Απόφ.Εφετείου 493/2004 (01/01/2004)

Συνέπειες μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας για τον εργαζόμενο - έννοια και προστασία μισθού - πρόσθετες παροχές.

Εφετείο Αθηνών
Αριθ. απόφασης: 493/2004
Πρόεδρος: Φ. Καϋμενάκης, Πρόεδρος Εφετών,
Εισηγητής: Ν. Χριστόπουλος, Εφέτης
Δικηγόροι: Α. Μπαλωμένου, Κ. Φιλιππόπουλος,
Ε. Γεωργόπουλος, Π. Μάλοβιτς - Γεωργιάδη

Συνέπειες μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας για τον εργαζόμενο - έννοια και προστασία μισθού - πρόσθετες παροχές.

1. Από τις διατάξεις των άρθρων Α.Κ. 57, 200, 288, 351, 648, 649, 653, 662, 663 και σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 7 του Ν. 2112/20 και 5§3 του Ν. 3198/55, προκύπτει ότι η μονομερής και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας για τον εργαζόμενο, δεν επάγεται μεν τη λύση της σύμβασης εργασίας, μπορεί όμως ο εργαζόμενος να θεωρήσει αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης, να αποχωρήσει από την υπηρεσία και να απαιτήσει την πληρωμή της νόμιμης αποζημίωσης. Τονίζεται ότι για τον εργαζόμενο, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι μόνο αυτή που προκαλεί υλική ζημία, αλλά και εκείνη που επιφέρει ηθική βλάβη. Από τη γενική υποχρέωση πρόνοιας που έχει ο εργοδότης για τον εργαζόμενο, απορρέει και η υποχρέωση να σέβεται την προσωπικότητά του.

Ο μισθωτός, υφίσταται από την προσβλητική συμπεριφορά του εργοδότη του, ηθική βλάβη, έστω και αν η συμπεριφορά αυτή, δεν πηγάζει από δόλια προαίρεση ή για εξαναγκασμό σε αποχώρηση από την υπηρεσία, αρκεί ο εργοδότης να δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε καλόπιστα και αντικειμενικά να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή εργασίας του με πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας ή να επέφερε τέτοια ηθική μείωση ώστε η συνέχιση της απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής.

2. Σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση περί προστασίας του μισθού, ως μισθός (τακτικές αποδοχές) στη σύμβαση εργασίας, θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά το νόμο ή κατά τη συμφωνία, καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα εργασίας.

3. Δεν έχουν χαρακτήρα τακτικών αποδοχών οι πρόσθετες παροχές που δίνονται από τον εργοδότη, όχι από νόμιμη υποχρέωση, αλλά οικειοθελώς, με την σαφή βούλησή του. Μπορεί όμως μια οικειοθελής παροχή, αν επαναλαμβάνεται ομοιόμορφα και επί πολύ χρόνο, να καταλήξει σε σιωπηρή συμφωνία και να καταβάλλεται ως μισθός, οπότε ο εργοδότης δεν μπορεί να διακόψει την καταβολή της.

[...] Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 200, 288, 351, 648, 662 και 663 ΑΚ σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 7 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η μονομερής και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας για τον εργαζόμενο δεν επάγεται μεν τη λύση της συμβάσεως εργασίας, μπορεί όμως ο εργαζόμενος να θεωρήσει αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως, να αποχωρήσει από την υπηρεσία και να απαιτήσει την πληρωμή της νόμιμης αποζημιώσεως. Βλαπτική για τον εργαζόμενο των όρων εργασίας δεν είναι μόνον αυτή που προκαλεί υλική ζημία, αλλά και ηθική βλάβη. Από τη γενική υποχρέωση προνοίας, που έχει ο εργοδότης για τον εργαζόμενο, απορρέει και η υποχρέωση να σέβεται την προσωπικότητά του. Ενόψει του κατ? εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας ο μισθωτός υφίσταται από την προσβλητική της προσωπικότητας συμπεριφορά του εργοδότη του ηθική βλάβη, έστω και αν η συμπεριφορά αυτή δεν πηγάζει από δόλια προαίρεση ή για εξαναγκασμό σε αποχώρηση από την υπηρεσία, αρκεί να δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε καλόπιστα και αντικειμενικά να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του μισθωτού για παροχή της εργασίας του με πνεύμα κατανοήσεως και συνεργασίας ή να επέφερε τέτοια ηθική μείωση, ώστε η συνέχιση της εργασίας του στο χώρο της επιχειρήσεως του εργοδότη να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής (ΑΠ 1479/2002, ΑΠ 538/2001 ΕΕΔ 61,929).

Στην προκείμενη περίπτωση από την επανεκτίμηση των καταθέσεων (...), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 30/11/1994 έγγραφη σύμβαση ο ενάγων προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη για να απασχοληθεί ως υπάλληλος γραφείου. Ειδικότερα του ανατέθηκαν καθήκοντα περιφερειακού επιθεωρητή και συμβούλου αναπτύξεως. Τον Μάρτιο 1998 μετά από πρόταση της πρώτης εναγομένης, την οποία αποδέχθηκε, ανέλαβε καθήκοντα γενικού διευθυντή της δεύτερης εναγομένης, η οποία, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, έχει δική της νομική προσωπικότητα, αλλά ελέγχεται διοικητικά και λογιστικά από την πρώτη εναγομένη. Δεν καταρτίστηκε δε, όπως άλλωστε και ο ενάγων συνομολογεί με την αγωγή του, σύμβαση εργασίας με τη δεύτερη εναγομένη και εξακολουθεί να εισπράττει το μισθό του από την πρώτη εναγομένη. Στη δεύτερη απασχολήθηκε έως τις 2.5.2001 όταν με πρόταση της πρώτης εναγομένης, την οποία και πάλι αποδέχθηκε, τοποθετήθηκε ως γενικός διευθυντής αυτής (πρώτης εναγομένης) στο υποκατάστημά της στη λεωφόρο Κηφισίας, που είχε ως δραστηριότητα την πώληση των αυτοκινήτων L. Επομένως, ουδεμία έννομη σχέση συνδέει τον ενάγοντα με τη δεύτερη εναγομένη και ως προς αυτήν η αγωγή είναι απορριπτέα, γιατί δεν νομιμοποιείται παθητικά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την ετήσια γενική συνέλευση της 29/6/2001 των μετόχων της δεύτερης εναγομένης διαπιστώθηκε ότι "οι λογαριασμοί των αποθεμάτων δεν συμφωνούσαν πλήρως με την πραγματική απογραφή αυτών, καθώς και ότι υπόλοιπα ορισμένων λογαριασμών απαιτήσεων και υποχρεώσεων δεν είχαν επιβεβαιωθεί με τα αντίστοιχα υπόλοιπα των τρίτων λόγω του πολυαρίθμου πλήθους αυτών, με συνέπεια να προκύψουν ενδεχομένως κάποιες διαφορές οι οποίες και θα πρέπει να τακτοποιηθούν...". Η ίδια γενική συνέλευση με παμψηφία δεν ενέκρινε τις οικονομικές καταστάσεις του έτους 2000 και ζήτησε τη συνδρομή ορκωτού λογιστή, προκειμένου να γίνει οικονομικός έλεγχος, μετά το πέρας του οποίου διαπιστώθηκε η ύπαρξη χρεωστικού ανοίγματος 200.000.000 δραχμών. (...). Ενόψει όλων αυτών των ελέγχων και του γεγονότος ότι κατά το χρονικό διάστημα Μάρτιος 1998 - Απρίλιος 2001, ο ενάγων ήταν γενικός διευθυντής της δεύτερης εναγομένης, τον επισκέφθηκαν στις 21.1.2002 στο γραφείο του οι ανώτεροι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης Ι.Θ. και Γ.Κ. Τον ενημέρωσαν για το οικονομικό πρόβλημα και του δήλωσαν ότι, μέχρι να ολοκληρωθεί ο έλεγχος και αποδειχθεί αν υπάρχουν ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα, θα μετατεθεί και θα απασχολείται στα κεντρικά γραφεία της. Ο ενάγων ζήτησε να του χορηγηθεί δεκαήμερη άδεια. Το αίτημά του έγινε δεκτό και του χορηγήθηκε άδεια από 21/1/2002 έως 4/2/2002. Πριν αποχωρήσει ο ενάγων του ζητήθηκε από τους προαναφερόμενους ανώτερους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης να τους παραδώσει οποιαδήποτε έγγραφα της εταιρίας κατείχε. Πράγματι ο ενάγων παρέδωσε όλα τα υπηρεσιακά έγγραφα, τα οποία βρίσκονταν στο γραφείο του και στον ατομικό του χαρτοφύλακα, τον οποίο με τη σύμφωνη γνώμη του ενάγοντος ήλεγξε ο Γ.Κ., προκειμένου να βεβαιωθούν αμφότερες οι πλευρές ότι παραδόθηκαν όλα τα έγγραφα. (...)

Μετά την παράδοση του γραφείου ο ενάγων έπρεπε να παραδώσει και το αυτοκίνητο, τη χρήση του οποίου του είχε παραχωρήσει η πρώτη εναγομένη και το οποίο βρισκόταν στον υπόγειο χώρο σταθμεύσεως. Έτσι μετέβη εκεί συνοδευόμενος από τον ως άνω Γ.Κ., όπου αφού παρέλαβε τα προσωπικά του είδη και διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν έγγραφα, που αφορούσαν την εταιρία, του παρέδωσε τα κλειδιά. Στον ίδιο χώρο βρισκόταν σταθμευμένο και το αυτοκίνητο του πατέρα του ενάγοντος, στο οποίο δεν έγινε έρευνα, ούτε απαγορεύτηκε σ? αυτόν να το παραλάβει. Ο ενάγων αποχώρησε με δική του επιλογή με άλλο αυτοκίνητο της πρώτης εναγομένης. Στο χώρο σταθμεύσεως, όταν παραδόθηκαν, τα κλειδιά του αυτοκινήτου της πρώτης εναγομένης, δεν βρίσκονταν άλλοι υπάλληλοι της εταιρίας. Στη συνέχεια η πρώτη εναγομένη στα πλαίσια της προστασίας των συμφερόντων της προέβη σε αλλαγή των κλειδαριών των γραφείων και στην τοποθέτηση ιδιωτικής ασφάλειας. Ο ενάγων μια μέρα πριν λήξει η άδειά του μετέβη στα γραφεία της πρώτης εναγομένης, όπου σε συζητήσεις με τους εκπροσώπους της εναγομένης του δηλώθηκε ότι δεν είχαν αποφασίσει για την τύχη της συνεργασίας του και ότι θα του ανακοίνωναν την απόφασή τους. Ουδέποτε του ζητήθηκε να υποβάλει την παραίτησή του, αφού άλλωστε δεν είχε ολοκληρωθεί ο έλεγχος, ούτε του καταλόγιζαν κάποια ευθύνη.

Με βάση τα παραπάνω, η πρόθεση της πρώτης εναγομένης να μεταθέσει τον ενάγοντα στην κεντρική υπηρεσία μέχρι να τελειώσει ο οικονομικός έλεγχος και η παράδοση του γραφείου, που έγινε με τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν, δεν είναι καταχρηστική, ενόψει των λόγων για τους οποίους έγινε, αλλά απέβλεπε στην προσφορότερη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της, λαμβανομένου υπόψη και του μεγάλου ως άνω οικονομικού ανοίγματος που διαπιστώθηκε, ούτε αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως του ενάγοντος. Ακόμη οι παραπάνω ενέργειες της πρώτης εναγομένης δεν απέβλεπαν στον εξαναγκασμό του ενάγοντος σε αποχώρηση από την υπηρεσία του ούτε σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αλλά στην προστασία των συμφερόντων της εταιρίας, ούτε προσέβαλαν την προσωπικότητά του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, έστω και αν δεν προκύπτει από αυτή ότι έλαβε υπόψη του τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις, δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αυτού και επομένως ότι δεν οφείλεται αποζημίωση, ούτε χρηματική ικανοποίηση και απέρριψε την αγωγή, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε σχετικοί λόγοι της εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομίσθιου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, ως μισθός - τακτικές αποδοχές - στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία κατά το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της εργασίας. Δεν έχουν το χαρακτήρα των τακτικών αποδοχών οι πρόσθετες παροχές που δίνονται από τον εργοδότη όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση ρητή ή σιωπηρή, που εκδηλώνεται και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, αλλά οικειοθελώς από ελευθεριότητα με τη σαφή βούληση του εργοδότη, ότι αυτός μπορεί οποτεδήποτε θελήσει να τις ανακαλέσει και να παύσει τη χορήγησή τους (ΑΠ 551/1999 ΕλΔ 41,90 ΑΠ 877/1998 ΕλΔ 40,605). Μπορεί όμως και μία τέτοια παροχή (οικειοθελής) αν επαναλαμβάνεται επί πολύ χρόνο και ομοιόμορφα, να καταλήξει σε σιωπηρή συμφωνία να καταβάλλεται ως μισθός, οπότε ο εργοδότης δεν μπορεί να διακόψει την καταβολή της, εκτός αν έχει επιφυλάξει τέτοιο δικαίωμα και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών ούτε διατυπώθηκε για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του εργαζομένου (ΑΠ 538/1990 ΔΕΝ 47,514, ΑΠ 1013/1987 ΝοΒ 36,1431, ΕΑ 1240/2002).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν ακόμη τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη χορηγούσε στο ανώτερο προσωπικό της ετησίως επίδομα παραγωγικότητας, όχι όμως ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της εργασίας τους, αλλά ως οικειοθελή παροχή για την οποία είχε επιφυλάξει στον εαυτό της το δικαίωμα να την ανακαλεί οποτεδήποτε, όπως και πραγματικά έπραξε κατά το έτος 2001. Το ποσό αυτό δεν ήταν σταθερό και ομοιόμορφο και εξαρτιόταν από την επίδοση κάθε υπαλλήλου και την επίτευξη των στόχων, που κάθε φορά έθετε η πρώτη εναγομένη. Δεν προβλεπόταν από τη σύμβαση εργασίας των υπαλλήλων, ούτε και του ενάγοντα, ούτε προσδιοριζόταν με ποσοστό επί των αποδοχών του. Έτσι κάθε έτος ήταν διαφορετικό το ποσό που καταβαλλόταν, για δε το έτος 2001 λόγω μη επιτεύξεως των στόχων της εταιρίας (αύξηση των προ φόρων κερδών σε 4.849.000.000 δρχ., μείωση ζημιών σε 2.000.000 δρχ. και ο λόγος των λειτουργικών εξόδων προς το μικτό κέρδος να μην υπερβεί το 89,4%, ενώ τα κέρδη ανήλθαν σε 4.630.000.000 δρχ., οι ζημίες σε 107.000.000 δρχ. και ο πιο πάνω λόγος σε 131,8%) δεν κατεβλήθη σε κανέναν υπάλληλο το εν λόγω επίδομα. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η εν λόγω παροχή δεν είχε καταστεί συμβατική, ώστε να αποκλείεται η ανάκλησή της, ενόψει της επιφύλαξης της εργοδότιδάς του προς ανάκληση οποτεδήποτε κάθε οικειοθελούς παροχής με βάση το άρθρο 11 του εσωτερικού κανονισμού εργασίας του προσωπικού, γνώση του οποίου είχε λάβει ο ενάγων και τον είχε εγγράφως αποδεχθεί με τον τελευταίο όρο της συμβάσεως εργασίας.

Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν είχε παραχωρήσει μόνιμα τη χρήση συγκεκριμένου ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου της στον ενάγοντα, για την εξυπηρέτηση της επιχειρήσεώς της, προκειμένου δηλαδή να μεταβαίνει στην εργασία του ο ενάγων. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι περιστασιακά και όχι για μεγάλα χρονικά διαστήματα χρησιμοποιούσε κάποιο από τα αυτοκίνητα της εταιρίας και μόνο για δική του εξυπηρέτηση. Έτσι η κατ? αυτόν τρόπο χρήση αυτοκινήτου των εναγομένων δεν έχει μισθολογική φύση και δεν αποτελεί οικειοθελή παροχή, που να μπορεί να δημιουργήσει συμβατική υποχρέωση καταβολής της και συνυπολογισμού της στις αποδοχές του ενάγοντα. Μετά ταύτα απορριπτέο είναι και το κονδύλιο συνυπολογισμού και του ποσού ασφαλίσεως του εν λόγω αυτοκινήτου. Επομένως ορθώς με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιδικάστηκε το επίδομα παραγωγικότητας στον ενάγοντα και κρίθηκε ότι δεν έπρεπε να συνυπολογιστούν στις αποδοχές του τα ως άνω επιδόματα, έστω και με διαφορετικές αιτιολογίες, που αντικαθίστανται με τις προαναφερόμενες, οι δε λόγοι της εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέοι.