Απόφ. Αρείου Πάγου 1350/2005 (19/11/2005)
Η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους έτσι ώστε αν το διαχώρισμα έγινε επί εδάφους αποκλειστικώς του ενός ιδιοκτήτου, ανήκει σ` αυτόν, εάν, όμως, έγινε επί εδάφους αμφοτέρων των ιδιοκτητών καθένας εξ αυτών είναι κύριος του αντιστοιχούντος στο έδαφος του τμήματος του διαχωρίσματος.
Η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους έτσι ώστε αν το διαχώρισμα έγινε επί εδάφους αποκλειστικώς του ενός ιδιοκτήτου, ανήκει σ' αυτόν, εάν, όμως, έγινε επί εδάφους αμφοτέρων των ιδιοκτητών καθένας εξ αυτών είναι κύριος του αντιστοιχούντος στο έδαφος του τμήματος του διαχωρίσματος.
Α.Π. 1350/2005 (Τμ. Γ' Πολ.)
Προεδρεύων: ΑΧ. ΖΗΣΗΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΒΑΣ. ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Αρεοπαγίτης
ΕΠΕΙΔΗ, από τις διατάξεις των άρθρων 1021 και 1022 Α.Κ. προκύπτει σαφώς ότι με αυτές δεν ρυθμίζεται ζήτημα κυριότητας επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων, όπως είναι και ο μεσότοιχος, αλλά η κυριότητα επ' αυτών ρυθμίζεται από τις γενικές περί κτήσεως της κυριότητας διατάξεις.
Επομένως η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους κατά την γενική αρχή superficies cedit solo, έτσι ώστε αν μεν το διαχώρισμα έγινε επί εδάφους αποκλειστικώς του ενός ιδιοκτήτου, ανήκει σ' αυτόν εάν όμως έγινε επί εδάφους αμφοτέρων των ιδιοκτητών των συνεχόμενων ακινήτων, η γεωμετρική γραμμή του ορίου μεταξύ των συνεχόμενων ακινήτων κρίνει και για την κυριότητα επί του αντιστοιχούντος σ' αυτήν διαχωρίσματος, και συνεπώς καθένας από τους ιδιοκτήτες των συνεχόμενων ακινήτων είναι αποκλειστικός κύριος του αντιστοιχούντος στο έδαφος του τμήματος του διαχωρίσματος.
Τα ανωτέρω ισχύουν και επί των μεσότοιχων, επί των οποίων, εάν αποδεικνύεται ότι έγιναν αποκλειστικώς και εξ ολοκλήρου εντός του εδάφους του ενός από τα συνεχόμενα ακίνητα, δεν εφαρμόζονται οι περί αυτών ειδικές διατάξεις του Γενικού οικοδομικού Κανονισμού, όπως η διάταξη του άρθρου 68, παρ. 1, του ν.δ. της 9 Αυγούστου - 30 Σεπτεμβρίου 1955 «περί Γενικού οικοδομικού Κανονισμού», που ίσχυε κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο της κατασκευής του επίδικου μεσότοιχου, η οποία ορίζει ότι «τα περιφράγματα τοποθετούνται εκατέρωθεν του κοινού ορίου εξ ημισείας επί αμφοτέρων των ιδιοκτησιών» αλλά οι γενικές περί κυριότητας διατάξεις του Α.Κ., διότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί «μεσοτοιχίας» κατά την έννοια του ως άνω διατάγματος.
Κατ' ακολουθία ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος αυτού, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 560, αρ. 1, Κ.Πολ.Δικ. αιτίαση ότι με αυτή παραβιάσθηκαν οι ουσιαστικού Δικαίου διατάξεις περί μεσότοιχων των άρθρων 67, παρ. 1, και 68, παρ. 2, τους ως άνω Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του έτους 1955, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου κατασκευής του επίδικου μεσότοιχου, οι οποίες προβλέπουν ότι οι μεσότοιχοι κτίζονται «εκατέρωθεν του κοινού ορίου εξ ημισείας επί αμφοτέρων των ιδιοκτησιών, αφού το Πολ. Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε αυτές αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το δικαστήριο εκείνο δέχθηκε ανελέγκτως ότι ο επίδικος μεσότοιχος κτίσθηκε εξ ολοκλήρου εντός του εδάφους της ιδιοκτησίας της εναγομένης και συνεπώς ανήκει εξ ολοκλήρου σ' αυτή κατά την ως άνω γενική αρχή superficies cedit solo και ορθώς δεν εφάρμοσε τις ως άνω ειδικές διατάξεις του ισχύοντος κατά τον χρόνο κατασκευής του επίδικου μεσότοιχου γενικού οικοδομικού κανονισμού, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών, όπως είναι η κατασκευή του μεσότοιχου «εκατέρωθεν του κοινού ορίου εξ ημισείας επί αμφοτέρων των ιδιοκτησιών».
Ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο μέρος αυτού, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η μομφή της παράβασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας ως προς την εφαρμογή των ως άνω οικοδομικών διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν αναφέρεται σ' αυτόν ποία είναι τα συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάσθηκαν, και ποίο είναι το σφάλμα του δικαστηρίου σχετικά με τη μη εφαρμογή τους.