`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 251/2008
Δικαστής: Σπυρίδωνας Κολυβάς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Ηλίας Γιαννακάκης, Χρήστος Αλεξόπουλος,
Σπυρίδωνας Ζιάκας, Βαρβάρα Κριτσωτάκη
Βλαπτική μεταβολή όρων συμβάσεως εργασίας - Προσβολή προσωπικότητας μισθωτού.
Από το συνδυασμό των άρθρων 57, 59, 281, 288, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι αν η βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, υπό τις ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης για την ανεπίτρεπτη επαγγελματική μείωση που υφίσταται.
[...] Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349, 350, 351 ΑΚ. 7, παρ. 1 του Ν. 2132/1920 και 5, παρ. 3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεώς του προς επίτευξη των σκοπών αυτής, δεν επιτρέπεται όμως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική ζημία στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα, είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του, είτε να θεωρήσει την μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 57, 59, 281, 288, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης για την ανεπίτρεπτη επαγγελματική μείωση που υφίσταται. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559, αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν από το αιτιολογικό της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση περί της συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή της μη συνδρομής των όρων αυτών που αποκλείει την εφαρμογή της, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα εξής: "Με έγγραφη σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 15/3/1993, ο νόμιμος εκπρόσωπος του εναγομένου ......με την επωνυμία ...................προσέλαβε την ενάγουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (15/3/1993 έως 14/3/1994), προκειμένου να προσφέρει την εργασία της ως προϊσταμένη χώρων κοινού, με μηνιαίο μισθό 250.000 δρχ. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι η σύμβαση μπορεί να τροποποιηθεί μόνο εγγράφως. Ενδεικτικά καθορίστηκε ότι η ενάγουσα είχε την ιδιαίτερη ευθύνη για την ομαλή λειτουργία των κυλικείων - μπαρ και εστιατορίου, την επίβλεψη της καθαριότητας και ασφάλειας του κτιρίου, τη συνεργασία με τους επικεφαλής των άλλων τμημάτων για την επίτευξη άνετου και ασφαλούς περιβάλλοντος για το κοινό, την επίβλεψη όλων των απαραίτητων ενεργειών για την ομαλή και απρόσκοπτη προσέλευση του κοινού στις παραστάσεις, την υποχρέωση να αναφέρει στο Διευθυντή χώρων κοινού οτιδήποτε υποπίπτει στην αντίληψή της σχετικά με την ομαλή λειτουργία του Μεγάρου και να συνεργάζεται μαζί του για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος. Η ενάγουσα άρχισε να προσφέρει την εργασία της, οκτώ (8) ώρες ημερησίως επί πενθήμερο την εβδομάδα με κυλιόμενο ωράριο (πρωινή - απογευματινή - νυκτερινή βάρδια), πέραν δε των ανωτέρω καθηκόντων, από την αρχή της σύμβασης, ασκούσε επιπλέον καθήκοντα προϊσταμένης ταξιθετριών. Μετά τη λήξη του ορισθέντος χρόνου η σύμβαση εξακολούθησε με τους ίδιους όρους ως αορίστου χρόνου. Η ενάγουσα ασκούσε τα καθήκοντά της με επιτυχία και δεν υπήρχαν προβλήματα στις σχέσεις της με τους συναδέλφους της και τα όργανα του εναγομένου. Από τον Οκτώβριο του 1997 έως το Δεκέμβριο του 1997 απουσίασε από την εργασία της, λόγω προβλημάτων κύησης, όταν δε το Ιανουάριο επέστρεψε από την εργασία της, της είχαν αφαιρεθεί οι αρμοδιότητες της προϊσταμένης ταξιθετριών, μεταβολή την οποία αποδέχθηκε η ενάγουσα και συνέχισε να προσφέρει την εργασία της. Κατά τη διάρκεια της κύησης του δευτέρου τέκνου της έλαβε αναρρωτική άδεια από τον Οκτώβριο του 1999 έως τον Ιανουάριο του 2000. Από το Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 2000 έλαβε άδεια κύησης και λοχείας και στη συνέχεια άδεια άνευ αποδοχών μέχρι τέλος Νοεμβρίου 2000, την οποία όμως διέκοψε την 1/11/2000, γνωρίζοντας τις αυξημένες ανάγκες του εναγομένου και επέστρεψε στην εργασία της. Κατά το παραπάνω μεγάλο χρονικό διάστημα της απουσίας της, το σύνολο των καθηκόντων της ενάγουσας είχαν ανατεθεί στην μισθωτό ........ του εναγομένου. Από τα παραπάνω καθήκοντα που ασκούσε δεν της αποδόθηκαν τα καθήκοντα της προϊσταμένης καθαρισμού, τα οποία εξακολουθούσε να ασκεί η πιο πάνω αναπληρώτριά της, η οποία παρέμενε στο γραφείο της (ενάγουσας), που πλέον ασκούσε καθήκοντα απλής υπαλλήλου. Η ενάγουσα εξέφρασε την αντίθεσή της στην ανωτέρω βλαπτική μεταβολή, προφορικώς αλλά και εγγράφως, με τις από 5/12/2000 και 6/3/2001 επιστολές της, στις οποίες εξέθετε τα ανωτέρω και ζητούσε τη λύση του προβλήματος που είχε ανακύψει. Επειδή το εναγόμενο δεν της απέδωσε τις πιο πάνω αναφερόμενες αρμοδιότητες, η ενάγουσα, με την από 16/3/2001 εξώδικη δήλωσή της, που επέδωσε στο εναγόμενο στις 19/3/2001, δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την άνω