεί για λογαριασμό του Δημοσίου εισπράξεις και πληρωμές δημόσιων χρημάτων και θα τηρεί τους σχετικούς λογαριασμούς σύμφωνα με τις οδηγίες των αρμόδιων δημόσιων αρχών έναντι αμοιβής που θα καθορίζεται με σύμβαση. Η ευθύνη της Τράπεζας σε σχέση με τα κεφάλαια αυτά περιορίζεται στην ακριβή εκτέλεση των λαμβανομένων οδηγιών.
Στην Τράπεζα θα ανατίθεται η έκδοση και η εξυπηρέτηση όλων των εσωτερικών δημόσιων δανείων με όρους που θα συμφωνούνται.
Οι συμφωνούμενες αμοιβές για τις παρεχόμενες προς το Δημόσιο υπηρεσίες θα αντανακλούν επίσης τις συνθήκες και τους όρους της Αγοράς.
Αρθρον 462
Η Τράπεζα δεν δύναται να παρέχη ευκολίας εις το Δημόσιον ή τας Δημόσιας Επιχειρήσεις αμέσως ή εμμέσως δια προεξοφλήσεων, δανείων, προκαταβολών ή υπερβάσεων πιστώσεων. Επίσης η Τράπεζα δεν δύναται να εγγυάται γραμμάτια του Δημοσίου Ταμείου ή άλλας υποχρεώσεις του Δημόσιου ή των Δημόσιων Επιχειρήσεων.
Αρθρον 47
Ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται να διορίζει Επίτροπον του Κράτους,3 όστις δικαιούται να μετέχη των Γενικών Συνελεύσεων και των συνεδριάσεων του Γενικού Συμβουλίου, αλλ΄ άνευ ψήφου. Αι αποδοχαί του Επιτρόπου του Κράτους θα καταβάλλονται παρά του Δημοσίου.
Ο Επίτροπος δικαιούται να εναντιώται κατά πάσης αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως ή του Γενικού Συμβουλίου, ην θεωρεί ως αντιβαίνουσαν εις το παρόν Καταστατικόν ή άλλους νόμους του Κράτους. Τοιαύτη εναντίωσις, εφ΄ όσον υιοθετηθή παρά του Υπουργού των Οικονομικών εντός δύο ημερών, έχει την δύναμιν ανασταλτικού veto, μέχρις ου το υπό αμφισβήτησιν θέμα λυθή παρ΄ Επιτροπής εκ τριών μελών, διοριζομένων εντός επτά ημερών τη αιτήσει είτε της Τραπέζης, είτε του Επιτρόπου του Κράτους, ήτις αποφαίνεται εντός επτά ημερών από του διορισμού. Η Επιτροπή αποτελείται εξ ενός αντιπροσώπου της Κυβερνήσεως, ενός αντιπροσώπου του Γενικού Συμβουλίου και ενός Προέδρου, εκλεγομένου κοινή συμφωνία Δημοσίου και Τραπέζης. Εν διαφωνία Πρόεδρος είναι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
1. Υπόψη και η σχετική διάταξη άρθρου 2 Ν. 6294/1934 (ΦΕΚ A 319).
2. Όπως διαμορφώθηκε με την από 4.11.1994 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2α του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ A 238).
3. Για τον Επίτροπο του Κράτους βλέπε Ν. 3729/1928, Ν.Δ. 1/1968 και Υ.Α. 68062-3311/1969, 200543/1971 (ΦΕΚ Β 281/69 και 955/71 αντίστοιχα), 145255/74 (ΦΕΚ Β 979/74) κλπ. και τελευταία Υ.Α 34020/223/86 (ΦΕΚ Β 149/86).
Αρθρον 48
Ούτε εν τω Κεντρικώ Καταστήματι, ούτε εν τοις Υποκαταστήμασιν αυτής, δικαιούται αντιπρόσωπος του Δημοσίου να ερευνά τα βιβλία της Τραπέζης, πλην εν τη περιπτώσει του προηγουμένου άρθρου, οπότε ο Επίτροπος του Κράτους δύναται να ζητήση παρά της Διοικήσεως της Τραπέζης να παράστη παν στοιχείον αναγκαίον αυτώ προς μόρφωσιν γνώμης. Ο Επίτροπος του Κράτους υποχρεούται να τηρή αυστηράν εχεμύθειαν εν σχέσει προς τας υποθέσεις της Τραπέζης.
Αρθρον 49
Οιαδήποτε ετέρα διαφωνία μεταξύ του Δημοσίου και της Τραπέζης και εκτός των δυναμένων να προκαλέσωσιν ανασταλτικό veto του Επιτρόπου του Κράτους, θα λύεται επίσης δια διαιτησίας κατά τον εν άρθρω 47 οριζόμενον τρόπον.
Αρθρον 50
Η Τράπεζα δεν υπόκειται εις ειδικούς κανονισμούς εκδιδομένους υπό της Κυβερνήσεως ή άλλων αρχών διαρκούσης της περιόδου του εκδοτικού της προνομίου, πλην των εν τω παρόντι Καταστατικώ προβλεπομένων.
ΤΜΗΜΑ IX
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Αρθρον 51
To οικονομικόν έτος της Τραπέζης άρχεται τη 1 Ιανουαρίου και λήγει τη 31 Δεκεμβρίου. Εις το τέλος του οικονομικού έτους οι λογαριασμοί της Τραπέζης υποβάλλονται προς έλεγχον εις τους Ελεγκτάς τους εκλεγέντας υπό της ετήσιας Γενικής Συνελεύσεως κατά το άρθρο 44.
Αρθρον 521
Η Τράπεζα θέλει συντάσσει κατάστασιν του ενεργητικού και παθητικού αυτής κατά την 15ην και τελευταίαν ημέραν εκάστου μηνός και θέλει δημοσιεύει ταύτην το βραδύτερον μιαν εβδομάδα μετά τας χρονολογίας ταύτας.
Αρθρον 53
Η Τράπεζα θα δημοσιεύη ωσαύτως ετησίως και τουλάχιστον ένα μήνα προ της ημέρας της τακτικής Γενικής Συνελεύσεως τον Ισολογισμόν και τον Λογαριασμόν Κερδών και Ζημιών αυτής κατά την 31 Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.
Αρθρον 54
Η Τράπεζα θα δημοσιεύη τας ως άνω καταστάσεις, το Ισολογισμόν, τον Λογαριασμόν Κερδών και Ζημιών και άλλας ανακοινώσεις αυτής εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εις τας υπό του Γενικού Συμβουλίου ορισθησομένας εφημερίδας. Αντίγραφα των καταστάσεων και ανακοινώσεων τούτων και της ετήσιας εκθέσεως υποβάλλονται εις τον Υπουργόν των Οικονομικών.
Αρθρον 54Α2
Οι λογαριασμοί και οι καταστάσεις της Τράπεζας καταρτίζονται με βάση τους λογιστικούς κανόνες και τις λογιστικές τεχνικές που ισχύουν κάθε φορά για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτοί καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
ΤΜΗΜΑ X
ΕΡΓΑΣΙΑΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ3
Αρθρον 55
Αι εργασίαι της Τραπέζης περιορίζονται ως ακολούθως. Η Τράπεζα, ενεργώντας σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που διέπουν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, δύναται:4
1. Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 Ν. 2120/1952 (ΦΕΚ A 132).
2. Προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Ο αρχικός τίτλος του τμήματος X ΄Έργασίαι της Τραπέζης" συμπληρώθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
4. Όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
1) Να κατασκευάζη και εκδίδη τραπεζικά γραμμάτια.
