Απόφ.Πρωτοδικείου 1008/2002 (01/01/2002)

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), Άρθρα 200 επομ.]

Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήματος 29ου Τριμελούς ως Συμβουλίου)
Αριθ. απόφασης: 1008/2002
Δικαστές: Ελένη Γεωργούτσου,
Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Ελένη Ποδόλη, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Εισηγητής: Φιλιπ. Αρμαανίδης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), `Αρθρα 200 επομ.]

Επιβολή προστίμων για παραβάσεις που αφορούν στην καταβολή κοινοτικών ενισχύσεων ελαιολάδου: Δεν χορηγείται αναστολή για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία του καθεστώτος κοινοτικής ενίσχυσης της παραγωγής ελαιολάδου) ανεξαρτήτως της επερχόμενης βλάβης στον αιτούντα αγροτικό συνεταιρισμό.

...................................................................................

1. Με την υπό κρίση αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ? αρ. 186745/ 2002 και 067650/2002 σειρά Α?, ειδικά έντυπα παραβόλου), επιδώκεται παραδεκτώς η αναστολή εκτελέσεως της υπ? αριθμ. 387936/3-12-1999 αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία επεβλήθη εις βάρος του αιτούντος αγροτικού συνεταιρισμού, με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΔΟΛΩΝ" πρόστιμο ύψους 4.500.000 δραχμών, το οποίο περιορίσθηκε στο ποσό των 3.000.000 δραχμών με την υπ? αριθμ. 331981/4-4-2000 απόφαση του υπουργού Γεωργίας, για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν στο ελαιοτριβείο του κατά την ελαιοκομική περίοδο 1997 - 1998. Η αναστολή εκτελέσεως της υπ? αριθμ. 387936/3-12-1999 αποφάσεως του υπουργού Γεωργίας επιδιώκεται με την υπό κρίση αίτηση μέχρι της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της από 21-2-2000 (αριθμ. καταθέσεως 3/21-2-2000) προσφυγής που έχει ασκηθεί από τον αιτούντα αγροτικό συνεταιρισμό κατά της ως άνω αποφάσεως, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μετά την υπ? αριθμ. 403/2001 παραπεμπτική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καλαμάτας.

2. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α?/17-5-1999), η έναρξη της ισχύος του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο αυτού, άρχισε δύο μήνες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζει στο άρθρο 69 αυτού ότι: "1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ? εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205". Εξάλλου, στα άρθρα 200 έως και 205 του ιδίου Κώδικος ρυθμίζεται η αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων. Ειδικότερα, ορίζεται στο άρθρο 200 ότι: "Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής", στο άρθρο 201 ότι: "Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας η σχετική αίτηση απορρίπτεται", στο άρθρο 202 ότι: "1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγής είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη", στο άρθρο 203 ότι: "1. Η αίτηση αναστολής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45 πρέπει να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την αναστολή, 2............ 3. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση, με πράξη του πιο πάνω σε αυτήν, ορίζει το τμήμα το οποίο θα προβεί στην εκδίκασή της. Με την ίδια πράξη διατάζει την, με φροντίδα της γραμματείας, επίδοση αντιγράφου της και αντιγράφου της αίτησης αναστολής προς τη Διοίκηση. Η τελευταία υποχρεούται να αποστείλει στο δικαστήριο αντίγραφο της πράξης της οποίας ζητάει η αναστολή εκτέλεσης, καθώς και το σχετικό φάκελο με τις απόψεις της. Προς τούτο, με την ίδια πράξη, τάσσεται σε αυτήν προθεσμία , η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε ( 5) ημερών. 4............ 5................ 6............", στο άρθρο 204, όπως η παράγραφος 3 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ 109 τ. Α?), ότι: "1. Η εκδίκαση της αίτησης αναστολής δεν γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση, ούτε καλούνται κατά αυτήν οι διάδικοι. Οι τελευταίοι, πάντως, αν το ζητήσουν, ακούγονται υποχρεωτικώς. 2..........3. Ο πρόεδρος του αρμοδίου τμήματος ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής μπορεί, με την κατάθεση της αίτησης, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση. Η προσωρινή διαταγή ισχύει έως την έκδοση της απόφασης για την αίτηση αναστολής και μπορεί να ανακληθεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από τον πρόεδρο του τμήματος ή τον οριζόμενο από αυτόν δικαστή ή το αρμόδιο για την αναστολή δικαστήριο" και στο άρθρο 205 ότι: "1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης. 2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή. 3. Με την ίδια απόφαση, με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης, είναι δυνατόν, ακόμη και χωρίς σχετικό αίτημα: α) να οριστεί, ως προϋπόθεση ισχύος της αναστολής, η κατάθεση στο καθού η αίτηση, μέσα σε τακτή προθεσμία εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση αυτήν, ή β) να επιτραπεί, στο καθού η αίτηση, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του αιτούντος, για ποσό που καθορίζεται με την ίδια απόφαση ή γ) να εξαρτηθεί η ισχύς της αναστολής από την τήρηση οποιουδήποτε όρου που κρίνει αναγκαίο το δικαστήριο. 4. Αν η Διοίκηση καθυστερήσει να αποστείλει στο δικαστήριο όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 203, μπορεί, αν συντρέχουν οι λόγοι του άρθρου 202, να διαταχθεί προσωρινή αναστολή, εφόσον τούτο δεν αποκλείεται κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Στην περίπτωση αυτήν, η οριστική απόφαση εκδίδεται το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την περιέλευση στο δικαστήριο των στοιχείων τούτων, αλλιώς η προσωρινή αναστολή παύει αυτοδικαίως .5................. 6...........". Τέλος, στο άρθρο 285 ορίζεται ότι: "1. Απο την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2............."

3. Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στις 17-9-1998 από ελεγκτές του Οργανισμού Ελέγχου Ενισχύσεων Ελαιολάδου (Ο.Ε.Ε.Ε.) στο ελαιοτριβείο του αιτούντος αγροτικού συνεταιρισμού, με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΔΟΛΩΝ", το οποίο ευρίσκεται στην περιοχή "Κάτω Δολοί" Νομού Μεσσηνίας, για την ελαιοκομική περίοδο 1997 - 1998, διαπιστώθηκαν, όπως αναφέρεται στην Κ 086 - 292/1997 - 1998 σχετική έκθεση, παραβάσεις της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας που αφορούν την καταβολή ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιολάδου και ειδικότερα: α) υψηλό και μη αποδεκτό ποσοστό (21,94%) αποδόσεως ελαιοκάρπου σε ελαιόλαδο σε σχέση με το ποσοστό (17,7%) του μέσου όρου των αποδόσεων ελαιολάδου κατά την τετραετία 1993 έως 1997, β) μη αποδεκτό ποσοστό αποδόσεως ελαιοκάρπου σε ελαιοπυρήνα (40,03%) και μάλιστα εκτός των προβλεπομένων ενδεικτικών ορίων του άρθρου 9 του κανονισμού ΕΟΚ 3061/1984, και γ) χαμηλή αναλογία ελαιολάδου - ελαιοπυρήνα (1/1,82) σε σύγκριση με την αναλογία ελαιολάδου - ελαιοπυρήνα (1/2,54 ) που προκύπτει από το άρθρο 9 του Κανονισμού ΕΟΚ 3061/1984 και από την μέση απόδοσης ελαιοκάρπου σε ελαιόλαδο κατά την τετραετία 1993 έως 1997. Από τις ως άνω διαπιστωθείσες παραβάσεις, οι ελεγκτές υπάλληλοι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι κατά την ως άνω ελαιοκομική περίοδο υπάρχει μεταβολή των εισερχομένων ποσοτήτων ελαιοκάρπου και του παραγομένου ελαιολάδου, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 2 του Κανονισμού ΕΟΚ 2262/1984. Συγκεκριμένα δε, εκτιμήθηκε ότι η πραγματικώς παραχθείσα ποσότητα ελαιολάδου για την ελαιοκομική περίοδο 1997 - 1998 είναι κατά 30.000 κιλά περίπου λιγότερη από τη δηλούμενη στις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και τα βιβλία του ελαιοτριβείου. Κατόπιν τούτων, με την υπ? αριθμ. 387936/3-12-1999 απόφαση του υπουργού Γεωργίας επεβλήθη εις βάρος του αιτούντος αγροτικού συνεταιρισμού πρόστιμο ύψους 4.500.000 δραχμών, για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν στο ελαιοτριβείο του κατά την ελαιοκομική περίοδο 1997 - 1998, το οποίο περιορίσθηκε στο ποσό των 3.000.000 δραχμών με την υπ? αριθμ. 331981/4-4-2000 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Κατά της ως άνω υπ? αριθμ. 387936/3-12-1999 αποφάσεως του υπουργού Γεωργίας, ο αιτών αγροτικός συνεταιρισμός άσκησε την υπ? αριθμ. καταθέσεως 3/21-2-2000 προσφυγή, επιδιώκων την ακύρωση αυτής και με την υπό κρίση αίτηση ζητεί την αναστολή εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής, ισχυριζόμενος ότι η προσφυγή του είναι βέβαιο ότι θα ευδοκιμήσει. Περαιτέρω, ο αιτών αγροτικός συνεταιρισμός ισχυρίζεται ότι από την εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως, η οποία συνεπάγεται την καταβολή προστίμου ποσού 3.000.000 δραχμών, θα επέλθει σ? αυτόν ανεπανόρθωτη υλική βλάβη, συνιστάμενη στον ισχυρό οικονομική κλονισμό του, εν όψει και της ήδη κακής οικονομικής του καταστάσεως.

4. Με τα δεδομένα αυτά, ο ισχυρισμός, κατ? αρχήν, του αιτούντος αγροτικού συνεταιρισμού ότι η προσφυγή του είναι βέβαιο ότι θα ευδοκιμήσει, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, δεδομένου ότι το ενδεχόμενο ευδοκιμήσεως της σχετικής προσφυγής δεν συνιστά, κατ? άρθρο 202 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, λόγο που να δικαιολογεί την αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναστολής. Περαιτέρω, εφόσον το ένδικο πρόστιμο επεβλήθη για παραβάσεις των κοινοτικών και εθνικών διατάξεων που διέπουν την καταβολή ενισχύσεων στην παραγωγή ελαιολάδου και συνδέονται με την υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία του καθεστώτος κοινοτικής ενισχύσεως της παραγωγής ελαιολάδου, τα πρόστιμα αυτά συνιστούν ελεγκτικά μέτρα, η επίκαιρη εκτέλεση των οποίων επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (Επ. Αναστ. ΣτΕ 440/1998, 421/1998, 450/1996). Επομένως, συντρέχει λόγος αποκλεισμού της χορηγήσεως της αιτούμενης αναστολής, κατ? άρθρο 202 παρ. 2 περ. α? του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, ανεξαρτήτως της επερχόμενης βλάβης στον αιτούντα αγροτικό συνεταιρισμό.

5. Κατ? ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ενώ δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη εις βάρος του αιτούντος αγροτικού συνεταιρισμού, λόγω της μη υποβολής σχετικού αιτήματος υπό του καθ? ου η αίτηση αναστολής Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 275 παρ. 7 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας.