Διοικητικού Εφετείου Αθηνών
Αριθ. απόφασης: 822/2003
Πρόεδρος: Ηλίας Κριατσιώτης, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ.,
Εισηγητής: Κων. Νικολάου, Εφέτης Δ.Δ.
Δικηγόροι: Γεωρ. Θεοδωρακόπουλος,
Δικ. Αντ. Ν.Σ.Κ., Κων. Τριανταφύλλου
Λογιστικές διαφορές - Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων
(Π.Δ.99/1977, άρθρο 43, παρ. 2)
Ανεπάρκεια ή ανακρίβεια βιβλίων. Ποσοτικά ελλείμματα αποθήκης: Δεν θεωρείται ανεπάρκεια ή ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων η εμφάνιση στο βιβλίο αποθήκης ποσοτικών ελλειμμάτων, τα οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε φυσική απομείωση ή σε οποιαδήποτε καταστροφή, αλλά και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι προέρχονται από απόκρυψη πωλήσεων. Στην περίπτωση αυτή η αξία των ανωτέρω ελλειμμάτων, συνυπολογίζεται στα έσοδα.
Απορρίπτεται έφεση του Δημοσίου
[...] Επειδή, νομίμως φέρονται σε νέα συζήτηση οι κρινόμενες εφέσεις του Ελληνικού Δημοσίου και της ανώνυμης εταιρείας "ΠΕΤ... ΕΛ... ΑΒΕΕ", με τις οποίες ζητείται η μεταρρύθμιση της 8158/1985 οριστικής αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την έκδοση της 3105/2000 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η 1883/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αντίστοιχο μέρος, για νέα κρίση. Με την τελευταία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση της ανώνυμης εταιρείας, ενώ είχε απορριφθεί αυτή του Ελληνικού Δημοσίου.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η με χρονολογία 25-06-1983 έκθεση ελέγχου των εφοριακών υπαλλήλων Λ.Ε. και Ι.Μ., προκύπτουν τα εξής: Η εκκαλούσα και εφεσίβλητη εταιρεία, κατά τη διαχειριστική περίοδο 01-01 έως 31-12-1980, ασχολήθηκε με τη διύλιση και εμπορία πετρελαίου, πετρελαιοειδών και συναφών ειδών. Για την παρακολούθηση δε των εργασιών της τήρησε βιβλία και στοιχεία Δ΄ κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Π.Δ. 99/1977). Τα βιβλία αυτά κρίθηκαν ειλικρινή, από τη φορολογική αρχή, πλην όμως προστέθηκαν στα κέρδη που προέκυπταν από αυτά, ως λογιστικές διαφορές, μεταξύ άλλων, α) ποσό 129.965.000 δραχμών, που αφορούσε φύρα παραγωγής και β) συνολικό ποσό 30.306.014 δραχμών, που αφορούσε πρόσθετες αποσβέσεις του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1078/1971. Τα επιμέρους δε ποσά των πρόσθετων αυτών αποσβέσεων, που δεν αναγνωρίσθηκαν, ήταν: βα) Από το λογαριασμό "Κτίρια - Εγκαταστάσεις", για τον (νέο) πυροσβεστικό σταθμό δραχμές 257.134, για το ελικοδρόμιο 227.410, για το εδαφοτεχνικό και το λατομείο 442.822 και 78.035 αντίστοιχα. ββ) Από το λογαριασμό "Έργα Υποδομής", για τις οδούς - διαβάσεις δραχμές 1.950.815, για τις πλατείες και περιφράξεις γηπέδων 1.369.880 και 38.846 αντίστοιχα, βγ) Από το λογαριασμό "Προσωρινά Παραπήγματα", για τα θερμοκήπια δραχμές 149.183. βδ) Από το λογαριασμό "Βοηθητικές Εγκαταστάσεις Διυλιστηρίου", για τις εγκαταστάσεις πυροσβέσεως, τηλεπικοινωνιών, κλιματισμού γραφείων, ελικοδρομίου, φωτεινών επιγραφών, κλιματισμού εδαφοτεχνικού και δικτύου φωτισμού ελικοδρομίου δραχμές 348.642, 566.674, 223.494, 43.347, 4.451, 181.398 και 2.731 αντίστοιχα, βε) Από το λογαριασμό "Δεξαμενές", δραχμές 22.337.000, βστ) Από το λογαριασμό "Μεταφορικά Μέσα", για τα επιβατηγά αυτοκίνητα δραχμές 1.367,669, για τα ποδήλατα και τα μοτοποδήλατα 12.149 και 77.661 αντίστοιχα, βζ) Από το λογαριασμό "Έπιπλα και σκεύη" (γραφείων), δραχμές 276.673. Την προσθήκη των λογιστικών αυτών διαφορών, καθώς και άλλων, αμφισβήτησε η εταιρεία με την από 10-08-1983 προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του 647/1983 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 1981, του Οικονομικού Εφόρου ΦΑΒΕ Αθηνών. Το Δικαστήριο δε αυτό, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού δέχθηκε την προσθήκη μέρους μόνον (δρχ. 29.700.238) της δεύτερης λογιστικής διαφοράς, που αφορούσε τις πρόσθετες αποσβέσεις επί του ελικοδρομίου, του εδαφοτεχνικού, του λατομείου, των οδών - διαβάσεων, των πλατειών, των περιφράξεων γηπέδων, των θερμοκηπίων, των τηλεπικοινωνιών, του κλιματισμού γραφείων, του ελικοδρομίου, των φωτεινών επιγραφών, του κλιματισμού εδαφοτεχνικού, του δικτύου φωτισμού ελικοδρομίου, των δεξαμενών, των μεταφορικών μέσων και των επίπλων και σκευών γραφείων, μεταρρύθμισε το ως άνω φύλλο ελέγχου, κατά μερική παραδοχή της προσφυγής. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε στη συνέχεια έφεση τόσο το Ελληνικό Δημόσιο όσο και η ανωτέρω εταιρεία. Η τελευταία αυτή μάλιστα προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι το διαιτητικό δικαστήριο, που προέβλεπε η συναφθείσα μεταξύ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου σύμβαση (με χρονολογία 22-07-1972), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 1211/1972, είχε κρίνει ότι έπρεπε οι προαναφερόμενες λογιστικές διαφορές να διαγραφούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους και η κρίση του αυτή ήταν δεσμευτική για τα διοικητικά δικαστήρια (απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου 45/1984). Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, αφού απέρριψε τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, έκανε εν μέρει δεκτές τις ως άνω εφέσεις με την 2832/1987 απόφασή του. Πλην όμως η απόφασή του αυτή αναιρέθηκε με τις 1473 και 3636/1994 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι η περιεχόμενη σ΄ αυτή κρίση, κατά την οποία φορολογικές διαφορές δεν μπορούν κατά το Σύνταγμα να υπαχθούν από τον κοινό νομοθέτη σε διαιτησία, αλλά ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δεν ήταν νόμιμη. Κατόπιν τούτου το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση, έκανε δεκτό, μεταξύ άλλων, ότι η κρίση επί των ως άνω λογιστικών διαφορών ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου και ήταν δεσμευτική γι΄ αυτό (Διοικητικό Εφετείο). Ενόψει δε αυτού, βάσει της κρίσεως των διαιτητών (διαιτητική απόφαση 45/1984), με την 1888/1997 απόφασή του, προσέθεσε στα καθαρά κέρδη της εταιρείας μόνον το μέρος της δεύτερης λογιστικής διαφοράς (πρόσθετες αποσβέσεις), ύψους 1.629.544 δραχμών, που αφορούσε το ελικοδρόμιο, το εδαφοτεχνικό, το λατομείο, τα θερμοκήπια, τον κλιματισμό γραφείων, τις βοηθητικές εγκαταστάσεις ελικοδρομίου, τις φωτεινές επιγραφές, τον κλιματισμό εδαφοτεχνικού, το δίκτυο φωτισμού ελικοδρομίου και τα έπιπλα και σκεύη γραφείων. Όμως και η απόφασή του αυτή αναιρέθηκε, κατά το μέρος που διαγράφηκαν οι ανωτέρω λογιστικές διαφορές, με την προαναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (3105/2000), το οποίο έκρινε ότι τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη λογιστική διαφορά αφορούσαν, σε ζήτημα, το οποίο δεν διείπετο από τις διατάξεις της προαναφερόμενης συμβάσεως, αλλά από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (άρθρο 43 Π.Δ. 99/1997) και το φορολογικό νόμο (Ν.Δ. 1078/1971) αντίστοιχα και, επομένως, το διαιτητικό δικαστήριο καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του εξέφερε κρίση επ΄ αυτών, η οποία δεν ήταν δεσμευτική για το επιληφθέν μεταγενέστερα ως άνω Διοικητικό Δικαστήριο. Για το λόγο δε αυτό παρέπεμψε εκ νέου την υπόθεση σ΄ αυτό (Διοικητικό Εφετείο), για να εκφέρει ιδία κρίση επί των διαφορών αυτών.
Επειδή, το άρθρο 1, του Ν.Δ. 1078/1971 "περί λήψεως φορολογικών και άλλων τινών μέτρων προς ενίσχυσιν της περιφερειακής αναπτύξεως" (ΦΕΚ 273/Α΄) ορίζει ότι: "1. Διά την εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 1 έως 5 του παρόντος, η επικράτεια διαχωρίζεται εις τας ακόλουθους τρεις περιοχάς: Περιοχή Α΄ Περιφέρεια Νομών Αττικής και Πειραιώς πλην του Δήμου Λαυρεωτικής. Περιοχή Β΄ ... 2. Διά την εφαρμογήν του παρόντος θεωρείται ως νέα παραγωγική επένδυσις η αγορά και εγκατάστασις εν τη χώρα καινουργών μηχανημάτων, η ανέγερσις βιομηχανοστασίων, αποθηκευτικών ή ψυκτικών χώρων και εν γένει εγκαταστάσεων, ως και η απόκτησις πάσης φύσεως άλλων καινουργών παγίων στοιχείων εξυπηρετούντων αμέσως την παραγωγικήν διαδικασίαν...". Εξάλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 του Ν.Δ. 1212/1972 (ΦΕΚ 133/Α΄), ορίζεται ότι: "Οι εκάστοτε ισχύοντες συντελεσταί των τακτικών αποσβέσεων προσαυξάνονται, προκειμένου περί παγίων στοιχείων κτωμένων από 1 Ιανουαρίου 1973 υπό βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, αναλόγως των φυλακών και του τόπου εγκαταστάσεως...".
