Α . Π .1505/2012 ( Τμ . Δ ΄ Πολ .)
Πρόεδρος: ΣΠ. ΖΙΑΚΑΣ, Αρεοπαγίτης
Εισηγήτρια: ΒΑΣ. ΘΑΝΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΥ, Αρεοπαγίτης
Δεν καλύπτεται ασφαλιστικά αστική ευθύνη προσώπων οφειλόμενη σε ατύχημα προκληθέν από πρόθεση του ασφαλισμένου ή του προστηθέντα από αυτόν.
δεδομένου ότι βούληση του νομοθέτη είναι μεν η κάλυψη των ζημιών τού παθόντα τρίτου, που προκαλούνται από βαρειά αμέλεια, όχι, όμως, να καλύπτεται ασφαλιστικά ο ασφαλισμένος, που χρησιμοποιεί το όχημά του ως μέσον τέλεσης αδικήματος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ.α΄ του Ν.489/1976 όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 και συμπληρώθηκε με μεταγενέστερους νόμους, ορίζεται ότι η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντα για την οδήγηση ή υπεύθυνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Κατά το εδ. β της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι εξαιρείται η αστική ευθύνη των προσώπων ..., που προκάλεσαν το ατύχημα εκ προθέσεως. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ο ασφαλιστής δεν καλύπτει ασφαλιστικά την αστική ευθύνη του οδηγού, καθώς και του ιδιοκτήτη, που είχε προστήσει στην οδήγηση τον οδηγό, ο οποίος προκαλεί, εκ προθέσεως, ατύχημα σε τρίτο πρόσωπο και τούτο διότι βούληση μεν του νομοθέτη είναι η ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών τρίτου, που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, έστω και από βαρειά αμέλεια, όχι, όμως να καλύπτεται ασφαλιστικά ο ασφαλισμένος, ο οποίος χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του ως μέσον τέλεσης αδικήματος.
Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται έναντι του παθόντα τρίτου, για να του καλύψει την αστική ευθύνη του οδηγού και του προστήσαντα αυτόν στην οδήγηση ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου, εναγόμενος δε ο ασφαλιστής, επιτρεπτώς προβάλλει την σχετική ένσταση απαλλαγής και κατά του τρίτου ζημιωθέντα. Στην περίπτωση που, με το ίδιο δικόγραφο αγωγής, συνενάγονται ο υπαίτιος οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου και ο ασφαλιστής και αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι η ζημία του παθόντα-ενάγοντα οφείλεται σε πρόθεση του οδηγού, τότε η αγωγή είναι μη νόμιμη, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά του ασφαλιστή, αφού στο περιεχόμενο αυτής περιλαμβάνεται ισχυρισμός που περιέχει περιστατικά τα οποία αποτελούν ένσταση καταχρηστική-διακωλυτική της γένεσης του δικαιώματος της ασφαλιστικής κάλυψης και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δηλαδή περιλαμβάνεται ισχυρισμός που αναιρεί τη νομιμότητά της κατά του ασφαλιστή, δεδομένου ότι γίνεται επίκληση περιστατικού, το οποίο θεμελιώνει το ανεύθυνο του ασφαλιστή, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του αρθ.6 παρ.1 Ν.489/1976, και το οποίο προκαλεί την απόρριψή της, ως νόμω αβάσιμης. Εάν δεν υπάρχει σχέση πρόστησης μεταξύ του υπαιτίου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και του ιδιοκτήτη αυτού, τότε η ευθύνη του τελευταίου έναντι του ζημιωθέντα τρίτου καλύπτεται από τον ασφαλιστή.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.4 του Ν.489/1976 , σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις αυτής και υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο που ζημιώθηκε από αυτοκινητικό ατύχημα. Από το σύνολο των διατάξεων, που ρυθμίζουν την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου ( αρθ. 16 , 19 Ν.489/1976 ), σε συνδυασμό με τον σκοπό της σύστασης και λειτουργίας αυτού, προκύπτει σαφώς ότι δικαιούχος της απαίτησης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι όποιος έχει απαίτηση αποζημίωσης, για ζημία από τροχαίο ατύχημα. Αφού η ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι υποκατάστατη της ευθύνης του ασφαλιστή, τότε, εάν ο ζημιωθείς τρίτος, για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο, δεν έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή (όπως π.χ. στην προαναφερόμενη περίπτωση της εξαίρεσης της ευθύνης του ασφαλιστή, επειδή το ατύχημα προκλήθηκε από πρόθεση), δεν ευθύνεται ούτε το υποκατασταθέν στη θέση του ασφαλιστή Επικουρικό Κεφάλαιο.