2) Να εκδίδη γραμμάτια όψεως και τραπεζικάς επιταγάς πληρωτέας εις το Κεντρικόν Κατάστημα της Τραπέζης ή τα Υποκαταστήματα αυτής. Τα υπό της Τραπέζης εκδιδόμενα και υπ΄ αυτής πληρωτέα γραμμάτια και αι επιταγαί αύται δεν δύνανται να είναι εις τον κομιστήν.
3)1 Να αγοράζει και να πωλεί με πράξεις όψεως ή προθεσμίας κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα. Ως περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα νοούνται τίτλοι και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο εκφρασμένο σε οποιοδήποτε νόμισμα ή σε λογιστικές μονάδες. Να κατέχει και να διαχειρίζεται τα πιο πάνω περιουσιακά στοιχεία.
4)2 Να τηρεί λογαριασμούς του Δημοσίου και Δημόσιων Οργανισμών, πιστωτικών ιδρυμάτων, νομικών και φυσικών προσώπων και άλλων συμμετεχόντων στις αγορές. Για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της η Τράπεζα μπορεί να δέχεται και ενέχυρο επι τίτλων με λογιστική μορφή.
5)3 Να θέτει κανόνες λειτουργίας και να επιβλέπει συστήματα πληρωμών και συστήματα εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών με στόχο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία τους και ιδίως τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου και την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Επίσης να διαχειρίζεται τέτοια συστήματα, επιφυλασσομένων των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Στην έννοια των παραπάνω συστημάτων υπάγονται τα συστήματα συμψηφισμού, διακανονισμού και εν γένει εκκαθάρισης πληρωμών, καθώς και τα συστήματα διενέργειας, συμψηφισμού, διακανονισμού και εν γένει εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών επι τίτλων σε αξιογραφική ή λογιστική μορφή και λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων.
Η Τράπεζα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας των συστημάτων συμψηφισμού και πληρωμών, κατά την έννοια του άρθρου 22 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
6)4
7) Να αναλαμβάνη την έκδοσιν και υπηρεσίαν των δημοσίων δανείων και των δανείων άλλων προσώπων Δημοσίου δικαίου, ως και την διεξαγωγήν των συναλλαγών του Δημοσίου, ως προβλέπεται εν άρθρω 45.
1. Όπως τροποποιήθηκε αρχικά με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και στη συνέχεια με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
3. Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και στη συνέχεια προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
4. Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
8)1 Να συναλλάσσεται στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου επί απαιτήσεων ή τίτλων σε οποιοδήποτε νόμισμα, καθώς και επι πολύτιμων μετάλλων.
9) Να ενεργή ως πράκτωρ ή ανταποκριτής άλλων Τραπεζών εν Ελλάδι ή τω εξωτερικώ.
10)2 Να ενεργεί πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα που μετέχουν στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Οι παρεχόμενες πιστώσεις πρέπει να καλύπτονται από επαρκείς ασφάλειες, που μπορεί να συνιστάνται και σε ενέχυρο επί τίτλων με λογιστική μορφή ή και σε αγορά τίτλων με σύμφωνο επαναπωλήσεως ή με άλλες ειδικές συμφωνίες. Η μορφή και οι γενικοί όροι των ασφαλειών καθορίζονται από το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής κατά τα προβλεπόμενα από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
11)3
12) Να αποδέχεται την παραφυλακήν και διαχείρισιν χρημάτων, χρεογράφων και άλλων αντικειμένων αξίας.
13)4 Να αναλαμβάνη δια λογαριασμόν τρίτων την αγορά και πώλησιν, εισπραξιν και πληρωμήν χρεογράφων, νομισμάτων και οργάνων πίστεως εν τω εσωτερικώ και εξωτερικώ και την αγοράν και πώλησιν χρυσού και αργύρου.
Να παρέχη την εγγύησιν αυτής δια γραμμάχια αγοραζόμενα παρ΄ αυτής δια λογαριασμόν άλλων εκδοτικών Τραπεζών και της Τραπέζης Διεθνών Διακανονισμών και να αναπροεξοφλή αυτά κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Συμβουλίου επι προμήθεια καθοριζομένη υπ΄ αυτού.
14)5 Να εγγραφή και δι΄ ιδιον λογαριασμόν εις το κεφάλαιον της Τραπέζης των Διεθνών Διακανονισμών και διατηρήση εις το ενεργητικόν της μετοχάς της Τραπέζης ταύτης.
15)6 Να υποβοηθήση την ίδρυσιν συμψηφιστικού γραφείου και να παράσχη ευκολίας προς διεξαγωγήν των εργασιών αυτού εις κατάστημα ανήκον εις την Τράπεζαν.
16) Να εκτελή πάσαν πράξιν συναφή προς την διεξαγωγήν των επιτρεπομένων εις την Τράπεζαν εργασιών, ως ορίζονται αύται εν τω παρόντι Καταστατικώ.
17)7 Επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των οργανισμών και οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να συνάπτει σχέσεις με Κεντρικές Τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άλλων χωρών, καθώς και με διεθνείς οργανισμούς. Επίσης να διεξάγει κάθε είδους τραπεζικές συναλλαγές στο πλαίσιο σχέσεων με άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Ειδικότερα να εκτελεί μετά της Τραπέζης των Διεθνών Διακανονισμών πάσαν εργασίαν την οποίαν η Τράπεζα αύτη δικαιούται να ενεργή προς τον σκοπόν της ενισχύσεως της μεταξύ των Κεντρικών Τραπεζών συνεργασίας και αι οποίαι, καίτοι μη ειδικώς προβλεπόμεναι υπό του παρόντος Καταστατικού, θα ήσαν σύμφωνοι προς την νομισματικήν πολιτικήν της Τραπέζης.
1. Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2. Όπως τροποποιήθηκε αρχικά με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και στη συνέχεια με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3 Καταργήθηκε με την από 29.4.1993 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2α του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ A 238).
4,5 Όπως τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
6,7 Όπως τροποποιήθηκε αρχικά με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και στη συνέχεια με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
18)1 Να αναλαμβάνη, προσκτωμένη και διατηρούσα τον απαιτούμενον τεχνικόν εξοπλισμόν και το αναγκαιούν προσωπικόν, την κοπήν μεταλλικών νομισμάτων (κερμάτων) και μεταλλίων τόσον δια λογαριασμόν του Ελληνικού Δημοσίου, όσον και τρίτων.
19)2 Να εκδίδει ομολογιακά δάνεια με δημόσια ή μη εγγραφή στο εσωτερικό και/ή στο εξωτερικό σε ξένα νομίσματα ή σε δραχμές με κάθε είδους ασφαλιστική ρήτρα. Η έκδοση ομολογιακού δανείου γίνεται αποκλειστικά με απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής που καθορίζει το ύψος του δανείου, το νόμισμα, τη διάρκεια, το επιτόκιο, χωρίς κανένα περιορισμό, την ονομαστική αξία, την υπέρ ή υπό το άρτιο τιμή και το είδος των ομολογιών (ονομαστικές, ανώνυμες, σε διαταγή, μικτές) που είναι πάντοτε μη μετατρέψιμες. Οι λοιποί όροι και οι λεπτομέρειες έκδοσης, διάθεσης και εξόφλησης των ομολογιών, καθώς και τα της τυχόν εισαγωγής τους σε χρηματιστήρια της ημεδαπής ή της αλλοδαπής καθορίζονται και διενεργούνται αποκλειστικά με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας ή εξουσιοδοτουμένου απ΄ αυτόν οργάνου της κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη νόμου.
Τα ανωτέρω δάνεια απολαύουν όλων των διευκολύνσεων και φορολογικών απαλλαγών που προβλέπει το Ν.Δ. 3746/1957 "περι ασφαλιστικών ρητρών, φορολογικών απαλλαγών και άλλων τινών διευκολύνσεων εις ομολογιακά δάνεια ή προνομιούχους μετοχάς εκδιδομένας δια παραγωγικούς σκοπούς" χωρίς να υπόκεινται στους περιορισμούς του ίδιου νομοθετικού διατάγματος. Στα ίδια δάνεια εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 Ν. 1083/1980, όπως συμπληρώθηκαν με το άρθρο 9 παρ. 3 Ν. 1266/1982, οι διατάξεις του άρθρου 3 Ν. 128/1975 και οι διατάξεις του άρθρου 1 Ν.Δ. 970/1971.
20)3 Κατ΄ απόκλιση των διατάξεων των παρ. 2 και 4 του άρθρου 56 του παρόντος η Τράπεζα δύναται να συνιστά ή να μετέχει σε εξειδικευμένα νομικά πρόσωπα, τα οποία αναλαμβάνουν την υποστήριξη ή ειδικότερη επιδίωξη σκοπών που εμπίπτουν ή ανάγονται στις αρμοδιότητες της Τράπεζας.
1. Προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν.Δ. 1385/1973 (ΦΕΚ A 94).
2. Προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου μόνου του Ν. 1392/1983 (ΦΕΚ A124) και τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/98 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998). «Με το άρθρο 21 παρ.7 περίπτ. ζ του Ν. 1921/91 καταργήθηκε η προβλεπόμενη από το Ν.Δ. 3746/57 απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των τόκων ομολογιακών δανείων, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων ομολογιακών δανείων, τα οποία εκδίδει η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με την παράγραφο 19 του παρόντος άρθρου. Εν συνεχεία, με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.2 Ν. 1989/91, απηλλάγησαν ειδικώς από τον προβλεπόμενο από τον ανωτέρω Ν. 1921/91 φόρο οι τόκοι των ομολογιακών δανείων, τα οποία εκδίδει η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνάλλαγμα από 1 Ιανουαρίου 1991.»
3. Προστέθηκε με την από 29.4.1993 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2β του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ A 238).
21)1 Για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής η Τράπεζα μπορεί, μέχρι της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα, να υποχρεώνει τα νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα να διατηρούν σε αυτή καταθέσεις, έντοκες ή άτοκες, και να επιβάλλει σε περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσης διοικητικές κυρώσεις κατά το άρθρο 55Β. Από της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα, η δυνατότητα επιβολής υποχρεωτικών καταθέσεων ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις που διέπουν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.2
Για τις ανάγκες της παραγράφου αυτής, ως νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα νοούνται όσα εμπίπτουν στον ορισμό των νομισματικών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, τον οποίο εκάστοτε υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Υπό την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, ως νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα νοούνται τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και όλα τα νομικά πρόσωπα ή σύνολα περιουσίας που έχουν διαχειριστική αυτονομία και λογιστική αυτοτέλεια, των οποίων κύρια οικονομική δραστηριότητα είναι η διαμεσολάβηση στο χρηματοπιστωτικό τομέα και των οποίων οι εργασίες συνιστάνται στο να δέχονται καταθέσεις ή και συγγενή υποκατάστατα καταθέσεων από οικονομικές μονάδες που δεν είναι νομισματικά χρηματοδοτικά ιδρύματα, στο να χορηγούν, για δικό τους λογαριασμό, δάνεια και στο να επενδύουν σε τίτλους για δικό τους λογαριασμό.
22)3 Εκτός των αναφερομένων στο άρθρο αυτό, η Τράπεζα μπορεί, μέχρι της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα, να χρησιμοποιεί και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής, τα οποία κρίνει κατάλληλα για την εξυπηρέτηση των κατά το άρθρο 4 του παρόντος σκοπών της.
23)4 Εκτός από τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, η Τράπεζα μπορεί να ενεργεί και άλλες εργασίες, εφόσον αυτές δεν παρακωλύουν την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και δεν αντίκεινται στους στόχους και τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Αρθρον 55 Α5
Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις ακόλουθες κατηγορίες επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας:
1. Προστέθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2. Όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Όπως προστέθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
4. Προστέθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚA 101/11.5.1998).
5. Προστέθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
α) εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης,
β) εταιριών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων,
γ) εταιριών αμοιβαίων εγγυήσεων,
δ) ταμείων αντεγγύησης,
ε) ανταλλακτηρίων συναλλάγματος,
στ) εταιριών διαμεσολάβησης στις διατραπεζικές αγορές.
Επίσης και άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων και οργανισμών μπορούν να υπάγονται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ως νόμος ορίζει, υπό την επιφύλαξη της τελευταίας παραγράφου του άρθρου 5Β του παρόντος.
Η έκταση και το περιεχόμενο της εποπτείας καθορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για κάθε κατηγορία εποπτευομένων ιδρυμάτων, επιχειρήσεων και οργανισμών.
Στόχοι της εποπτείας είναι η σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του πιστωτικού συστήματος και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας. Επίσης, η εποπτεία αποβλέπει στη διαφάνεια των διαδικασιών και των όρων των συναλλαγών των υποκειμένων σε αυτή.
Κατά την άσκηση της εποπτικής αρμοδιότητας, η Τράπεζα επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις κατά πάντων των υποκείμενων σε εποπτεία προσώπων, των νόμιμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν διοίκηση για παραβάσεις των σχετικών με τις αρμοδιότητες της Τράπεζας διατάξεων.
Με εξαίρεση τις παραβάσεις των σχετικών με τις κατά το άρθρο 35Α αρμοδιότητες του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής διατάξεων, για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις αποκλειστικώς κατά το άρθρο 55Β, η Τράπεζα επιβάλλει κατά πάντων των εποπτευόμενων από αυτή προσώπων τις κατά την κρίση της προσήκουσες διοικητικές κυρώσεις, εκ των προβλεπομένων από την ισχύουσα νομοθεσία για τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση παράβασης των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με την άσκηση των δραστηριοτήτων τους ή την παρακώλυση των κατά νόμο ελέγχων, καθώς και
- άτοκη κατάθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος ποσού μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) επι του ποσού της παράβασης ή, αν το ποσό της παράβασης δεν μπορεί να προσδιοριστεί, μέχρι τριών δισεκατομμυρίων (3.000.000.000) δραχμών και διάρκειας μέχρι ενός έτους,
- πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου υπολογιζόμενο είχε ως ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) επι του ποσού της παράβασης είχε ως εφάπαξ ποσό μέχρι τριακοσίων εκατομμυρίων (300.000.000) δραχμών και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών.
Τα όρια της άτοκης κατάθεσης και του προστίμου είναι δυνατόν να αναπροσαρμόζονται με Πράξη του Διοικητή.
Για τις παραβάσεις αυτές η Τράπεζα μπορεί επίσης να θεσπίζει και άλλες διοικητικές κυρώσεις και να προσδιορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτών, καθώς και των προβλεπομένων από το παρόν άρθρο και από άλλες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.
Οι κατά το παρόν άρθρο κυρώσεις επιβάλλονται και σωρευτικά. Οι κατά το παρόν άρθρο αρμοδιότητες ασκούνται με πράξεις του Διοικητή ή εξουσιοδοτημένων από αυτόν οργάνων.