Επειδή, στη δεύτερη λογιστική διαφορά και ειδικότερα στο τμήμα της, στο οποίο αφορούσε το αναιρεθέν μέρος της ως άνω αποφάσεως (1888/1997) περιλαμβάνονται, εκτός των δεξαμενών, και τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία: οι οδοί και διαβάσεις, οι πλατείες και περιφράξεις γηπέδων, οι εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών και τα μεταφορικά μέσα επί των στοιχείων αυτών, κατά τα ανωτέρω, η εταιρεία ενήργησε πρόσθετες αποσβέσεις, ύψους 5.733.694 δραχμών, τις οποίες η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε, βασισθείσα στην άποψη των ελεγκτών ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν συμβάλλουν στην παραγωγική διαδικασία. Η άποψη αυτή όμως ελέγχεται ως εσφαλμένη, διότι τα (πάγια) στοιχεία αυτά εξυπηρετούν αμέσως την παραγωγική διαδικασία, ως συνδεόμενα ευθέως με τη λειτουργία του διυλιστηρίου. Συγκεκριμένα, οι οδοί, οι διαβάσεις και πλατείες καθιστούν δυνατή την ευχερή προσπέλαση στις εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου τόσο των ατόμων που εργάζονται σ΄ αυτές όσο και των μεταφορικών μέσων. Η περίφραξη της εκτάσεώς του (διυλιστηρίου), η οποία ανέρχεται σε 1600 στρέμματα περίπου και αποτελεί ελεύθερο τελωνειακό χώρο, διασφαλίζει τόσο τις εγκαταστάσεις του όσο και τα παραγόμενα προϊόντα. Τα τηλεπικοινωνιακά μέσα εξασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση της αρμόδιας υπηρεσίας για τα έκτακτα συμβάντα στο χώρο του διυλιστηρίου, αλλά και την απαραίτητη επικοινωνία του πολυάριθμου προσωπικού για την εκτέλεση των εργασιών διυλίσεως. Τα δε μεταφορικά μέσα επιτρέπουν την ταχεία διακίνηση του προσωπικού στις εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου. Συνεπώς, εκτός από το ποσό που αντιστοιχεί στις πρόσθετες αποσβέσεις επί του πυροσβεστικού σταθμού και των οργάνων πυροσβέσεως (δρχ. 605.776), το οποίο εκπέσθηκε από τα αποτελέσματα της χρήσεως με την εκκαλούμενη απόφαση, η κρίση της οποίας κατά το μέρος αυτό δεν αμφισβητείται με την έφεση του Δημοσίου, πρέπει να εκπεσθεί και το ποσό των αποσβέσεων που διενεργήθηκαν επί των προαναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων (δρχ. 5.733,694), κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της εταιρείας.
Επειδή, περαιτέρω η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε μέρος των πρόσθετων αποσβέσεων που ενήργησε η εν λόγω εταιρεία επί των δεξαμενών εναποθηκεύσεως αργού πετρελαίου και έτοιμων προϊόντων. Όπως αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου, η εταιρεία χρησιμοποιεί τις δεξαμενές αυτές τόσο για την εναποθήκευση του αργού πετρελαίου που της προσκομίζεται για διύλιση και των προϊόντων που παράγονται από τη διύλιση αυτή, έως ότου να παραδοθούν στους πελάτες της, όσο και για την εναποθήκευση των εμπορευμάτων (αργού πετρελαίου και έτοιμων προϊόντων), τα οποία προσκομίζουν, έναντι ανταλλάγματος, οι ίδιοι πελάτες, που διυλίζουν και αργό πετρέλαιο. Κατά την άποψη, λοιπόν, των ελεγκτών, δεν έπρεπε να βαρύνει τα αποτελέσματα της χρήσεως το σύνολο των πρόσθετων αποσβέσεων των δεξαμενών, αλλά το ποσοστό μόνο που αναλογούσε στις δεξαμενές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για εναποθήκευση του προς διύλιση αργού πετρελαίου και των προϊόντων που παρήχθησαν από αυτό. Δηλαδή, έπρεπε να αφαιρεθεί από το σύνολο αυτό, ό,τι ποσοστό αναλογούσε στις δεξαμενές που χρησιμοποιήθηκαν για ενοικίαση σε τρίτους. Το ποσοστό δε αυτό προσδιορίσθηκε κατά το μη αμφισβητούμενο τρόπο, που παρατίθεται στην έκθεση ελέγχου και στη συνέχεια υπολογίσθηκε το ποσό των πρόσθετων αποσβέσεων που έπρεπε να αφαιρεθεί (δρχ. 22.337.000). Την προσθήκη του ποσού αυτού στα καθαρά κέρδη της επιχειρήσεως δέχθηκε και το διοικητικό πρωτοδικείο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε ότι η σχετική με την εναποθήκευση προϊόντων τρίτων δραστηριότητά της είχε καθαρά εμπορικό χαρακτήρα και ήταν απόλυτα διακεκριμένη από τη (βιομηχανική) δραστηριότητα του διυλιστηρίου, στην οποία και μόνον αφορούσε η επένδυση που υπήχθη στις διατάξεις του Ν.Δ. 1078/1971.
Επειδή, με την προαναφερόμενη έφεση της εταιρείας προβάλλεται ότι δεν είχε κρίσιμη σημασία, για την διενέργεια των πρόσθετων αυτών αποσβέσεων, το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εγένετο στις δεξαμενές συναποθήκευση αργού πετρελαίου ή έτοιμων προϊόντων τρίτων, προς εκπλήρωση μάλιστα όρου συμβάσεως διυλίσεως, όπως συμβαίνει στην πρακτική όλων των διυλιστηρίων και προβλέπει και το Π.Δ. 346/1980. Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι προϋπόθεση για τη διενέργεια των αποσβέσεων αυτών αποτελεί η άμεση συμβολή του πάγιου στοιχείου στην παραγωγή και στην προκειμένη περίπτωση οι εν λόγω δεξαμενές, κατά το μέρος που χρησιμοποιήθηκαν για την εναποθήκευση (έναντι ανταλλάγματος) προϊόντων τρίτων, τα οποία υπερέβαιναν μάλιστα σε ποσοστό (69%) το διπλάσιο των προϊόντων που παρήχθησαν (31%), δεν πληρούσαν την προϋπόθεση αυτή, καθόσον δεν εξυπηρετούσαν άμεσα την παραγωγική διαδικασία σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή οι σχετικές συμβάσεις μισθώσεως που είχαν συναφθεί ήταν αυτοτελείς είτε όχι τα δε υποστηριζόμενα σχετικά με την πρακτική των διυλιστηρίων και το ως άνω προεδρικό διάταγμα δεν οδηγούν σε κρίση διαφορετική και ως εκ τούτου αλυσιτελώς προβάλλονται.
Επειδή, στο άρθρο 43 παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Π.Δ. 99/1977) ορίζεται ότι δεν θεωρείται ανεπάρκεια ή ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων η εμφάνιση στο βιβλίο αποθήκης ποσοτικών ελλειμμάτων, τα οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε φυσική απομείωση ή σε οποιαδήποτε καταστροφή αλλά και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι προέρχονται από απόκρυψη πωλήσεων. Στην περίπτωση αυτή η αξία των ανωτέρω ελλειμμάτων, συνυπολογίζεται στα έσοδα.
Επειδή, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου, το ποσοστό της φύρας παραγωγής που εμφάνισε η εταιρεία, κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο, ανήλθε τους μήνες Ιανουάριο σε 2,23%, Φεβρουάριο 1,13%, Μάρτιο 0,28%, Απρίλιο 0,66%, Μάϊο 68%, Ιούνιο 0,42%, Ιούλιο 0,72%, Αύγουστο 0,97%, Σεπτέμβριο 0,97%, Οκτώβριο 0,98%, Νοέμβριο 0,94%, Δεκέμβριο 0,35%. Την ως άνω φύρα των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Αυγούστου έως Νοεμβρίου, περιόρισε η φορολογική αρχή σε ποσοστό 0,50% και την αξία της διαφοράς, δραχμών 129.965.000, προσέθεσε στα καθαρά κέρδη κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 43 παρ. 2 του Κ.Φ.Στοιχείων, αφού αποτίμησε το έλλειμμα με βάση τη μέση τιμή πωλήσεως των προϊόντων που παράγει η επιχείρηση. Την προσθήκη δε αυτή αιτιολόγησε με τη σκέψη ότι η αυξημένη φύρα παραγωγής που εμφανίζεται στα βιβλία της επιχειρήσεως, δεν οφείλεται σε πραγματική αύξησή της, αλλά σε ελλείμματα διακινήσεως της αποθήκης, τα οποία δεν μπορούν να αποδοθούν σε φυσική απομείωση ή άλλη καταστροφή, αφού α) όπως προκύπτει από τα βιβλία άλλων ομοειδών επιχειρήσεων, η φύρα παραγωγής των διυλιστηρίων κυμαίνεται από 0,35 - 0,52% και β) το Ελληνικό Δημόσιο, στις συμβάσεις που συνάπτει για διύλιση αργού πετρελαίου, αναγνωρίζει φύρα διυλίσεως 0,50%. Πλην όμως ούτε από την προαναφερόμενη αόριστη επίκληση στοιχείων άλλων επιχειρήσεων, που δεν αναφέρονται με τη δικαιολογία του απορρήτου, αλλ΄ ούτε και από την προβαλλόμενη αναγνώριση, με μνεία σε ορισμένη σύμβαση διυλίσεως, από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ποσοστού φύρας μόνον 0,50% αποδεικνύεται ότι το ποσοστό φύρας ανερχόταν στην ένδικη περίπτωση κατ΄ ανώτατο όριο στο ως άνω ποσοστό που όρισε η φορολογική αρχή, η οποία δεν προβάλλει, εξάλλου, ούτε βέβαια διαπίστωσε, ότι οι παράγοντες (κλιματολογικές συνθήκες, ποιότητα αργού πετρελαίου, βαθμός διυλίσεως κ.λπ.) που διαφοροποιούν εκάστοτε το ποσοστό αυτό ήταν ίδιοι (μεαυτούς των λοιπών μηνών), ή δεν διέφεραν ουσιωδώς, και κατά τους προαναφερόμενους έξι μήνες, ώστε να παρίσταται αδικαιολόγητη εν πάση περιπτώσει από την άποψη αυτή η (αυξημένη) φύρα που εμφανίσθηκε. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, με την εκκαλούμενη απόφαση, ότι δεν ήταν νόμιμη ως αναιτιολόγητη η περικοπή του ποσοστού φύρας που προέκυπτε από τα ειλικρινή βιβλία της εταιρείας και, επομένως, έπρεπε να εκπεσθεί το προαναφερόμενο ποσό από τα αποτελέσματα της χρήσεως. Ο δε αντίθετος λόγος εφέσεως του Δημοσίου είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι από τα ως άνω στοιχεία που επικαλέσθηκε η φορολογική αρχή προέκυπτε το ανώτατο όριο φύρας που μπορούσε να δικαιολογηθεί.
Επειδή, κατόπιν αυτών, πρέπει να προστεθεί στα καθαρά κέρδη της εταιρείας μέρος της δεύτερης λογιστικής διαφοράς (πρόσθετες αποσβέσεις) ύψους 23.966.544 δραχμών (δηλαδή 1.629.544 δρχ. σύμφωνα με το μη αναιρεθέν μέρος της 1888/1997 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού συν 22.337.000 δρχ. με την παρούσα) και να καθορισθούν, ακολούθως, τα συνολικά καθαρά κέρδη αυτής σε 279.306.701 δραχμές (κέρδη αρχικώς δηλωθέντα 238.160.761 συν δηλωθείσες λογιστικές διαφορές 17.179.396 συν ως άνω λογιστική διαφορά 23.966.544) και το φορολογητέο, με συντελεστή 35% (σύμφωνα με το μη αναιρεθέν μέρος της ως άνω αποφάσεως), εισόδημα της, μετ΄ έκπτωση των διανεμηθέντων μερισμάτων (δρχ. 67.676.223) και της υπέρ ΟΓΑ εισφοράς (279.306.701 67.676.223 = 211.630.478 χ 0,049881 = 10.556.340) σε 201.074.138 δραχμές, αντί του δηλωθέντος ποσού των 178.303.025 δραχμών και του προσδιορισθέντος, με την εκκαλούμενη απόφαση, ποσού των 206.521.830 δραχμών.
Επειδή, εξάλλου, ενόψει της ελλιπούς κατά τα ανωτέρω δηλώσεως της εκκαλούσας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 32 του Ν. 820/1978, και πρόσθετος φόρος ποσοστού 60% της διαφοράς του κυρίου φόρου.
Επειδή, κατ΄ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση της εταιρείας και να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση.