Πρωτοδικείο Σάμου Πολυμελές
Αριθ.απόφασης: 115/2003
Προεδρεύων: Ηλίας Σταυρόπουλος, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Ιωάννης Καλτάκης, Νεοφ. Δάνος
Επιδόματα αργιών και Χριστουγέννων.
Επιδόματα εορτών, άδειας και εργασίας κατά την Κυριακή, δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί που απασχολούνται υπό κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους, βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, με απλή σχέση εργασίας. Οι εργαζόμενοι αυτοί, δικαιούνται τα προαναφερθέντα επιδόματα ευθέως εκ του νόμου και όχι με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.
[...] Από τη διάταξη του άρθρου 516 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι για την άσκηση εφέσεως απαιτείται έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται από το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως και υπάρχει, όταν ο διάδικος ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, διότι απορρίφθηκαν οι αιτήσεις και οι προτάσεις του ή αντιθέτως έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και οι προτάσεις του αντιδίκου του. Ετσι, όταν η αγωγή απορρίφθηκε, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως παθητικά ανομιμοποίητη, ο εναγόμενος με αυτήν δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση εφέσεως κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την υπό κρίση αγωγή της, ισχυρίστηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σάμου, ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, παρείχε τις υπηρεσίες της στους εναγόμενους, και ήδη εκκαλούντες, κατά το χρονικό διάστημα από 15/4/2000 έως και 26/10/2000, ως λαντζιέρα, στο κατάστημα, που διατηρούν οι τελευταίοι στον Αγιο Κωνσταντίνο, Σάμου, αντί μηνιαίου μισθού 170.000 δρχ. (498,09 ευρώ) και ότι εργάσθηκε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καθημερινώς, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, Κυριακές και αργίες, επί οκτώ ώρες ημερησίως. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν συνολικά το ποσό των 2.444,72 ευρώ, νομιμοτόκων από 19/11/2001, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2000, αποζημίωση και επίδομα αδείας, αποζημίωση για απασχόληση τις Κυριακές και τις αργίες, που δεν της καταβλήθηκαν και αποζημίωση για μη χορήγηση ημέρας αναπληρωματικής ανάπαυσης, λόγω παροχής εργασίας τις Κυριακές, κατά τις στην αγωγή διακρίσεις. Επικουρικώς, δε, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή του ανωτέρω κονδυλίου, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ αριθμ. 24/2003 οριστική απόφαση του, απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον του δεύτερου εκκαλούντος, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης τούτου, ενώ, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εκκαλούντος, απέρριψε αυτήν, ως προς την επικουρική της βάση, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας αυτής και δέχθηκε αυτήν, ως προς την κύρια βάση της, κατ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους, επειδή α) το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, β) αν και δέχθηκε, ότι δεν υπήρχε έγκυρη σύμβαση εργασίας και αφού απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εντούτοις έκανε δεκτή την αγωγή, ως προς όλα τα επιζητούμενα με αυτήν κονδύλια και γ) επιδίκασε προσαύξηση, επιπλέον της κανονικής αμοιβής, για την παροχή εργασίας από την εφεσίβλητη τις Κυριακές, καθώς επίσης και αποζημίωση, για μη χορήγηση ημέρας αναπληρωματικής ανάπαυσης (ρεπό), για την παροχή της ανωτέρω εργασίας, παρόλο ότι δέχθηκε ότι δεν υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας και παρά το ότι απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ζητούν δε, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της, κατ΄ ουσίαν η ένδικη αγωγή της εφεσίβλητης. Ομως ο δεύτερος εκκαλών, ως μη ηττηθείς διάδικος, δεν έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση της υπό κρίση εφέσεως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα πρόταση, γι αυτό και πρέπει αυτή, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ως προς αυτόν, ενώ ως προς τον πρώτο εκκαλούντα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε σ΄ αυτόν, στις 11/4/2003 (βλ. σχετική σημείωση επί της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σάμου, Δ.Χ.) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 21/4/2003 (άρθρ. 591, αρ. 1, 495, παρ. 1-2, 500 και 518, παρ. 1, Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή (άρθρ. 533, παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Σε σχέση με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσης, από τις διατάξεις του άρθρου 1, παρ. 1 του Ν. 1082/1980, του άρθρου 1, παρ. 2 της 19040/1981 Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας, του άρθρου 1, παρ. 1, του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, του άρθρου 3, παρ. 16 του Ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975 (που κύρωσε την από 26/2/1975 ΕΣΣΕ), των 8900/1946, 58399/1951 και 25825/1951 Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας, του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3755/1957 και του άρθρου 10, παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966, συνάγεται ότι επιδόματα εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας, προσαύξηση αμοιβής λόγω απασχολήσεως την Κυριακή ή άλλη εξαιρετέα ημέρα ή αργία, καθώς και αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση 24 ωρών λόγω εργασίας την Κυριακή, άνω των 5 ωρών, δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι με κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους - βάσει άκυρης συμβάσεως εργασίας - με απλή σχέση εργασίας, οι οποίοι δικαιούνται τα ανωτέρω ευθέως εκ του νόμου και όχι με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από το περιεχόμενο όλων αυτών των διατάξεων, που σε κανένα σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως εργασίας, ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζόμενους, αλλά και από το ότι - αντιθέτως - στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, του άρθρου 1, παρ. 2 της Υ.Α. 19040/1981 και του άρθρου 3, παρ. 16 του Ν. 4504/1966, γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση, ενώ στις διατάξεις των άρθρων 2 του Ν.Δ. 3755/1957 και 10, παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966, ορίζεται ρητά, ότι ο μισθωτός που απασχολήθηκε την Κυριακή, δικαιούται αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση 24 ωρών, και προσαύξηση αμοιβής ίσης προς το 75% του ημερομισθίου, ανεξαρτήτως του κύρους της σύμβασης εργασίας (βλ. ΑΠ 389/1998 ΕλλΔνη 1998.1574, ΑΠ 141/1989 ΕλλΔνη 1990.785, Εφ.Αθ. 8198/1991 ΕλλΔνη 1993.133, Καρακατσάνης "Ατομικό Εργατικό Δίκαιο", Αθήνα - Κομοτηνή 1990). Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε, ότι η εφεσίβλητη, αν και εργαζόταν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας, δικαιούταν έκτου νόμου τα ποσά, που ζήτησε δια της αγωγής της και αφορούσαν επίδομα Χριστουγέννων 2000, αποζημίωση και επίδομα αδείας, αποζημίωση για απασχόληση τις Κυριακές και τις αργίες, καθώς και αποζημίωση για μη χορήγηση ημέρας αναπληρωματικής ανάπαυσης, λόγω παροχής εργασίας κατά τις Κυριακές. Ετσι που έκρινε η εκκαλουμένη δεν έσφαλλε, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα πρόταση, εντεύθεν και οι σχετικοί λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα κρίνονται απορριπτέοι, ως μη νόμιμοι.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίζονται, και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου χρόνου, ο πρώτος εκκαλών προσέλαβε την εφεσίβλητη ηλικίας 15 ετών, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, για να εργαστεί, ως λαντζιέρα, στην επιχείρηση εστιατορίου που διατηρούσε στη θέση "Πλατανάκια" του Δ/Δ Αγίου Κωνσταντίνου του Δήμου Βαθέος Σάμου, για το χρονικό διάστημα, από 15/4/2000 έως 26/10/2000, έναντι συμφωνημένου μηνιαίου μισθού, ανερχόμενου στο ποσό των 170.000 δραχμών (498,90 ευρώ). Η εφεσίβλητη στερούταν βιβλιαρίου υγείας, αν και η ύπαρξη του ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για το έγκυρο της ανωτέρω συμβάσεως, αφού οι παρεχόμενες υπηρεσίες της άπτονταν υγειονομικού ενδιαφέροντος (άρθρ. 14, παρ. 1, Α1 β/85577/8-9-2-1983). Ετσι, με δεδομένη την ακυρότητα της μεταξύ των διαδίκων συναφθείσας σύμβασης εργασίας, λόγω έλλειψης βιβλιαρίου υγείας, εργάσθηκε η εφεσίβλητη στην ως άνω επιχείρηση του εκκαλούντος, ως λαντζιέρα, με απλή σχέση εργασίας, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, Κυριακές και αργίες (28 Κυριακές, 1η Μαΐου και 15 Αυγούστου), για οκτώ ώρες ημερησίως, δίχως να λάβει εβδομαδιαία ανάπαυση ή άδεια, καθ΄ όλο το συμφωνημένο χρόνο, δηλαδή από 15/4/200 έως 26/10/2000, οπότε και έληξε η εργασιακή σχέση. Κατά τη λήξη αυτής, όμως, δεν κατεβλήθη στην εφεσίβλητη, πέραν του συμφωνημένου μισθού της, αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων, που δικαιούνται, ανερχομένου, βάσει του ανωτέρω χρόνου απασχόλησης της, σε 379,16 ευρώ (19 ημερομίσθια (2 ημερομίσθια ανά 19ήμερο από 1/5/2000 έως 26/10/2000) Χ 498,90/25), αναλογία αποζημιώσεως αδείας, που δικαιούταν, ανερχόμενη σε 236,52 ευρώ (12 ημερομίσθια (2 ημερομίσθια για κάθε μήνα από 15/4/2000 έως 26/10/2000) Χ 498, 90/25) και επίδομα αδείας, ανερχόμενο σε 236,52 ευρώ (το ισόποσο της αποζημίωσης αδείας), προσαύξηση αμοιβής για εργασία τις Κυριακές και τις αργίες, ανερχόμενη στο ποσό των 1.047,60 ευρώ (30 ημέρες εργασίας Χ (498,90/25 Χ 75%)) και αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση, που δεν της χορηγήθηκε, για την οποία δικαιούταν αποζημίωση, ανερχόμενη στο ποσό των 538,92 ευρώ (27 ημέρες (μία για κάθε εβδομάδα) Χ 498,90/25). Ολα τα ανωτέρω ποσά ο εκκαλών δεν κατέβαλε στην εφεσίβλητη, παρότι αυτή τα δικαιούταν ευθέως εκ του νόμου, ασχέτως του ότι εργαζόταν με απλή σχέση εργασίας, γι΄ αυτό και αυτή κατέφυγε στον επιθεωρητή εργασίας, ζητώντας απ΄ αυτόν να παρέμβει για την επίλυση της εργατικής διαφοράς. Ματαίως όμως, αφού ο εκκαλών, καίτοι κλήθηκε για να εκπληρώσει τις εκ του νόμου υπαγορευόμενες ανωτέρω υποχρεώσεις του, έναντι της εφεσίβλητης, δεν συμμορφώθηκε προς τούτο. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, έπρεπε η υπό κρίση αγωγή, να γίνει δεκτή κατ΄ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εκκαλών στην καταβολή των ανωτέρω ποσών, στην εφεσίβλητη και τα ίδια δεχόμενο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις ούτε εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και στο σύνολο της η υπό κρίση έφεση. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (176, 183 Κ.Πολ.Δ.).