μεταβολή, καθώς και ότι από 19/3/2001 θα απέχει από την εργασία της, θεωρώντας τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, επιπλέον δε ζήτησε την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεως. Το εναγόμενο, με την από 20/3/2001 εξώδικη δήλωσή του, που επέδωσε στην ενάγουσα στις 26/3/2001, αορίστως αρνήθηκε όσα η ενάγουσα εξέθετε στην προς αυτό εξώδικη δήλωσή της, χωρίς να απαντά τίποτα στους ισχυρισμούς της ενάγουσας περί βλαπτικής μεταβολής και την κάλεσε να εμφανιστεί στην εργασία της την επομένη ημέρα από την κοινοποίηση της άνω εξώδικης δήλωσης του, χωρίς όμως να της διευκρινίζει, όπως όφειλε, ότι θα αναλάβει τα κατά τη σύμβαση καθήκοντά της. Επίσης, κατά την προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς στην επιθεώρηση εργασίας στις 20/4/2001, παρότι η ενάγουσα, εκτός των μισθολογικών διαφορών που προέβαλε, έθεσε και το θέμα της μονομερούς τροποποίησης των όρων εργασίας της, ο πληρεξούσιος του εναγομένου ουδέν απάντησε επ' αυτού. Από τα ανωτέρω συνάγεται: α) ότι το εναγόμενο, χωρίς δικαίωμα από τη σύμβαση ή από το νόμο, μετέβαλε μονομερώς τους όρους της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, αναθέτοντάς της από 1/11/2000 και εφεξής καθήκοντα υποδεέστερα όσων ασκούσε, β) ότι η εναγομένη δεν αποδέχτηκε την παραπάνω βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της και απαίτησε την επαναφορά της στη θέση που κατείχε. Μετά δε την άρνηση του εναγομένου να την επαναφέρει στη θέση που κατείχε, νόμιμα αυτή θεώρησε τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης, που επέφερε τη λύση της. Κατά συνέπεια, το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα την αποζημίωση απόλυσης που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, παρ. Κ 2 Ν. 2112/1920, 5, παρ. 1, Ν. 3198/1955 και ανέρχεται στο ποσό των 2.342.251 δρχ. (501.911 δρχ. τελευταίος καταβαλλόμενος πλήρης μηνιαίος μισθός Χ 4 + 1/6 η αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος άδειας), που ισοδυναμούν με 6.873.81 ευρώ. Τέλος, αποδείχτηκε ότι από τον παραπάνω υποβιβασμό η ενάγουσα έχει υποστεί μείωση της προσωπικότητάς της, έχει θιγεί η επαγγελματική αξία και υπόληψή της στο επαγγελματικό της περιβάλλον, καθόσον δημιουργήθηκαν ερωτήματα και αμφιβολίες για τη δυνατότητά της να ανταποκρίνεται πλέον στα ασκούμενα μέχρι τη μεταβολή καθήκοντα. Από την προσβολή αυτή, που οφείλεται σε υπαιτιότητα των οργάνων του εναγομένου, τα οποία γνώριζαν τις ικανότητες και τα προσόντα της ενάγουσας, καθώς και τη διαφορά της μιας θέσης από την άλλη, η ενάγουσα έχει υποστεί ηθική βλάβη, το ανάλογο δε ποσό για την ικανοποίησή της, λαμβάνοντας υπ' όψη το είδος της προσβολής, τις συνθήκες τέλεσης και την οικονομική κατάσταση των μερών, ανέρχεται σε 1.000 ευρώ". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, κατ' ακολουθίαν των οποίων έκανε δεκτή την ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά την επικουρική βάση της, διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες στο ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της βλαπτικής εκ μέρους του αναιρεσείοντος μεταβολής της εργασιακής σύμβασης της αναιρεσίβλητης, οι οποίες δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, ενώ το Εφετείο δέχεται ότι η αναιρεσίβλητη προσλήφθηκε από το αναιρέσεων ως προϊσταμένη χώρων κοινού και ότι στα καθήκοντά της ενδεικτικά περιλαμβάνονταν η ιδιαίτερη ευθύνη για την ομαλή λειτουργία των κυλικείων - μπαρ και εστιατορίου, η επίβλεψη της καθαριότητας και ασφάλειας του κτιρίου, η συνεργασία με τους επικεφαλής των άλλων τμημάτων για την επίτευξη άνετου και ασφαλούς περιβάλλοντος για το κοινό, η επίβλεψη όλων των απαραίτητων ενεργειών για την ομαλή και απρόσκοπτη προσέλευση του κοινού στις παραστάσεις και η υποχρέωση να αναφέρει στο Διευθυντή χώρων κοινού οτιδήποτε υποπίπτει στην αντίληψη της σχετικά με την ομαλή λειτουργία του Μεγάρου και να συνεργάζεται μαζί του για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος, εκτιμά στη συνέχεια ότι μετά την κατά τα εκτιθέμενα αφαίρεση από την αναιρεσίβλητη των καθηκόντων της προϊσταμένης καθαρισμού, αυτή ασκούσε πλέον καθήκοντα απλής υπαλλήλου και ότι η αφαίρεση των συγκεκριμένων καθηκόντων υπήρξε βλαπτική για την αναιρεσίβλητη και έθιξε την επαγγελματική αξία και υπόληψη της, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται αν τα υπόλοιπα καθήκοντα της αναιρεσίβλητης ήσαν επουσιώδη σε σχέση με τα αφαιρεθέντα, αν εκ της αφαιρέσεως των τελευταίων μεταβλήθηκαν προς το χειρότερο οι οικονομικοί και άλλοι όροι της σύμβασης εργασίας της και τέλος κατά ποιο τρόπο, ενόψει του είδους και του χαρακτήρα των υπολοίπων καθηκόντων της αναιρεσίβλητης, εθίγη από την αφαίρεση των παραπάνω η επαγγελματική της υπόληψη και αξία. Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559, αρ. 19 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).