Αρθρον 55Β1
Η Τράπεζα, δια του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, θεσπίζει πλαίσιο διοικητικών κυρώσεων και προσδιορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους κατά των προσώπων που ενεργούν κατά παράβαση των σχετικών με τις κατά το άρθρο 35Α αρμοδιότητες του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής διατάξεων.
Οι κυρώσεις αυτές συνιστάνται ιδίως σε:
α. Χρηματική ποινή υπολογιζόμενη ως τόκο επι του ποσού της παράβασης, για τη χρονική διάρκεια αυτής και με επιτόκιο μεγαλύτερο από το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από την Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι πέντε (5) εκατοστιαίες μονάδες, αναπροσαρμοζόμενο σε περίπτωση υποτροπής σύμφωνα με τα ισχύοντα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
β. Αναστολή της δυνατότητας συμμετοχής σε πράξεις που συνδέονται με την άσκηση νομισματικής πολιτικής.
γ. Επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση στο μηχανισμό οριακής χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από την Τράπεζα της Ελλάδος, αναστολή της δυνατότητας πρόσβασης στην οριακή χρηματοδότηση, αναστολή ή αποκλεισμό από την πρόσβαση στο μηχανισμό παροχής ενδοημερήσιας χρηματοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος, αναστολή χρήσης του λογαριασμού διακανονισμού μέλους συστημάτων πληρωμών, προσωρινή ή οριστική αποβολή από τέτοια συστήματα.
δ. `Ατοκη κατάθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος ποσού μέχρι του τριπλάσιου του ποσού της παράβασης και διάρκειας η οποία δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της παράβασης ή, αν το ποσό της παράβασης δεν μπορεί να προσδιοριστεί, άτοκη κατάθεση μέχρι τριών δισεκατομμυρίων (3.000.000.000) δραχμών και διάρκειας μέχρι ενός έτους.
ε. `Αρση της δυνατότητας τήρησης υποχρεωτικών καταθέσεων σε μέσα επίπεδα.
Οι παραπάνω κυρώσεις επιβάλλονται σωρευτικά ή διαζευκτικά, με πράξη του Διοικητή ή εξουσιοδοτούμενων από αυτόν οργάνων.
Από της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα καταργούνται οι διατάξεις των περιπτώσεων δ΄ και ε΄ του παρόντος. Από την ίδια ημερομηνία, οι κατά το παρόν άρθρο αρμοδιότητες της Τράπεζας ισχύουν στην έκταση που δεν προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 34 παράγραφος 3 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και ασκούνται, ιδίως ως προς το είδος, τον τρόπο υπολογισμού και τα ανώτατα όρια των επιβαλλόμενων κυρώσεων, σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες που ισχύουν κάθε φορά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής εκδίδει τις αναγκαίες πράξεις για την εφαρμογή των κανόνων αυτών στην ελληνική έννομη τάξη.
1 Προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
Αρθρον 55Γ1
Επιφυλασσομένης της υποχρεώσεως παροχής στατιστικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο 5 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της κατ΄ εφαρμογή του εκδιδόμενης συμπληρωματικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή άλλοι συμμετέχοντες στις αγορές οφείλουν, μη δικαιούμενοι να επικαλεσθούν το τραπεζικό ή άλλο απόρρητο, να παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος τα ευρισκόμενα στην κατοχή τους στοιχεία και πληροφορίες που είναι αναγκαία για την άσκηση των κατά το άρθρο 2 του παρόντος αρμοδιοτήτων της.2 Την ιδία υποχρέωση υπέχουν και οι δημόσιες υπηρεσίες.
Η υποχρέωση παροχής στοιχείων περιλαμβάνει και τα απαιτούμενα στοιχεία για την κατάρτιση του ισοζυγίου πληρωμών και των χρηματοοικονομικών λογαριασμών των επι μέρους τομέων της οικονομίας, καθώς και για τον υπολογισμό της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας. Ειδικότερα, τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα οφείλουν, για την εκπλήρωση της παραπάνω υποχρέωσής τους, σε περίπτωση διενέργειας, μέσω αυτών, συναλλαγών προσώπων εγκατεστημένων στην ημεδαπή με πρόσωπα εγκατεστημένα στην αλλοδαπή, να λαμβάνουν από τους εγκατεστημένους στην ημεδαπή συναλλασσόμενους τα στοιχεία που η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει κατά το επόμενο εδάφιο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που οφείλουν να της παρέχουν οι κατά την πρώτη παράγραφο υπόχρεοι σχετικά με τις συναλλαγές τους με πρόσωπα εγκατεστημένα στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή και τις έναντι των προσώπων αυτών απαιτήσεις και υποχρεώσεις τους, καθώς και τον τρόπο, το χρόνο και τη διαδικασία παροχής αυτών και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Απαγορεύεται στα πρόσωπα που ασκούν ή άσκησαν δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος να γνωστοποιούν σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που παρέχονται σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Η απαγόρευση αυτή δεν περιλαμβάνει την ανακοίνωση με συγκεντρωτική μορφή των πιο πάνω στοιχείων και πληροφοριών, εφόσον δεν προκύπτει η ταυτότητα των προσώπων στα οποία αναφέρονται.
1. Προστέθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και αριθμήθηκε ως 55Γ με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
1 Όπως το εδάφιο αυτό συμπληρώθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
Πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα αν παραβούν το πιο πάνω απόρρητο. Κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου τιμωρείται και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κοινοποιήσει τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος με οποιονδήποτε τρόπο και αν έλαβε γνώση τούτων.
Σε περίπτωση παράβασης των κατά το παρόν άρθρο υποχρεώσεων, η Τράπεζα, με πράξη του Διοικητή ή εξουσιοδοτημένων από αυτόν οργάνων, μπορεί να επιβάλλει κατά των υποχρέων του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, καθώς και των νόμιμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν διοίκηση, προκειμένου μεν περι προσώπων υποκειμένων στην εποπτεία της Τράπεζας τις κατά το άρθρο 55Α κυρώσεις, προκειμένου δε περί των λοιπών υποχρέων, πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι ποσού εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών. Τα όρια αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με όμοια πράξη.1
Από της υποκαταστάσεως του ευρώ στο εθνικό νόμισμα, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στο πλαίσιο των λειτουργιών που η Τράπεζα ασκεί σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.2
Αρθρον 55Δ3
Επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της κατ΄ εφαρμογή του εκδιδόμενης συμπληρωματικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Τράπεζα της Ελλάδος πέραν των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της στα πλαίσια της εποπτείας, δικαιούται να διενεργεί έλεγχο βιβλίων και στοιχείων, περιλαμβάνοντα και δικαίωμα λήψης αντιγράφων, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση, εφόσον υπάρχουν κατά την κρίση της ενδείξεις παραβάσεων κατά την άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας σχετικής με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 αρμοδιότητές της.4
1. Όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
2. Η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Προστέθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998) και αριθμήθηκε ως 55Δ με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
4. Όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
Επίσης η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να ασκεί έλεγχο, με το αυτό περιεχόμενο και έκταση, των βιβλίων και στοιχείων των κατά το άρθρο 55Γ εδάφιο πρώτο, υποχρέων με σκοπό την εξακρίβωση των παρεχόμενων πληροφοριών.1 Η κατά το ίδιο άρθρο απαγόρευση γνωστοποίησης στοιχείων, καθώς και η προβλεπόμενη σ΄ αυτό κύρωση, ισχύουν και για τα στοιχεία των οποίων τα όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των κατά το παρόν άρθρο ελέγχων.
Τα φυσικά πρόσωπα, καθώς και οι νόμιμοι εκπρόσωποι και οι ασκούντες διοίκηση των νομικών προσώπων της πρώτης παραγράφου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών, αν αρνούνται ή παρακωλύουν τον έλεγχο, κατόπιν εγκλήσεως της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αρθρον 56
Η Τράπεζα δεν δικαιούται:
1. Να εκδίδει τραπεζικά γραμμάτια ονομαστικής αξίας είκοσι δραχμών και κάτω.2
2. Να ασκή εμποριαν ή άλλως να μετέχη αμέσως εις οιανδήποτε εμπορικήν, βιομηχανικήν ή άλλην επιχείρησιν.
3. Να κτάται ακίνητον κτήσιν, πλην εφ΄ όσον είναι αναγκαίον δια τας ίδιας εργασίας και εξαιρέσει της περιπτώσεως του άρθρου 58.
4. Να αγοράζη τας ίδιας αυτής μετοχάς και τας μετοχάς οιασδήποτε άλλης Τραπέζης ή Εταιρείας, πλήν των μετοχών της Τραπέζης των Διεθνών Διακανονισμών.
5.3 Να παρέχη τόκον εις τας παρ΄ αυτή καταθέσεις ή τους τρεχούμενους λογαριασμούς. Κατ΄ εξαίρεσιν η Τράπεζα δικαιούται να παρέχη τόκον εις το Ελληνικόν Δημόσιον ως προβλέπεται εν άρθρω 45, ως και εις τας καταθέσεις των εν Ελλάδι Τραπεζών. Επίσης δικαιούται να παρέχη τόκον δια παραυτή εις εξωτερικόν μετατρέψιμον συνάλλαγμα καταθέσεις επί προθεσμία Τραπεζών ή άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων εδρευόντων εν τω εξωτερικώ και δια παρεχομένας αυτή πιστώσεις εις εξωτερικόν μετατρέψιμον συνάλλαγμα παρά των άνω προσώπων.
6.4
7. Να παρέχη αμέσως ή εμμέσως προκαταβολάς εις το Δημόσιον.
8.5 Να χορηγή υπερβάσεις πιστώσεων ή ανασφαλίστους πιστώσεις.
9.6
10.7
1. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
2. σημείωση 1 της πρώτης παραγράφου του άρθρου 3.
3. Όπως τροποποιήθηκε με την από 4.11.1994 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το άρθρο 8 παρ.3 του Ν. 2275/1994 (ΦΕΚ A 238).
4, 6, 7 Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998). 5 Τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
Αρθρον 571
Εάν η αξία του ενεχύρου μειωθή, ο οφειλέτης οφείλει να παράσχη συμπληρωματικήν προσήκουσαν ασφάλειαν, ή να εξοφλήση το δάνειον.2 Αν παραλείψη να συμμορφωθή προς την αξίωσιν ταύτην, ή αν το δάνειον δεν εξωφλήθη κατά την λήξιν, η Τράπεζα οφείλει να λάβη αμέσως μέτρα προς ανάληψιν της ληξιπροθέσμου οφειλής και δύναται να εκποιήση το σύνολον ή μέρος του κατεχομένου ενεχύρου και ικανοποιήση την αξίωσιν αυτής επι του κεφαλαίου, των τόκων και των τυχόν αμοιβών και δαπανών, φέρουσα το τυχόν απομένον υπόλοιπον εις πίστωσιν του οφειλέτου. Εάν το προϊόν της εκποιήσεως του ενεχύρου δεν εξαρκή ινα ικανοποιήση την αξίωσιν της Τραπέζης, αύτη δύναται να διώξη τον οφειλέτην.
Η Τράπεζα δεν υποχρεούται να εκποιήση την ασφάλειαν, μη πράττουσα δε τούτο διατηρεί αμειώτους τας αξιώσεις αυτής διά το κεφάλαιον, τους τόκους και τας αμοιβάς και δαπάνας.
Εν περιπτώσει πτωχεύσεως οφειλέτου, τα δικαιώματα της Τραπέζης επι των έναντι των πιστώσεων παρασχεθεισών ασφαλειών προηγούνται κατά σειράν των δικαιωμάτων παντός άλλου δανειστού μέχρις αποπληρωμής του οφειλομένου εις την Τράπεζαν κεφαλαίου μετά των τόκων, αμοιβών και εξόδων.
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των σχετικών με τη λήψη ασφαλειών διατάξεων του άρθρου 55 αριθμός 10, καθώς και των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.3
Αρθρον 57Α4
Για την εξασφάλιση του συνόλου των απαιτήσεων της Τράπεζας κατά πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει επιχείρησης από την παροχή πιστώσεων στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής και των κάθε είδους απαιτήσεων της Τράπεζας από συναλλαγές μέσω των συστημάτων του άρθρου 55 αριθμός 5, η Τράπεζα έχει νόμιμο ενέχυρο επι των εκάστοτε τηρούμενων στο λογαριασμό ίδιου χαρτοφυλακίου του υποχρέου τίτλων με λογιστική μορφή, μέχρι του συνολικού ποσού των ως άνω απαιτήσεων και των προβλεπόμενων προσαυξήσεων.
Εφόσον δημιουργούνται υποχρεώσεις πιστωτικών ιδρυμάτων ή εν γένει επιχειρήσεων που χρηματοδοτούνται από την Τράπεζα μέσω πράξεων που συνδέονται με την άσκηση νομισματικής πολιτικής και στο πλαίσιο συναλλαγών μέσω των συστημάτων του άρθρου 55 αριθμός 5, οι οποίες υποχρεώσεις είναι ληξιπρόθεσμες για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εικοσιτεσσάρων ωρών, η Τράπεζα, προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της, δύναται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί ενεχύρου και αναγκαστικής εκποίησης, να προχωρεί σε εκποίηση των ενεχυρασμένων τίτλων, είχε χρηματιστηριακώς, μέσω μέλους του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών που ορίζει η ίδια, είχε εξωχρηματιστηριακώς ή, εφόσον οι τίτλοι είναι ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, να εισπράττει ιδίω ονόματι τις εξ αυτών απαιτήσεις. Η Τράπεζα επιλέγει, κατά την κρίση της, από τους ενεχυρασμένους τίτλους, εκείνους που θα εκποιήσει ή θα εισπράξει προς ικανοποίηση των ασφαλισμένων απαιτήσεων. To προϊόν της εκποίησης ή ρευστοποίησης διατίθεται για την ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, κατά δαπάνες, τόκους και κεφάλαιο, κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου πιστωτή. Η Τράπεζα κρατεί το ποσό που απαιτείται προς ικανοποίηση των ασφαλισμένων απαιτήσεων και φέρει το υπόλοιπο σε πίστωση του οφειλέτη. Προτού προχωρήσει σε διαδικασία εκποίησης ή είσπραξης η Τράπεζα πρέπει να έχει ενημερώσει τον οφειλέτη με έγγραφο βέβαιας χρονολογίας.
1. Τροποποιήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998).
2. Όπως τροποποιήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3. Η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
4. Προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
Τα δικαιώματα της Τράπεζας από τη συμμετοχή της, είχε ως διαχειριστή είχε ως απλού συμμετέχοντος, στα παραπάνω συστήματα επι των κάθε είδους ασφαλειών και εγγυοδοσιών, που έχουν συσταθεί με οποιονδήποτε χρόνο από ή υπέρ επιχείρησης που συμμετέχει στο σύστημα, δεν θίγονται από την πτώχευση της επιχείρησης αυτής. Τα αποτελέσματα της πτώχευσης επιχείρησης επι των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της εκ της συμμετοχής της στο σύστημα δεν ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως της απόφασης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση. Με την πτώχευση εξομοιώνεται κάθε άλλη συλλογική διαδικασία ικανοποίησης πιστωτών.
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα ενεργεί για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή Κεντρικής Τράπεζας μέλους του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Αρθρον 58
Εάν μετά την χορήγησιν πιστώσεων η αξία της κατεχομένης έναντι αυτής ασφάλειας μειωθή, ή, εάν, δια την αιτίαν ταύτην, ή άλλην αιτίαν, το χρέος θεωρηθή ως επισφαλές, η Τράπεζα δύναται να δεχθή ως συμπληρωματικήν ασφάλειαν, εν ανάγκη υποθήκην επι της ακινήτου περιουσίας του οφειλέτου, ή οιανδήποτε άλλην ασφάλειαν εγκρινομένην παρά του Γενικού Συμβουλίου.
Εν περιπτώσει μη καταβολής χρέους οφειλομένου εις την Τράπεζαν, πάσα ακίνητος ιδιοκτησία περιελθούσα εις την Τράπεζαν κατά το παρόν άρθρον δέον να εκποιήται το ταχύτερον είχε δια δημοσίου πλειστηριασμού είχε δι΄ ιδιωτικής πωλήσεως. Η Τράπεζα δεν δύναται να διατηρήση δι΄ εαυτήν ακίνητον ιδιοκτησίαν, ειμή μόνον αν είναι αναγκαία δια την διεξαγωγήν των εργασιών της Τραπέζης.
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των σχετικών με τη λήψη ασφαλειών διατάξεων του άρθρου 55 αριθμός 10, καθώς και των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.1
1. Η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
Αρθρον 59
Η Τράπεζα δικαιούται να αρνηθή την αποδοχήν αιτήσεως περί ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού, ή λογαριασμού καταθέσεως, δικαιούται δε να κλείση ανοιχθέντα ήδη λογαριασμόν χωρίς να υποχρεούται να δικαιολογή τούτο.1
Αρθρον 602
ΤΜΗΜΑ XI 3
ΚΑΛΥΜΜΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΟΨΕΩΣ
Αρθρον 614
Αρθρον 625
Αρθρον 636
Αρθρον 647
ΤΜΗΜΑ XII
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΩΝ ΣΕ ΔΡΑΧΜΕΣ8
Αρθρον 659
Αρθρον 66
Τα υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εκδιδόμενα τραπεζικά γραμμάτια σε δραχμές κυκλοφορούσιν ως νόμιμα χρήματα εντός της Επικράτειας, γίνονται τουτέστιν δεκτά, υπό τον περιορισμόν του άρθρου 68, παρά τε του Δημοσίου και παντός νομικού ή φυσικού προσώπου, ως νόμιμον μέσον εξοφλήσεως υποχρεώσεων επι τη αναγραφόμενη ονομαστική αξία.
1. Έτσι φέρεται γραμμένο στην Κωδικοποίηση 1931. Στο αρχικό κείμενο (Ν. 3427/1927) αναγράφεται «τούτον».
2. Καταργήθηκε με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000).
3, 4, 5, 6, 7, 9 Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998). 8 Σύμφωνα με την από 25.4.2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2832/2000 (ΦΕΚ A 141/13.6.2000) στα άρθρα 66, 67 και 68 μετά τις λέξεις «τραπεζικά γραμμάτια» και «τραπεζικών γραμματίων» τίθενται οι λέξεις «σε δραχμές».
Αρθρον 67
Προ της εκδόσεως νέου τύπου τραπεζικών γραμματίων σε δραχμές, η Τράπεζα οφείλει να δημοσιεύη εν τη Εφημεριδα της Κυβερνήσεως περιγραφήν αυτών.
Αρθρον 68
Οσάκις αποσύρεται της κυκλοφορίας σειρά τις τραπεζικών γραμματίων σε δραχμές, το Γενικόν Συμβούλιον θέλει καθορίζει και γνωστοποιεί δημόσια την προθεσμίαν εντός της οποίας τα τραπεζικά ταύτα γραμμάτια δέον να προσάγονται προς συναλλαγήν. Μετά την πάροδον της προθεσμίας ταύτης τα αποσυρθέντα τραπεζικά γραμμάτια σε δραχμές δεν θα αποτελώσι νόμιμον χρήμα, πλην μόνον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος.
Μετά πάροδον διετίας από της λήξεως της τελευταίας δημόσια γνωστοποιηθείσης προθεσμίας προς προσαγωγήν της αποσυρθείσης της κυκλοφορίας σειράς τραπεζικών γραμματίων σε δραχμές, η Τράπεζα δικαιούται να αφαιρή από του ποσού των εν κυκλοφορία τραπεζικών γραμματίων σε δραχμές το ποσόν των μη προσαχθέντων και μη πληρωθέντων γραμματίων της σειράς ταύτης, τα γραμμάτια δε ταύτα δεν θα θεωρώνται του λοιπού εν κυκλοφορία. Μετά πάροδον δε δεκαετίας από της λήξεως της αυτής ως άνω προθεσμίας τα τραπεζικά ταύτα γραμμάτια θεωρούνται παραγεγραμμένα και ο κομιστής ουδεμιαν έχει εξ αυτών αξίωσιν.1
Αρθρον 69
Η Τράπεζα θα ανταλλάσση εν τω Κεντρικώ Καταστήματι και τοις Υποκαταστήμασιν αυτής τα τραπεζικά γραμμάτια προς τραπεζικά γραμμάτια άλλης ονομαστικής αξίας ή προς κερματικά νομίσματα μέχρι ποσού, όπερ κατά την κρισιν της Τραπέζης είναι αναγκαιον δια την κυκλοφορίαν.
Αρθρον 70
Η Τράπεζα θα παρακρατή παν τραπεζικόν γραμμάτιον πλαστογραφηθέν ή ηλλοιωμένον παρέχουσα απόδειξιν.
1. Όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 1 Ν.5305/1931 (ΦΕΚ A 431) και αφού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν.Δ. 2106/1943 (ΦΕΚ A 24) επανήλθε σε ισχύ με την παρ. 3 του άρθρου 6 Ν. 2120/1952 (ΦΕΚ A 132), ο οποίος κατάργησε το Ν.Δ. 2106/1943 και τον σχετικό AN. 3032/1941.
ΤΜΗΜΑ XIII
ΔΙΑΘΕΣΙΣ ΚΕΡΔΩΝ
Αρθρον 711,2
1. Μετά τον καταλογισμόν προβλέψεως δια τας άνευ αξιας ή επισφαλείς απαιτήσεις, την υποτίμησιν των στοιχείων του ενεργητικού, τας καταβολάς εις τα Ταμεια Προσωπικού και Συντάξεων και δια πάντα τα ενδεχόμενα εκείνα, δι΄ α συνήθως γίνεται πρόβλεψις παρά των Τραπεζών και μετά την πληρωμήν εκ των καθαρών κερδών της Τραπέζης μερίσματος προς δώδεκα τοις εκατόν (12%), ετησίως επι του κεφαλαίου, το ήμισυ του πλεονάσματος διατίθεται υπέρ του τακτικού αποθεματικού μέχρις ου τούτο εξισωθή προς το κεφάλαιον, το δε απομένον ήμισυ καταβάλλεται εις το Δημόσιον. Εφ΄ όσον το τακτικόν αποθεματικόν είναι εξισωμένον προς το κεφάλαιον, δύναται να καταβληθή εις τους μετόχους από της χρήσεως 1973 και εφεξής, μετ΄ απόφασιν της Γενικής Συνελεύσεως του έτους 1974 κ.ε., λαμβανομένην απαραιτήτως μετά πρότασιν του Γενικού Συμβουλίου, και ισχύουσαν μόνον διά το έτος εις ο αφορά, ως πρόσθετον μέρισμα, ποσοστόν των καθαρών κερδών, του υπολοίπου αυτών περιερχομένου εις το Δημόσιον. [To ποσοστόν τούτο, καθοριζόμενον υπό της ως άνω αποφάσεως, ουδέποτε δύναται να είναι ανώτερον του απαιτουμένου, ινα το συνολικώς παρά των μετόχων λαμβανόμενον μέρισμα ισούται προς το 12% του συνόλου των καθαρών κερδών της χρήσεως].3
2. Ως κεφάλαιον εν τη προηγουμένη παραγράφω νοείται το εν άρθρο 8 του Καταστατικού, ως εκάστοτε ισχύει, οριζόμενον.
1. Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 Ν.Δ. 244/1973 (ΦΕΚ A 328). Προηγουμένως το άρθρο αυτό είχε τροποποιηθεί με τα Ν.Δ. 1303/1949, Ν.Δ. 4022/1959, Α.Ν. 278/1968 (ΦΕΚ A 31) και Ν.Δ. 513/1970 (ΦΕΚ A 87).
2. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1083/80 (ΦΕΚ A 252), όπως αυτό συμπληρώθηκε με την παρ. 3 άρθρου 9 Ν. 1266/82 (ΦΕΚ A 81), "Διαφοραί προκύπτουσαι εκ της κατά χρήσιν αποτιμήσεως των εις ξένον νόμισμα ή συνάλλαγμα απαιτήσεων και υποχρεώσεων της Τραπέζης της Ελλάδος και εκ των κατά την διάρκειαν εκάστης χρήσεως συναλλαγών της επί ξένων νομισμάτων ή συναλλάγματος ως και αι προμήθειαι αι καταβαλλόμεναι υπό της Τραπέζης της Ελλάδος επί εργασιών συναλλάγματος άγονται, από της χρήσεως 1980, εις ειδικόν λογαριασμόν μη μεταφερόμεναι εις τα αποτελέσματα χρήσεως. Χρεωστικά υπόλοιπα του λογαριασμού τούτου αποσβένονται εκ των καθαρών κερδών της Τραπέζης της Ελλάδος των απομενόντων μετά τας κατά το άρθρον 71 του Καταστατικού αυτής προβλέψεις, πληρωμάς μερίσματος, τακτικού και τυχόν προσθέτου και εισφοράς υπέρ του τακτικού αποθεματικού. Πιστωτικά υπόλοιπα του αυτού λογαριασμού παραμένουν εις τούτον προς συμψηφισμόν τυχόν χρεωστικών διαφορών επομένων χρήσεων. Στον ειδικό λογαριασμό που προβλέπεται στα προηγούμενα εδάφια μπορούν να φέρονται εν όλω ή εν μέρει από της χρήσεως 1982 και οι τόκοι που καταβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνάλλαγμα κατά το ποσό που υπερβαίνουν τις εισπράξεις της από τόκους σε συνάλλαγμα".
3. To τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 71, όπως ίσχυσε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 1 Ν.Δ. 244/1973 καταργήθηκε με την παρ. 1 άρθρου 9 Ν. 1266/82 (ΦΕΚ A 81). Η κατάργηση ίσχυσε και για τη χρήση 1981 (παρ. 2 άρθρου 9 Ν. 1266/82).
ΤΜΗΜΑ XIV
ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Αρθρον 72
Αι διατάξεις των περί Ανωνύμων Εταιρειών και Τραπεζών νόμων, δεν έχουσιν εφαρμογήν επι της Τραπέζης της Ελλάδος, εφ΄ όσον αντιβαίνουσι προς το παρόν Καταστατικόν.
Αρθρον 731
1. Η Τράπεζα απαλλάσσεται παντός φόρου ή τέλους. Ίδια απαλλάσσεται της πληρωμής οιουδήποτε φόρου ή τέλους επί των εκδιδόμενων τραπεζικών γραμματίων, [πλην του επιβλητέου φόρου εν ωρισμέναις περιπτώσεις προβλεπομέναις εν άρθρω 63].2
2.3,4 Συμβάσεις δανείου ή παροχής πιστώσεως, συναπτόμεναι μεταξύ της Τραπέζης της Ελλάδος και αλλοδαπού νομικού ή φυσικού προσώπου, απαλλάσσονται παντός τέλους χαρτοσήμου και πάσης εισφοράς ή τέλους υπέρ οιουδήποτε Ασφαλιστικού Ταμείου ή οιουδήποτε τρίτου. Ο καταβαλλόμενος υπό της Τραπέζης της Ελλάδος τόκος εις δανειστάς αυτής, όταν το δάνειον παρεστέθη υπό αλλοδαπού φυσικού ή νομικού προσώπου, δεν υπόκειται εις φόρον εισοδήματος ούτε εις άλλον φόρον ή τέλος.5
ΤΜΗΜΑ XV
ΑΙΑΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Αρθρον 74
Εν περιπτώσει ανακλήσεως του εκδοτικού προνομίου της Τραπέζης της Ελλάδος (άρθρον 2), η Τράπεζα διαλύεται, το δε ενεργητικόν και παθητικόν αυτής εκτιμάται υπό τριών εμπειρογνωμόνων. Εις τούτων διορίζεται υπό της Κυβερνήσεως, εις υπό του Γενικού Συμβουλίου, ο δε τρίτος κοινή συμφωνία Κυβερνήσεως και Γενικού Συμβουλίου. Εν ασυμφωνία ο τρίτος διορίζεται υπό του Προέδρου του Αρείου Πάγου. To Δημόσιον θα αναλάβη εις ακέραιον πάσας τας ανειλημμένας τότε υποχρεώσεις της Τραπέζης προς το εν ενεργεία και υπό σύνταξιν προσωπικόν αυτής όσον αφορά πάντα τα δικαιώματά του. Μετά την ως άνω εξακρίβωσιν της αξίας του ενεργητικού και παθητικού της Τραπέζης, θα καταβληθή πρώτον εις τους μετόχους η ονομαστική αξία των μετοχών, παν δε καθαρόν πλεόνασμα της αξίας ταύτης θα διανεμηθή εξ ημισειας μεταξύ Κυβερνήσεως και μετόχων.
1. To άρθρο 5 της σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος που κυρώθηκε με το Ν. 4502/1930 (ΦΕΚ A 100) ορίζει τα εξής: ΄Ή έννοια του άρθρου 73 του Καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος είναι ότι η Τράπεζα απαλλάσσεται πάσης αμέσου ή εμμέσου φορολογικής επιβαρύνσεως επιβαλλόμενης υπό μορφήν δημοσίου φόρου, ή δασμού, τέλους ή άλλης οιασδήποτε αναγκαστικής εισφοράς συμπεριλαμβανόμενων και των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών τελών (εσωτερικού). Εις τας άνω απαλλαγάς δεν περιλαμβάνονται τα εκ της αλλοδαπής εισαγόμενα οικοδομικά υλικά προς χρήσιν της Τραπέζης. Οσάκις κατά διάταξιν νόμου ή κατά την εν ταις συναλλαγαίς συνήθειαν ο φόρος ή το τέλος καταμερίζεται μεταξύ πλειόνων μετεχόντων της φορολογητέας συναλλαγής, η Τράπεζα απαλλάσσεται της βαρυνούσης αυτήν αναλογίας". Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. 32 του Ν. 896/1937 (ΦΕΚ A 395) από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού η δασμολογική απαλλαγή της Τράπεζας της Ελλάδος υπόκειται στους περιορισμούς των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου.
2. Τα εντός αγκυλών είναι άνευ αντικειμένου μετά την κατάργηση του άρθρου 63.
3. Η παράγραφος αυτή έχει προστεθεί με το άρθρο μόνο του Ν.Δ. 847/1971 (ΦΕΚ A 44).
4. Βλ. και άρθρο 15 παρ. 2 περ. λα του Ν.Δ. 1077/1971 (ΦΕΚ A 273) που προστέθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.Δ. 350/1974 (ΦΕΚ A 74).
5. Βλ. και άρθρο 12 παρ. 1 περ. γ του Ν. 1676/1986 (ΦΕΚ A 204).
ΤΜΗΜΑ XVI
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρον 751
1. Καταργήθηκε με την από 22.12.1997 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που κυρώθηκε με το Ν. 2609/1998 (ΦΕΚ A 101/11.5.1998). To άρθρο 75 είχε προστεθεί με το άρθρο 5 του Ν. 2120/1952 (ΦΕΚ A 132). Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις του άρθρου 75 του Καταστατικού είχαν αρχίσει να ισχύουν αφότου επικυρώθηκε από την ΙΔ΄ Γενική Συνέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος, δηλαδή από τις 22 Νοεμβρίου 1947.
- Πριν από την προσθήκη του άρθρου 75 του Καταστατικού είχε εκδοθεί ο AN. 233/1945 (ΦΕΚ A 78) "περί χρηματοδοτήσεως επιχειρήσεων υπό της Τραπέζης της Ελλάδος" που έχει ως εξής:
Αρθρον 1
1. Προς τον σκοπόν της ενισχύσεως της οικονομίας της χώρας επιτρέπεται εις την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως μέχρι τέλους του έτους 1946 χορηγή εις βιομηχανικάς, γεωργικάς, τραπεζιτικάς ή άλλας επιχειρήσεις πιστώσεις, συμφώνως πρός τους όρους τους καθοριζομένους εκάστοτε δι΄αποφάσεως του Γενικού Συμβουλίου της Τραπέζης κατά τας Διατάξεις του παρόντος.
2. Δια της αποφάσεως του Γενικού Συμβουλίου δύνανται να καθορίζονται και κατά παρέκκλισιν των σχετικών διατάξεων του Καταστατικού:
α) Ο τόκος και αι εγγυήσεις των παρεχόμενων πιστώσεων, β) η προθεσμία των πιστώσεων, γ) η προθεσμία και οι όροι ανανεώσεως των υπό της Τραπέζης δεκτών γινομένων γραμματίων εις προεξόφλησιν ή ασφάλειαν, δ) οι όροι παροχής ειδικών πιστώσεων προς Τράπεζας, ε) το ποσόν του συνόλου των πιστώσεων των χορηγούμενων δια προεξοφλήσεως γεωργικών γραμματίων και ενεχυρογράφων ή επί εγγυήσει τούτων.
3. Προς εξασφάλισιν της τηρήσεως των όρων της παροχής των πιστώσεων, το Γενικόν Συμβούλιον της Τραπέζης της Ελλάδος δύναται να καθορίζη και ποινικήν ρήτραν υπέρ του Δημοσίου εισπραπομένην υπό τούτου ως Δημοσίου εσόδου.
Αρθρον 2
Προς ασφάλειαν πιστώσεων χορηγουμένων υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εις την Αγροτικήν Τράπεζαν επιτρέπεται να συμφωνηθή σύστασις ενεχύρου επί υφισταμένων ή μελλουσών απαιτήσεων της οφειλετρίας κατά τρίτων άνευ ειδικακέρας αυτών μνείας και άνευ παραδόσεως ή οπισθογραφήσεως των συναφών τίτλων εις την Τράπεζαν της Ελλάδος.
Αρθρον 3
Η ισχύς του παρόντος ανατρέχει από της 11 Νοεμβρίου 1944.
- Με το άρθρο μόνο του Α.Ν. 1830/1949 (ΦΕΚ A 330) αφενός παρατάθηκε η ισχύς του Α.Ν. 233/1945 μέχρι το τέλος του έτους 1950 (παρ. 1) και αφετέρου προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού διάταξη ισχύουσα από τότε που άρχισε να ισχύει ο Α.Ν. 233/1945 (11.11.1944) με το ακόλουθο περιεχόμενο:
"Επιτρέπεται ωσαύτως εις την Τράπεζαν της Ελλάδος όπως χορηγή εις το Δημόσιον προκαταβολάς ή ενεργή προεξοφλήσεις συναλλαγματικών ή γραμματίων εις διαταγήν, οπισθογραφήσεως του Δημοσίου, υπό όρους καθοριζομένους δια συμφωνίας μεταξύ Δημοσίου και Τραπέζης".
- Στη συνέχεια, με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 2120/1952 κυρώθηκαν οι πιστώσεις που είχαν παρασχεθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι τη δημοσίευση του (12 Μαΐου 1952) βάσει του Α.Ν. 233/1945.
- Η ισχύς του Α.Ν. 233/1945 παρατάθηκε διαδοχικά με το άρθρο μόνο του Ν. 2134/1952 (ΦΕΚ A 142) και το άρθρο μόνο του Ν.Δ. 2539/1953 (ΦΕΚ A 226) μέχρι το τέλος του έτους 1954 και στη συνέχεια με το άρθρο τρίτο του Ν.Δ. 3074/1954 (ΦΕΚ A 242) για όσο χρόνο διαρκεί η λειτουργία της Νομισματικής Επιτροπής. Σύμφωνα με τη παράγραφο 3 του άρθρου 8 του Ν. 1266/1982 (ΦΕΚ A 81) ο AN. 233/1945 διατηρείται σε ισχύ και μετά την κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής.
Σημειώνουμε σχετικά ότι η Νομισματική Επιτροπή είχε συσταθεί με τον AN. 1015/1946 (ΦΕΚ A 90) και η λειτουργία της είχε παραταθεί με διάφορους νόμους, ο τελευταίος από τους οποίους όριζε ότι η λειτουργία της Νομισματικής Επιτροπής παρατείνεται μέχρι την έκδοση πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου για διακοπή της λειτουργίας της (άρθρο μόνο Ν.Δ. 4108/1960).
Με το άρθρο 41 του Ν.Δ. 957/1971 (ΦΕΚ A 166) καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή που είχε συσταθεί με το Α.Ν. 1015/1946 και με το άρθρο 6 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος είχε συσταθεί νέα. To Ν.Δ. 957/1971 καταργήθηκε με το άρθρο 46 του Ν.Δ. 175/1973 (ΦΕΚ A 230), με το άρθρο 5 του οποίου είχε συσταθεί νέα Νομισματική Επιτροπή. Η τελευταία καταργήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982, κατά το οποίο οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των Υποεπιτροπών της, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 του ιδίου νόμου, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή οργάνων της, εξουσιοδοτημένων από το Διοικητή, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής.