Εφετείο Λάρισας
Αριθ. απόφασης: 125/2004
Πρόεδρος: Διανέλλος Διανελλάκης, Εισηγητής: Γεωρ. Μπατζαλέξης
Δικηγόροι: Κων. Ευθυμίου - Χρ. Κατσαούνης, Ιωαν. Μπαλασούλης
Τύχη σύμβασης εργασίας σε περίπτωση που ο εργαζόμενος κατατάσσεται στις τάξεις του στρατού - παροχή εργασίας κατά το Σαββατοκύριακο.
1. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3514/1928, με τη στράτευση του υπαλλήλου που εργάστηκε πέραν του εξαμήνου, δεν λύεται η σύμβαση εργασίας, αλλά ο μισθωτός, όταν απολύεται από το στρατό, εντός μηνός, οφείλει να δηλώσει στον εργοδότη του, εάν προτίθεται να επαναλάβει την εργασία του και να προσέλθει εντός δεκαπέντε ημερών από την δήλωσή του. Στη περίπτωση αυτή, δεν επιτρέπεται η απόλυσή του ούτε και η απόκρουση των υπηρεσιών του επί ένα έτος, παρά μόνο για δικαιολογημένη αιτία που κρίνεται κυριαρχικά από την επιτροπή του άρθρου 7 του Α.Ν. 214/1936. Εάν όμως αποκρουσθούν οι υπηρεσίες του ή απολυθεί μετά την επανάληψη της εργασίας του εντός ενός έτους και θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να λάβει τόσο την εκ του Ν. 2112/1920 προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, όσο και την πρόσθετη αποζημίωση εκ του άρθρου 4 του Ν. 3514/1928, που ισούται με τις αποδοχές έξι μηνών, τις οποίες ελάμβανε πριν την στράτευσή του.
2. Η εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά το Σαββατοκύριακο, όταν απαγορεύεται από κανόνες δημόσιας τάξεως, είναι άκυρη και γενικά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Κ.904).
[...] ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3514/1928, προκύπτει ότι με τη στράτευση του υπαλλήλου που εργάστηκε πλέον του εξαμήνου δεν λύεται η σύμβαση εργασίας, αλλά ο μισθωτός, απολυόμενος εκ των τάξεων του στρατεύματος εντός μηνός οφείλει να δηλώσει στον εργοδότη του εάν προτίθεται να επαναλάβει την εργασία του και να προσέλθει εντός 15 ημερών από τη δήλωση του. Εφόσον προβεί στην παραπάνω δήλωση και προσέλθει για ανάληψη εργασίας, δεν επιτρέπεται η απόλυση του ούτε και η απόκρουση των υπηρεσιών του επί ένα έτος, παρά μόνο για δικαιολογημένη αιτία που κρίνεται κυριαρχικά από την επιτροπή του άρθρου 7 του Α.Ν. 214/1936. Εάν όμως αποκρουσθούν οι υπηρεσίες του ή απολυθεί μετά την επανάληψη της εργασίας του εντός έτους και θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να λάβει τόσο την εκ του Ν. 2112/1920 προβλεπόμενη αποζημίωση απολύσεως, όσο και την πρόσθετη αποζημίωση εκ του άρθρου 4 του Ν. 3514/1928, που ισούται με τις αποδοχές έξι μηνών, τους οποίους ελάμβανε προ της στρατεύσεώς του. Δια του άρθρου 11 παρ. 2 εδαφ. β Α.Ν. 547/1937 επεκτάθηκε η ισχύς του Ν. 3514/1928 και επί του εν γένει εργατοτεχνικού προσωπικού των πάσης φύσεως επιχειρήσεων. (ΑΠ 1022/1992 ΕλλΔνη 35,1049, ΑΠ 1338/1990 ΕΕργΔ 50, 182, Εφ.Πειρ. 318/2000 ΔΕΝ 2001, 893, Εφ.Θεσ. 421/1995 ΕλλΔνη 37,169 με τη σημείωση Ι. Κατρά, Εφ.Αθ. 4062/1992 ΕλλΔνη 34,226 και Εφ.Αθ. 5939/1991 ΕλλΔνη 34,226).
Εξάλλου η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (Κυριακή) ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου και κατά την ημέρα της υποχρεωτικής ανάπαυσης (Σάββατο), λόγω εξαντλήσεως της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπου ισχύει η τελευταία και απαγορεύεται από κανόνες δημοσίας τάξεως, και τούτο συμβαίνει, κατ άρθρο 17 της ΣΣΕ της 20/1/1981 "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως επιχειρήσεων πετρελαίων και υγραερίων όλης της χώρας, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 12922/1981 απόφαση Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 221 Β-15/4/1981) και για το υπαλληλικό και εργατοτεχνικό προσωπικό των πρατηρίων υγρών καυσίμων είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 ΑΚ). Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα πλήρωνε σε άλλον μισθωτό, που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις πιο πάνω μέρες, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας με τον ακύρως κατ αυτές εργασθέντα μισθωτό (ΑΠ 1017/95 ΔΕΝ 1995,1346, Εφ.Θεσ. 101/2001, Εφ.Αθ. 1454/2000, Νόμος,).
IV. Στην κρινόμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση... πλήρως αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ΕΠΕ με την επωνυμία "Ε.Ε. Ε. ΕΠΕ Εμ.... Πετ...." και με τον διακριτικό τίτλο "A... OI...." δραστηριοποιούταν στον τομέα εμπορίας λιπαντικών και υγρών καυσίμων και διατηρούσε στη Λ. σχετική επιχείρηση (πρατήριο) πωλήσεως των προϊόντων αυτών, το οποίο διέθετε τις γνωστές αντλίες εφοδιασμού των οχημάτων με υγρά καύσιμα, τις λοιπές εγκαταστάσεις, που, κατά δίδαγμα κοινής πείρας, διαθέτουν οι επιχειρήσεις αυτές, όπως λ.χ. για αντικατάσταση των λιπαντικών και πλύσιμο των οχημάτων, όπως και κατάστημα όπου αποθηκεύονται τα λιπαντικά και λοιπά είδη, τα οποία και πωλούνται στους πελάτες, κατά κύριο λόγο οδηγούς διερχομένων οχημάτων. Η εταιρία αυτή στη συνέχεια από 20/4/2001 μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία, η οποία εξακολούθησε την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα στις αυτές εγκαταστάσεις και υπό την επωνυμία, με την οποία φέρει ως εναγομένη. Δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της ΕΠΕ και του ενάγοντος στις 22/10/1997 ο δεύτερος προσλήφθηκε από την πρώτη για να εργασθεί ως υπάλληλος στην επιχείρηση της. Ο ενάγων ισχυρίζεται και τον ισχυρισμό του αυτόν αμφισβητεί η εναγομένη, καθολική διάδοχος της ΕΠΕ, ότι προσλήφθηκε τον Σεπτέμβριο του 1996, ενώ η εναγομένη τοποθετεί τον χρόνο της προσλήψεως του για την 22/10/1997. Για πρόσληψη του ενάγοντος τον 9/1996 καταθέτει ο μάρτυρας του, που χρημάτισε και αυτός υπάλληλος της εταιρίας, μάλιστα ήταν αυτός που τον συνέστησε στην ΕΠΕ, όταν έφυγε για να εργασθεί στη θέση του, ενώ η μάρτυρας της εναγομένης, βοηθός λογιστού, η οποία προσλήφθηκε μεταγενεστέρως το έτος 1998 και δεν έχει ιδίαν αντίληψη του χρόνου προσλήψεως του ενάγοντος, πλην όμως, λόγω της εργασίας της στο λογιστήριο της επιχειρήσεως, αντλεί τις περί τούτου γνώσεις της, όπως καταθέτει, από τις καταστάσεις του επιδοτούμενου από τον ΟΑΕΔ προσωπικού της επιχειρήσεως, λέγει ότι προσλήφθηκε τον Οκτώβριο 1997. Η πρόσληψη του όμως κατά τον μήνα Οκτώβριο του 1997 και δη στις 22/10/1997 προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγομένη δήλωση αναγγελίας προσλήψεως που υποβάλλεται στον Ο.Α.Ε.Δ., στην οποία αναφέρεται ως χρόνος προσλήψεως του η 22/10/1997. Την δήλωση αυτή υπογράφει και ο ενάγων, που δεν αμφισβητεί την γνησιότητα της υπογραφής του, ο οποίος έτσι επιβεβαιώνει την αναγραφόμενη ημεροχρονολογία της προσλήψεώς του, την οποία ήδη αμφισβητεί, μεταθέτοντας προς τα οπίσω, κατά ένα χρόνο περίπου την πρόσληψή του, διότι έτσι μπορεί να θεμελιώσει υπέρτερες αξιώσεις και επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές ενός χρόνου, όπως έκανε με την καταγγελία που υπέβαλε στο ΙΚΑ στις 21/6/2001, με την οποία διεκδίκησε επιπλέον χρόνο ασφάλισης 339 ημερών, για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Ο ίδιος βέβαια ισχυρίζεται ότι υπέγραψε την δήλωση αυτή, που επιβλήθηκε για την εκμετάλλευση προγραμμάτων επιδοτήσεως του ΟΑΕΔ, για να αποφύγει την απόλυση του. Δεν δίδει όμως απάντηση σε σειρά ευλόγων ερωτημάτων και δη, γιατί δεν θα μπορούσε να προσβάλλει μία τέτοια ενδεχομένη απόλυση ως άκυρη, αφού θα ήταν αντίθετη προς την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ως γενομένη από λόγους εκδικήσεως του εργαζομένου, διότι διεκδίκησε νόμιμα δικαιώματα του, σε κάθε δε περίπτωση γιατί δεν ανέφερε τον προγενέστερο ως άνω χρόνο της προσλήψεως του και δεν διεκδίκησε, με την οικεία καταγγελία προς το ΙΚΑ, τον επιπλέον αυτό χρόνο ασφάλισης των 339 ημερών, όταν στις 20/11/1999 έπαυσε να απασχολείται στην επιχείρηση, διότι στρατεύθηκε (βλ. από 22/10/1999 σημείωμα κατάταξης Σ.Γ. Λαρίσης), αφού μία τέτοια ενέργειά του, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, δεν θα μπορούσε, ενόψει των αναφερθέντων εκεί συνεπειών για την εναγομένη, να αποτρέψει την άσκηση του δικαιώματος για επανάληψη της εργασίας του και την ικανοποίηση του από την εναγομένη, μετά την απόλυση του από τις τάξεις του στρατεύματος στις 22/5/2001 (βλ. ειδικό φύλλο πορείας στρατιωτικής μονάδας ... ΕΤΠ), αλλά έπραξε τούτο μετά ένα μήνα από της απολύσεως και αφού είχε προηγηθεί, όπως θα λεχθεί, καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας για μη ικανοποίηση του δικαιώματος του για επανάληψη της εργασίας, καταγγελία για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω.
Περαιτέρω δεν δίδεται πειστική εξήγηση και στην εύλογη απορία, κατά ποια λογική, το μεν ο ενάγων θα δεχόταν να εργάζεται επί ένα χρόνο χωρίς ασφάλιση και ασφαλιστική κάλυψη, τόσο περισσότερο καθόσον η ανωτέρω αντίδρασή του, όταν έκρινε ότι η εναγομένη είχε πρόθεση να μην ικανοποιήσει τη νόμιμη αξίωσή του για επανάληψη της εργασίας του, (άμεση προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας), καταδεικνύει ότι δεν ανέχεται να προσβάλλονται τα νόμιμα δικαιώματά του, το δε η ΕΠΕ θα απασχολούσε εργαζόμενο χωρίς να τον ασφαλίσει στο ΙΚΑ και θα εκτίθετο στον κίνδυνο ανακαλύψεως της παραλείψεως αυτής κατά τη διάρκεια ενός πολύ πιθανού τυχαίου ελέγχου καν στην επιβολή πολλαπλασίων των οφειλομένων εισφορών προσαυξήσεων. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η σύμβαση εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της ΕΠΕ καταρτίσθηκε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, στις 22/10/1997.
Ο ενάγων προσλήφθηκε για να απασχοληθεί, όπως και οι άλλοι υπάλληλοι του πρατηρίου, με τον χειρισμό των αντλιών υγρών καυσίμων, με τις πωλήσεις λιπαντικών, διαφόρων αξεσουάρ αυτοκινήτων και λοιπών ειδών που διαθέτουν οι επιχειρήσεις αυτού του είδους και εν γένει με την παροχή υπηρεσιών στους διερχόμενους οδηγούς των αυτοκινήτων. Βέβαια η εκτέλεση των εργασιών αυτών συνεπαγόταν είσπραξη του αντιτίμου των χορηγουμένων καυσίμων και πωλουμένων ειδών, την έκδοση τιμολογίων, στις πολύ λίγες περιπτώσεις, που, για επαγγελματικούς λόγους, θα αξίωνε ο συγκεκριμένος πελάτης, διότι αποδείξεις πωλήσεως προς τους ιδιοκτήτες των ΙΧΕ αυτοκινήτων, για τα χορηγούμενα καύσιμα, δεν εκδίδουν οι επιχειρήσεις αυτές. Η άσκηση και των παρεπομένων της κυρίας ως άνω ενασχολήσεως αυτών καθηκόντων δεν μπορεί να του προσδώσει την ιδιότητα του ταμία της επιχειρήσεως, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός. Τούτο δε διότι και τούτο αποτελεί δίδαγμα κοινής πείρας, κατά κανόνα, οι επιχειρήσεις αυτού του είδους δεν απασχολούν ειδικώς υπαλλήλους με την εκτέλεση καθηκόντων αποκλειστικώς ταμία, αλλά τα καθήκοντα αυτά τα εκτελούν όλοι οι υπάλληλοι που ασχολούνται με τις αυτές ως άνω, όπως και ο ενάγων, εργασίες και μετά το πέρας της βάρδιας τους αποδίδουν τις εισπράξεις στον εκπρόσωπο της εταιρίας ή στον επιχειρηματία, όταν πρόκειται για ατομική επιχείρηση. Δεν αποδείχθηκε δε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν εξαιρετικοί λόγοι που επέβαλαν στην ΕΠΕ να έχει οργανωμένη υπηρεσία Ταμείου και να απασχολεί έναν υπάλληλο με την άσκηση, κατά κύριο λόγο, καθηκόντων ταμία, αλλά αντιθέτως η μάρτυρας της εναγομένης καταθέτει ότι δεν υπήρχε στην επιχείρηση ιδιαίτερη θέση ταμία, αλλά τα καθήκοντα αυτά ασκούσαν παρεμπιπτόντως οι λοιποί υπάλληλοι και ότι ο ενάγων εκτελούσε τις ανωτέρω αναφερόμενες εργασίες. Βέβαια ο μάρτυρας του ενάγοντος καταθέτει τα εντελώς αντίθετα και λέει ότι και αυτός ασκούσε καθήκοντα ταμία, πλην όμως ο ενάγων, εξεταζόμενος χωρίς όρκο, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, πάνω στο ζήτημα αυτό, καταθέτει, παραθέτοντας τα καθήκοντα του, ότι εξέδιδε τιμολόγια, παραλάμβανε τις φορτωτικές, τοποθετούσε στα ράφια τα λάδια και τα αξεσουάρ, παραδέχεται δε ότι εργαζόταν και στις αντλίες καυσίμων, προσθέτει όμως, για ευνόητους λόγους, και δη για να μη επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό της εναγομένης περί απασχολήσεως του κυρίως με τον χειρισμό των αντλιών, αλλά μόνον παρέργως, ότι αυτό γινόταν μόνον όταν δεν υπήρχε άλλος υπάλληλος για να κάνει τη δουλειά αυτή, πλην όμως τον διαψεύδει ο δεύτερος μάρτυρας της εναγομένης, συνάδελφος του, ο οποίος καταθέτει από ίδια αντίληψη, ότι ο ενάγων δούλευε στις αντλίες και παρεμπιπτόντως έκοβε τιμολόγια.
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι ουδέν αναφέρει περί διενεργείας εισπράξεων και πληρωμών, που είναι, ως γνωστόν, το κύριο καθήκον του ταμία, ούτε για ενημέρωση βιβλίων ταμείου, που πρέπει να διαθέτει η επιχείρηση, όταν έχει ξεχωριστή θέση ταμία, η τήρηση των οποίων δικαιολογεί την καταβολή του επιδόματος λαθών. `Αλλωστε, όπως προκύπτει από το ανωτέρω φύλλο πορείας του ενάγοντος, κατά τη διάρκεια της θητείας του είχε την ειδικότητα του οδηγού αυτοκινήτου, το γεγονός δε αυτό σε συνδυασμό με τις γραμματικές του γνώσεις (απόφοιτος ΙΕΚ), δεν πείθουν ότι διέθετε ιδιαίτερα προσόντα και γνώσεις που να δικαιολογούν την ανάθεση σ΄ αυτόν, αποκλειστικώς, καθηκόντων ταμία και μάλιστα όπως ο ίδιος ισχυρίζεται σε επιχείρηση που διέθετε σύστημα μηχανοργάνωσης, ούτε βέβαια μπορεί να συναχθεί κάτι τέτοιο από την φωτογραφία που προσκομίζει και επικαλείται στην οποία απεικονίζεται καθήμενος με άλλους υπαλλήλους στο εσωτερικό του καταστήματος. Αβάσιμα λοιπόν ισχυρίζεται ο ενάγων ότι, κατά τη διάρκεια της ως άνω απασχολήσεώς του στην εργοδότρια του ΕΠΕ, ασκούσε καθήκοντα ταμία της επιχειρήσεως και βέβαια δεν δικαιούταν το εκ 5% επί του βασικού μηνιαίου μισθού του επίδομα λαθών, που, με το άρθρο 10 των κατωτέρω από 10/7/1996 και 24/7/1998 ΣΣΕ (βλ. και άρθρο 9 της 35/1981 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την 14110/1981 απόφαση του Υπουργού Εργασίας - ΦΕΚ 220 Β-20/5/1981), χορηγείται στους ταμίες που έχουν ως αποκλειστική και μόνη απασχόληση την διενέργεια εισπράξεων και πληρωμών, ως και την τήρηση των απαραιτήτων βιβλίων του ταμείου τα επιχειρήσεως, είτε μεμονωμένως, είτε από κοινού με τους άλλους ταμίες, καθήκοντα τα οποία ουδόλως, όπως λέχθηκε, ασκούσε αυτός.
Ο ενάγων απασχολήθηκε στην ανωτέρω ΕΠΕ, ασκώντας τα ως άνω καθήκοντα, αντί των κάθε φορά νομίμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονταν από τις οικείες ΣΣΕ, από της προσλήψεώς του μέχρι τις 20/11/1999, όταν, κατά τα ανωτέρω, κλήθηκε να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Η στράτευση του διήρκεσε μέχρι τις 22/5/2001, όταν και απολύθηκε από τις τάξεις του Στρατού. Μετά την απόλυσή του, ασκώντας το αναφερόμενο στη μείζονα σκέψη δικαίωμα για επανάληψη της εργασίας του με τους αυτούς όπως και μέχρι της στρατεύσεώς του όρους, απευθύνθηκε στην εναγομένη η οποία, όπως λέχθηκε, από τις 20/4/2001, κατέστη καθολικός διάδοχος της εργοδότριας του ΕΠΕ, και ζήτησε να αναλάβει εργασία. Η εναγομένη, επειδή η εμφάνιση του ενάγοντος δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις της με το προσωπικό, αφού, όπως καταθέτει η μάρτυρας της, είχε προσλάβει μετά την στράτευση άλλο υπάλληλο, δια του νομίμου εκπροσώπου της Θ.Π. αντέδρασε και δεν έδειξε διάθεση ικανοποιήσεως του νόμιμου αιτήματος του ενάγοντος. Για το λόγο αυτό ο ενάγων στις 29/5/2001 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Λαρίσης, η οποία κάλεσε τον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, για την 5/6/2001, προκειμένου να συζητηθεί και διευθετηθεί το ζήτημα που ανέκυψε. Πράγματι στις 5/6/2001 έγινε συνάντηση στο Γραφείο του Επιθεωρητή Εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης και επήλθε συμφωνία των μερών ο ενάγων να επιστρέψει στην εργασία του στις 2/7/2001, συμφωνία η οποία καταχωρήθηκε στο .../29/5/2001 δελτίο εργατικής διαφοράς, που υπογράφηκε και από τα τρία μέρη, το οποίο προσκομίζεται με επίκληση από τον ενάγοντα. Ο τελευταίος όμως, μετά από την συμφωνία αυτή, πριν επαναλάβει την εργασία του στην εναγομένη και διαπιστώσει αν αυτή θα τηρούσε τα υηεσχημένα, προέβη σε ενέργεια που δυναμίτιζε τις σχέσεις του με την εργοδότρια του και καθιστούσε προβληματική, αν όχι αδύνατη, την επανέναρξη της συνεργασίας τους, πριν ακόμη αυτή επαναληφθεί, ταυτόχρονα δε καταδεικνύει ότι δεν είχε πρόθεση να εργασθεί εκ νέου στην επιχείρηση της εναγομένης, αφού με την ενέργεια του αυτή δεν δημιουργούσε το κατάλληλο για την επανάληψη της εργασίας του κλίμα. Ειδικότερα έσπευσε, όπως λέχθηκε, να υποβάλλει στις 21/6/2001 στο Υποκ/μα του ΙΚΑ Λαρίσης δήλωση απασχόλησης - καταγγελία, που έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ..., με την οποία, που προσκομίζεται με επίκληση από τον ίδιο, δήλωσε, ανακριβώς, όπως λέχθηκε, ότι είχε προσληφθεί στις 4/9/1996 και μέχρι τις 21/10/1997 η τότε εργοδότρια του ΕΠΕ, που προαναφέρθηκε, τον απασχολούσε χωρίς να τον ασφαλίσει και ζήτησε την πρόσθετη ασφάλιση του, πέραν εκείνης από 22/10/1997 έως 20/11/1999 και για το χρονικό αυτό διάστημα των 339 ημερών.
Στη συνέχεια την καθορισμένη ως άνω ημερομηνία, χωρίς βέβαια ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης να γνωρίζει την ως άνω καταγγελία, προσήλθε στην επιχείρηση της εναγομένης και απαίτησε να εργασθεί ως ταμίας, αίτημα βέβαια που, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό και βέβαια και τούτο δεικνύει ότι η προσέλευση του για ανάληψη εργασίας ήταν προσχηματική, δεν συζήτησε καν την προσφορά της εναγομένης να εργασθεί, όπως και προηγουμένως, στις αντλίες υγρών καυσίμων και στις λοιπές ως άνω εργασίες, αλλά έσπευσε και αποχώρησε από το πρατήριο. Ο παριστάμενος κατά την προσέλευση και αποχώρηση του ενάγοντος από την επιχείρηση μάρτυρας της εναγομένης, επιβεβαιώνει πλήρως την ανωτέρω συμπεριφορά του και τον ισχυρισμό βέβαια της τελευταίας ότι ο ενάγων αρνήθηκε να εργασθεί στις αντλίες υγρών καυσίμων και ότι απομακρύνθηκε από τις εγκαταστάσεις της, μόλις του υποδείχθηκε να εργασθεί εκεί που προηγουμένως, όπως από ίδια αντίληψη γνωρίζει ο μάρτυρας, εργαζόταν. Τα ίδια καταθέτει, από ίδια αντίληψη, αφού βρισκόταν στην επιχείρηση την ώρα εκείνη, για το ζήτημα αυτό και η μάρτυρας της εναγομένης, ενώ αντιθέτως ο μάρτυρας του ενάγοντος ουδέν γνωρίζει από ίδια αντίληψη για την διαδικασία επανάληψης της εργασίας από τον ενάγοντα, αλλά περιορίζεται να μεταφέρει αυτά που πληροφορήθηκε για το ζήτημα αυτό από τον ίδιο. Αμέσως μετά την άρνηση του ενάγοντος να εκτελέσει την ίδια όπως και προηγουμένως εργασία και την αποχώρηση του από την επιχείρηση η εναγομένη του απεύθυνε εξώδικη δήλωση μετά διαμαρτυρίας και πρόσκληση, η οποία επιδόθηκε σ΄ αυτόν στις 5/7/2001 (βλ. .../5/7/2001 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ν.Σ.), με την οποία αφού εξέθεσε όλη την ανωτέρω πορεία και εξέλιξη του ζητήματος της επανάληψης της εργασίας του και στιγμάτισε το γεγονός της αποχώρησης του τον κάλεσε όπως εντός 5 ημερών από της επιδόσεως της εξωδίκου να προσέλθει στην επιχείρηση και να αναλάβει την ίδια όπως και πριν από την στράτευση του εργασία, δηλώνοντάς του ότι η μη ανταπόκρισή του στην πρόσκληση της θεωρείται ως καταγγελία της συμβάσεως και θα επέφερε την λύση της. Στην εξώδικη αυτή πρόσκληση δεν ανταποκρίθηκε ο ενάγων, ούτε απάντησε για να αντικρούσει τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης περί του χρόνου της προσλήψεώς του και του είδους της εργασίας που εκτελούσε προ της στρατεύσεώς του και της απαιτήσεώς του να του ανατεθούν καθήκοντα ταμία, αλλά άσκησε την κρινόμενη αγωγή. Κατ΄ ακολουθία τούτων η εναγομένη δεν απέκρουσε τις υπηρεσίες του ενάγοντα, ούτε δεν δέχθηκε να τον επαναπροσλάβει, αλλά αρνήθηκε να ικανοποιήσει την μη νόμιμη αξίωση του να του ανατεθούν καθήκοντα διαφορετικά εκείνων που ασκούσε προ της στρατεύσεώς του και τον κάλεσε να αναλάβει την εργασία του ασκώντας τα ανωτέρω, όπως και προηγουμένως, καθήκοντά του, στην άσκηση των οποίων και ενέμεινε, κατά νόμο, ευρεθείσα προ της ως άνω αρνήσεώς του, και τον κάλεσε προς τούτο, του έθεσε δε και εύλογη προθεσμία, πρόσκληση στην οποία αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Συνεπώς, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην μείζονα σκέψη, η εναγομένη δεν θεωρείται ότι κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας, αλλά αντιθέτως εκείνος που την κατάγγειλε ήταν ο ενάγων και έτσι δεν δικαιούται τις εκεί αναφερόμενες αποζημιώσεις του Ν. 2112/1920 και του Ν. 3514/1928.
Ο ενάγων όμως, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της απασχολήσεώς του στο πρατήριο υγρών καυσίμων της ΕΠΕ, εργαζόταν επί 6 μέρες την εβδομάδα, παρότι, όπως λέχθηκε και για τα πρατήρια υγρών καυσίμων καθιερώθηκε το σύστημα της 5νθήμερης εργασίας. Βέβαια, οι μάρτυρες της εναγομένης καταθέτουν ότι όλοι οι υπάλληλοι εργαζόντουσαν επί 5 ημέρες την εβδομάδα, παρότι τα πρατήρια υγρών καυσίμων λειτουργούν και τις ημέρες των αργιών, όπως είναι το Σάββατο υπό καθεστώς 5νθήμερης εργασίας, ( άρθρο 46 παρ. 2 Ν. 2224/1994). Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η μάρτυρας της εναγομένης καταθέτει ότι ο ενάγων εργαζόταν επί 25 ημέρες τον μήνα, απασχόληση η οποία προϋποθέτει 6ήμερη εργασία, ενώ σε 5νθήμερη εργασία η μηνιαία απασχόληση του εργαζομένου ανέρχεται σε 20 ημέρες. Ο μάρτυρας βέβαια του ενάγοντος καταθέτει για 5νθήμερη απασχόληση όλου του προσωπικού, όπως και του ιδίου όταν εργαζόταν στο πρατήριο, κατάθεση που είναι σύμφωνη και με την κατά τα άνω εβδομαδιαία λειτουργία των πρατηρίων υγρών καυσίμων, αλλά και με τη διάταξη του άρθρου 20 της κατωτέρω από 24/10/1998 ΣΣΕ, που προβλέπει υποχρεωτική για το προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών την εκ περιτροπής εργασία και την έκτη ημέρα της εβδομάδας υπό τους όρους που αναφέρονται σ΄ αυτή. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται, για την απασχόληση αυτή, την αναφερόμενη στην μείζονα σκέψη αποζημίωση, όπως αιτείται με την αγωγή, χωρίς, για το ορισμένο του οικείου κονδυλίου, να απαιτείται, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη, ο προσδιορισμός ημεροχρονολογιακώς της έκτης ημέρας, αλλά αρκεί η αναφορά του συνολικού αριθμού ημερών τέτοιας απασχολήσεως κατά μήνα (Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδοση Τετάρτη παρ.321 και εκεί παραπομπές). Συνεπώς, κατ΄ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη έκρινε ορισμένη την αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό και ο πρώτος λόγος της εφέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Ο ενάγων απασχολήθηκε 10 ημέρες επιπλέον κατά το διάστημα από 22/10-31/12/1997, 26 ημέρες για το διάστημα από 1/1-30/6/1998, 13 ημέρες για καθένα των διαστημάτων από 1/7-30/9 και 1/10-31/12/1998, 26 ημέρες στο διάστημα από 1/1-30/6/1999 και 21 ημέρες από 1/7/-20/11/1999. Το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται, για την αιτία αυτή, ο ενάγων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ιδίου, ως προς το ύψος των νομίμων αποδοχών του, οι οποίες και υπολείπονται αυτών που, κατά νόμο και δη τις ΣΣΕ από 10/7/1996 και 24/7/1998, "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως επιχειρήσεων πετρελαίου και υγραερίων όλης της χώρας", σε συνδυασμό με ΥΑ 13529-29/11/1996 και 12925-25/11/1998, αντίστοιχα, που τις κήρυξαν εκτελεστές, δικαιούταν, ανέρχεται στα κατωτέρω ποσά. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 των ως άνω ΣΣΕ, οι βασικοί μισθοί του υπαλληλικού και βοηθητικού προσωπικού των πρατηρίων υγρών καυσίμων, για την κρινόμενη περίοδο, ανέρχονταν σε 162.942 δραχμές για το έτος 1997 και 180.188 (α΄ εξάμηνο 1998), 183.792 (β΄ εξάμηνο 1998 και έτος 1999) με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8 αυτών αναπροσαρμογές, λόγω δε του ότι αυτές με τις οποίες, κατά τα κατωτέρω, υπολογίζει την αποζημίωσή του για την αιτία αυτή, είναι κατώτερες των ως άνω νομίμων, δεν αφαιρείται το εκ ποσοστού 5% επίδομα διαχειριστικών λαθών, που το συνυπολογίζει ο ενάγων, χωρίς βέβαια να το δικαιούται, όπως λέχθηκε, ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά, με το νόμιμο τόκο, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις, ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως της τοκοφορίας, που είναι μεταγενέστερο του νομίμου, σύμφωνα με το αίτημα του. Συνεπώς, με βάση τους υπολογισμούς του, που είναι δεσμευτικοί για το Δικαστήριο, ο ενάγων δικαιούται: {...} Συνολικά δε δικαιούται ποσό (62.435 + 166.780 + 85.725 + 89.743 + 183.076 + 150.382) 738.141 δραχμές η το ισόποσο από 2.166,22 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τα πιο πάνω χρονικά σημεία για καθένα από τα επί μέρους κονδύλια που απαρτίζουν το εν λόγω ποσό.
Εφόσον η εκκαλουμένη έκρινε αντίθετα και θεώρησε, ότι ο ενάγων προσλήφθηκε στις 4/9/1996, ασκούσε καθήκοντα ταμία, τα οποία και αρνήθηκε η εναγομένη να του αναθέσει μετά την απόλυσή του από το Στρατό και θεωρείται ότι κατάγγειλε την σύμβαση εργασίας και υποχρεούταν να καταβάλλει την αναφερομένη στην μείζονα σκέψη αποζημίωση των 3 και 6 μηνών αποδοχών, όπως το ύψος αυτών είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο της καταγγελίας, συνολικού ποσού (674.177 + 1.100.700) 1.774.877 δραχμών, επιπλέον δε επιδίκασε αποζημίωση για την απασχόληση επί 6 ημέρες την εβδομάδα συνολικού ποσού 1.093.015 δραχμών εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις.
Συνεπώς πρέπει, κατά παραδοχή των 2ου και 3ου λόγων της εφέσεως, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη για, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, τον μεν παραδοχή ως χρόνου προσλήψεως την 4/9/1996, παροχή εργασίας επί 6ήμερο και επιδίκαση αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (1ος), το δε παραδοχή απόκρουσης από την εναγομένη της προσφερθείσης από τον ενάγοντα εργασίας με τους αυτούς ως και προ της στρατεύσεως του όρους, στην οποία (παραδοχή) εμπεριέχεται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, και η κρίση περί της ασκήσεως προ της στρατεύσεως το" καθηκόντων ταμία, η οποία ωσαύτως πλήττεται, χωρίς να είναι αναγκαίο, όπως επισημαίνει ο ενάγων, να αναφέρεται ρητώς στην έφεση και αξιώσεως εκ του λόγου αυτού του ενάγοντος για καταβολή της κατά νόμο αποζημιώσεως, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από την εναγομένη (2ος), να εξαφανισθεί και αφού κρατηθεί η υπόθεση για κατ οποίο έρευνα να γίνει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη κατ΄ ουσία κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο.