Πρωτοδικείο Αθηνών Μονομελές
Αριθ.απόφασης: 164/2003
Πρόεδρος: Καλλιόπη Πάνα, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι: Μάρ. Αρμάος, Αντ. Μπιτσάκης και Δέσποινα Κορωνίδου
Λιθογράφοι - καταγγελία σύμβασης εργασίας.
• Οι όροι αμοιβής εργασίας των λιθογράφων διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας των λιθογράφων, οι οποίες έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικές.
• Έργο λιθογράφου.
[...] Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν (...), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσελήφθη από την εναγομένη που διατηρεί επιχείρηση γραφικών τεχνών στις 1/8/1999 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της λιθογράφου τεχνίτριας μοντέρ και φωτομεταφορέα. Με την ειδικότητα αυτή εργάστηκε ως τις 21/12/2001 οπότε η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας καταβάλλοντος της αποζημίωση εργάτριας και όχι υπαλλήλου. Οι όροι αμοιβής εργασίας της ενάγουσας διείποντο από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας των λιθογράφων, που έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικές. Η ενάγουσα είχε προϋπηρεσία 14 ετών κατά την πρόσληψη της και οι μικτές μηνιαίες αποδοχές της κατά τον χρόνο απόλυσης της ανέρχονταν σε 368.420 δραχμές, γεγονός που δεν αμφισβητεί η εναγομένη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εργασία της ενάγουσας συνίστατο στη διεκπεραίωση εργασιών μοντάζ, χρησιμοποιώντας τη φωτοευπαθή τράπεζα (μονταζέρα) καθώς και η διεκπεραίωση εργασιών φωτομεταφοράς. Επίσης, της είχε ανατεθεί η ευθύνη του ποιοτικού ελέγχου του τμήματος ατελιέ (μοντάζ και φωτομεταφορά). Εάν αυτή διαπίστωνε ότι δεν υπήρχε κάποιο λάθος στις άνω εργασίες προωθείτο η εργασία προς εκτύπωση. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο λιθογράφος φωτομεταφορέας πρέπει να προσέξει κατά τη μεταφορά την επίδραση του φωτός, τη διάρκεια του χρόνου της πλάκας (φωτοευπαθούς επιφάνειας) στη φυγοκεντρική μηχανή και γενικά σ΄ όλα τα στάδια της φωτομεταφοράς για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επίσης, ο φωτομεταφορέας έχει την ευθύνη της καλής και σωστής μεταφοράς της εικόνας, στο να κρατά αποστάσεις, ανάλογες με το πιεστήριο, στο να συμπίπτει τα χρώματα στις πολύχρωμες εικόνες, στον έλεγχο κατά την εμφάνιση των στιγμάτων του φωτοτυπικού πλέγματος (ράστερ) και σε συνδυασμό προς την πυκνότητα της προς εκτύπωση εικόνας. Η εργασία του μοντάζ είναι η πλέον δύσκολη εργασία της εκτύπωσης από τον μοντέρ, εξαρτάται η όλη ποιότητα της εκτύπωσης, αυτός κάνει το κασέ της κάθε εκτύπωσης, το μελετά ώστε να χωρέσει η ύλη της κάθε σελίδας (τετραγώνιση), μαντάρει, δηλαδή τοποθετεί στην κατάλληλη θέση τα κείμενα και τα φίλμς στο κασέ, ώστε να βγουν οι σελίδες, όπως πρέπει στην κατάλληλη θέση. Αυτός διαχειρίζεται την ακριβή αποτύπωση των χρωμάτων, εργασία αρκετά δύσκολη. Για την άνω εργασία απαιτείται ειδική προσοχή, γιατί τυχόν σφάλμα θα έχει συνέπεια δυσμενή για την εκτυπωθείσα εργασία. Για να επιτευχθεί η ακρίβεια των χρωμάτων ο μοντέρ δουλεύει πάνω σε φωτεινή επιφάνεια (μονταζιέρα) με φακούς με μεγάλη προσοχή για να ελέγχει συνεχώς την εκτύπωση ως προς το μοντάζ που πραγματοποιεί ο εκτυπωτής (μηχανικός) και επεμβαίνει σε περίπτωση που κάτι δεν εξελίσσεται σωστά κατά την εκτύπωση. Κατά την εργασία του αυτή αναπτύσσει πρωτοβουλία και απαιτείται ευθύνη. Η εναγομένη απασχολείτο στις άνω εργασίες, όπως με σαφήνεια κατέθεσαν οι μάρτυρες της, ήτοι εργαζόταν, εκτός από την εργασία της, της φωτομεταφοράς και ως μοντέρ και διεκπεραίωνε μόνη της το μοντάζ, όπως της ζητούσε ο προϊστάμενος της Σ. Μετά τέλος τον δικό της έλεγχο προωθείτο η όλη εργασία προς εκτύπωση. Επομένως, όπως πλήρως αποδείχθηκε για την εκτέλεση της άνω εργασίας της ενάγουσας απαιτείτο εξειδιασμένη εμπειρία και γνώση της λειτουργίας και δράσεως των χρησιμοποιουμένων υλικών εκτυπώσεως ένταση της προσοχής και πρωτοβουλία για την εκτέλεση διορθωτικών παρεμβάσεων κατά τη διάρκεια της εκτυπώσεως, καθώς και ιδιάζουσα ευθύνη για το παραγόμενο τελικά έργο. Ηταν λοιπόν η εργασία της αυτή κατά κύριο λόγο πνευματική συνεπαγόμενη προεχόντως την καταβολή πνευματικής δραστηριότητας, λιγότερο δε σωματική. Για τον λόγο αυτό έχει τον χαρακτήρα εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου και όχι εργάτου, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3514/1928, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2655/1953. Από τα ίδια στοιχεία αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγομένη εκτελούσε αυτοδύναμα και όχι με τις κατευθύνσεις και οδηγίες άλλου ειδικευμένου εργαζομένου τις παραπάνω εργασίες αφού αυτή είχε την προς τούτο εμπειρία λόγω της προϋπηρεσίας της, όπως προκύπτει από τις σχετικές βεβαιώσεις που προσκομίζει. Ο μάρτυράς της που εξετάστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατέθεσε ότι γνώρισε την ενάγουσα όταν ζήτησε εξειδικευμένο άτομο στο μοντάζ από τον πρόεδρο του σωματείου τους κατά τη διάρκεια που δούλευε στα "Νέα", ο οποίος του έστειλε την ενάγουσα. Οτι η ενάγουσα είναι εξειδικευμένη στην εργασία αυτή που απαιτεί ειδικές γνώσεις και δεν ενεργείται αυτόματα καθώς επίσης έχει τελειώσει σχετικά τη σχολή Δοξιάδη. Από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προσελήφθη από την εναγομένη, γιατί τον χρόνο αυτό οι εργασίες της εμφάνιζαν αύξηση με αποτέλεσμα να μη μπορεί τότε ν΄ ανταποκριθεί στις υποχρεώσείς της με μόνη την εργασία του υπαλλήλου της. Στη συνέχεια όμως και εντελώς απρόβλεπτα οι εργασίες αυτές μειώθηκαν με αποτέλεσμα να παραστεί ανάγκη μείωσης του προσωπικού της εναγομένης. Για τον λόγο αυτό απολύθηκε. Στη θέση της δεν προσελήφθη άλλος εργαζόμενος όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι και άλλοι εργαζόμενοι απολύθηκαν σταδιακά μέχρι τον Δεκέμβριο του 2001, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι στην εναγομένη να μειωθούν από 32 σε 29, προκειμένου να μειωθεί έτσι το κόστος παραγωγής της. Επομένως, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η καταγγελία της συμβάσεως της είναι άκυρη ως καταχρηστική γιατί η εναγομένη δεν έλαβε υπόψη της τη δερματική ασθένεια από την οποία πάσχει και ότι σπουδάζει ένα παιδί 24 ετών, γεγονότα τα οποία γνώριζε, έχει ανάγκη δε εξ αυτού του λόγου την εργασία της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη γνώριζε τα άνω περιστατικά, αυτά από μόνα τους δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Ετσι η ενάγουσα δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας, αφού η καταγγελία της συμβάσεως της είναι έγκυρη, άλλο δε λόγο ακυρότητας της δεν επικαλείται. Κατόπιν αυτού απορριπτέα ως αβάσιμη είναι η κυρία βάση της αγωγής. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω αυτή δικαιούται αποζημίωση υπαλλήλου και όχι εργάτου, την οποία έλαβε, και επομένως για την αιτία αυτή δικαιούται την αιτούμενη διαφορά αποζημιώσεως απολύσεως, την οποία η εναγομένη δεν αμφισβητεί ως προς το ύψος. Η νόμιμη αποζημίωση της, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου υπηρεσίας της (δύο έτη) και της υπαλληλικής της ιδιότητας ανέρχεται σε 859.646 δραχμές (μικτές αποδοχ. 368.420 δρχ. Χ 14 μην. = 5.157.880 δρχ.: 12 = 429.823 δρχ. Χ 2 μήνες = 859.646 δρχ.). Έναντι αυτών η εναγομένη της κατέβαλε 245.000 δρχ. Επομένως, της οφείλει τη διαφορά των 614.646 δραχμών ή 1.803 ευρώ.
Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις η κρινόμενη αγωγή, που είναι νομικά βάσιμη στηριζόμενη στις διατάξεις 281, 346, 648 επομ. 656 Α.Κ., Ν. 2112/1920, 3198/1955, 176, 907, 908 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να γίνει δεκτή κατ ουσίαν ως προς την επικουρική βάση της, απορριπτόμενης της κυρίας ως αβασίμου. Η εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλλει στην ενάγουσα 1.803 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως την εξόφλησή της.