Εφετείο Λάρισας
Αριθ. απόφασης: 384/2004
Πρόεδρος: Διανέλλος Διανελλάκης,
Δικαστές: Σ. Καραχάλιου, Γ. Αποστολάκης (εισηγητής)
Δικηγόροι: Γ. Καπατσέλος - Κ. Μπουρτζής
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Παραίτηση μισθωτού από τις αξιώσεις του.
Η παραίτηση του μισθωτού από τις αξιώσεις του είναι άκυρη, είτε γίνει πριν είτε μετά από την παροχή εργασίας. Όταν όμως αφορά σε απαιτήσεις που υπερβαίνουν τα νόμιμα μισθολογικά όρια, ή σε απαιτήσεις που απορρέουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό, τότε η παραίτηση είναι νόμιμη.
Μορφή παραίτησης αποτελεί και ο συμβιβασμός του μισθωτού ως προς τις μισθολογικές
[...] Επειδή, όπως προκύπτει από τα άρθρα 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 11 παρ. 1 Ν. 547/1937, 4 Α.Ν. 1843/1939, 5 παρ. 1 Ν. 539/1945, 14 Ν. 551/1914, 8 Ν. 4020/59, η συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του είναι άκυρη, είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας είτε μετά από αυτήν. Αντίθετα, η απαγόρευση και η ακυρότητα δεν αφορούν στον υπέρ τα νόμιμα όρια συμβατικό μισθό και στις απαιτήσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Μορφή παραιτήσεως από το μισθό αποτελεί και ο κατά το άρθρο 871 του ΑΚ συμβιβασμός του μισθωτού με τον εργοδότη ως προς μισθολογικές αξιώσεις, ο οποίος είναι μεν άκυρος όσον αφορά τις παραπάνω αξιώσεις, ως προς τις οποίες απαγορεύεται η παραίτηση, είναι όμως έγκυρος όταν ως προς τις πραγματικές η νομικές προϋποθέσεις των εν λόγω αξιώσεων του μισθωτού επικρατεί σοβαρή αμφιβολία και, σε κάθε περίπτωση, ως προς αυτές για τις οποίες επιτρέπεται η παραίτηση, όπως στις απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 843/2002 ΕλλΔνη 43(2002)1659, ΑΠ 333/2000 ΕλλΔνη 41(2000)1370). Εν προκειμένω, από τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του δικαστηρίου (βλ. υπ? αριθ. 64/1997 πρακτικά συνεδριάσεως) και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων είναι Ουκρανός υπήκοος και την 1/4/1994 συνήψε με τον εναγόμενο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για αόριστο χρόνο, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ανειδίκευτου εργάτη (γενικών καθηκόντων) στην επιχείρηση επεξεργασίας ξηρών καρπών που ο εναγόμενος διατηρεί σε αγρόκτημα του στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας. Συγκεκριμένη αμοιβή δεν καθορίσθηκε, έτσι ώστε να ισχύουν όσα κάθε φορά θα όριζαν για τον κλάδο των ανειδίκευτων εργατών οι Ε.Σ.Σ.Ε. Η σύμβαση αυτή, κατά τα πραναφερόμενα, ήταν άκυρη γιατί ο (αλλοδαπός) ενάγων που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ε.Ε. δεν ήταν εφοδιασμένος με την απαιτούμενη κατά νόμον άδεια εργασίας. Ο ενάγων πρόσφερε κανονικά τις υπηρεσίες του μέχρι τις 31/5/1996 που η σύμβαση λύθηκε με κοινή συμφωνία, γιατί ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Μέχρι τότε, αν εξαιρεθούν κάποια μικροποσά που ο εναγόμενος έδινε στον ενάγοντα για τις καθημερινές προσωπικές του ανάγκες, δεν είχε καταβληθεί η αμοιβή του ενάγοντος. Ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα ο εναγόμενος εργοδότης του είχε εξασφαλίσει στέγη και τροφή στο χώρο της επιχείρησης. Έτσι ανέκυψε ζήτημα καθορισμού της αμοιβής που έπρεπε να λάβει συνολικά για όλο το χρόνο παροχής της εργασίας (26 μήνες) και τα μέρη διαφώνησαν. Ο ενάγων αποφάσισε να διεκδικήσει δικαστικά τις αξιώσεις που πίστευε ότι έχει κατά του εναγομένου και στις 18/6/1999 κατέθεσε στο μονομελές πρωτοδικείο Βόλου την υπό κρίση αγωγή. Παρά ταύτα τα δύο μέρη, λίγες μέρες αργότερα, ήλθαν σε επαφή και έλυσαν εξώδικα τη διαφορά τους με συμβιβασμό. Συγκεκριμένα, στις 20/9/1996 συμφώνησαν να λάβει ο ενάγων για την εργασία που συνολικά πρόσφερε το ποσό των 2.600.000 δρχ., παραιτούμενος από οποιαδήποτε άλλη απαίτησή του. Μάλιστα έλαβε την ίδια ημέρα 1.500.000 δρχ. και το υπόλοιπο (1.100.000 δρχ.) ορίσθηκε να καταβληθεί στις 25/6/1997. Η συμφωνία συμβιβασμού στο ποσό αυτό και η δήλωση του ενάγοντος περί παραιτήσεως από τα υπόλοιπα ποσά που είχε περιλάβει στην αγωγή του βεβαιώνεται με λόγο γνώσεως και πειστικότητα από το μάρτυρα ανταποδείξεως, που ήταν παρών κατά τη συμφωνία. `Αλλωστε, οι διάδικοι συνέταξαν τη στιγμή εκείνη και μία πρόχειρη απόδειξη με ημερομηνία 20/6/1996, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Αγχίαλος 20/6/1996. Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι Ε.Τ. και Β.Κ. συμφώνησαν τα ακόλουθα: Ο Β.Κ. λαμβάνει 1.500.000 δρχ. Το υπόλοιπο ποσό 1.100.000 δρχ. θα το λάβει μέσα σε ένα χρόνο, ήτοι 25/6/1997. Τα χρήματα αυτά προέρχονται από εργασία του δευτέρου προς τον πρώτο". Ακολουθούν υπογραφές, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται. Μάλιστα, όπως βεβαιώνει ο ίδιος μάρτυρας, ο ενάγων, μόλις έγινε ο συμβιβασμός, τηλεφώνησε στο δικηγόρό του και ζήτησε να σταματήσει την πρόοδο της δίκης. Η ανωτέρω παραίτηση του ενάγοντος, που έγινε στα πλαίσια του συμβιβασμού, ήταν έγκυρη και προκάλεσε την απόσβεση των ένδικων αξιώσεων (ενόψει και εν γνώσει των οποίων ακριβώς συμφωνήθηκε) διότι, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, όσον αφορά τις απαιτήσεις του που στηρίζονται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γι? αυτές δεν αξιώνεται από το νόμο καμία προϋπόθεση για το κύρος μίας τέτοιας παραιτήσεως, όσον δε αφορά τις απαιτήσεις για αποδοχές και επίδομα αδείας (415.000 δρχ.), καθώς και για επιδόματα (δώρα) εορτών (418.355 δρχ.) που στηρίζονται ευθέως στο νόμο, έστω και αν η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, γι? αυτές υπήρχε στα μέρη σοβαρή αμφιβολία ως προς τις πραγματικές και τις νομικές προϋποθέσεις τους, την οποία έλυσαν με αμοιβαίες υποχωρήσεις με το συμβιβασμό. Η αμφιβολία αυτή υπήρξε απόρροια του γεγονότος ότι ο ενάγων ήδη λάμβανε, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάρκεια της εργασίας μικροποσά για την αντιμετώπιση των καθημερινών του αναγκών, αλλά και γιατί λάμβανε επιπλέον αμοιβή σε είδος (εξασφάλιση στέγης και τροφής καθημερινά) και συνεπώς τα μέρη, με το συμβιβασμό τους, έλυσαν την έριδα αν και σε ποιο μέτρο οι ανωτέρω παροχές έπρεπε να συμψηφισθούν και να αφαιρεθούν από το σύνολο των αποδοχών του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι δεν έχει λάβει ακόμη το ποσό των 1.100.000 δρχ. που είχε πιστωθεί για τις 25/6/1997 είναι νομικά αδιάφορος για την υπό κρίση αγωγή, διότι το κύρος του συμβιβασμού δεν εξαρτήθηκε από την προηγούμενη καταβολή του (πρβλ. την περίπτωση που απασχόλησε την ΑΠ 843/2002 ό.π.). Παρέχεται όμως σ? αυτόν δικαίωμα να αξιώσει την καταβολή του με βάση όχι πλέον την (άκυρη) εργασιακή σύμβαση, αλλά την ανωτέρω (έγκυρη) σύμβαση συμβιβασμού. Πρέπει λοιπόν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί συμβιβασμού, την οποία είχε προτείνει παραδεκτώς ήδη στον πρώτο βαθμό και συνιστά ένσταση ανατρεπτική κατά της αγωγής, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη και να απορριφθεί η αγωγή και ως προς την επικουρική της βάση. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., διότι υπήρχε σ? αυτούς σοβαρή αμφιβολία για την έκβαση της δίκης, εξαιτίας της δυσχέρειας της ερμηνείας των νομικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω.