Η "Σύμβαση Τραπεζικού Εμβάσματος" χαρακτηρίζεται ως σύμβαση έργου υπέρ τρίτου με βάση την οποία πελάτης της Τράπεζας παραδίδει σ' αυτή χρήματα και η ίδια αναλαμβάνει την υποχρέωση να τα αποστείλει σε άλλο τόπο και να τα παραδώσει στον κατονομαζόμενο στο έμβασμα δικαιούχο, δεδομένου ότι αποβλέπουν στο εν λόγω αποτέλεσμα.
Α.Π. 388/2006 (Τμ. Α' Πολ.)
Προεδρεύων: ΔΗΜ. ΣΟΥΛΤΑΝΙΑΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΔΗΜ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Αρεοπαγίτης
Ι. Η μη ρυθμιζόμενη από το νόμο, αλλά συνήθης στις τραπεζικές συναλλαγές, "σύμβαση εμβάσματος ", βάσει της οποίας πελάτης της τράπεζας παραδίδει σ' αυτή χρήματα και η ίδια αναλαμβάνει την υποχρέωση, να τα αποστείλει σε άλλο τόπο και να τα παραδώσει στον κατονομαζόμενο στο έμβασμα δικαιούχο, έχει το χαρακτήρα σύμβασης έργου που γίνεται υπέρ τρίτου, διότι οι συμβαλλόμενοι δεν αποβλέπουν στην παροχή εργασίας με το έμβασμα, αλλά σε εκτέλεση του έργου (άρθρου 681, Α.Κ.), δηλαδή στο αποτέλεσμα, που συνίσταται στο να περιέλθει στον τρίτο δικαιούχο το χρηματικό ποσό του εμβάσματος.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 686, 383 - 385, Α. Κ. προκύπτει, ότι σε περίπτωση υπερημερίας του εργολάβου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, αφού τάξει στον εργολάβο εύλογη προθεσμία εκπληρώσεως, συνοδευόμενη και από τη σαφή δήλωση, ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αποκρούει την παροχή και παρέλθει πράγματι άπρακτη η προθεσμία αυτή, εκτός αν από την όλη στάση του υπερήμερου οφειλέτη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι θα ήταν άσκοπος ο καθορισμός της προθεσμίας ή αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης (Ολ. Α.Π. 568/1975).
Κατά συνέπεια, αφού η νομική σχέση, που δημιουργείται από το τραπεζικό έμβασμα έχει χαρακτήρα σύμβασης έργου, η οποία είναι διαφορετική από τη σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζα υπέρ τρίτου, που γίνεται κατά το άρθρο 2 του ν.δ. της 177 /13.8.1923, αν η τράπεζα, ως εργολάβος και οφειλέτρια της παροχής, συνιστάμενης στην εκτέλεση του εντάλματος, καταστεί υπερήμερη, ο δανειστής, εφόσον δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης, έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.
Στην περίπτωση αυτήν, η Τράπεζα, επειδή είναι οφειλέτιδα και έχει υποχρέωση να περιέλθει το έμβασμα στο δικαιούχο τρίτο, ευθύνεται, κατά το άρθρο 334 Α.Κ., όπως για δικό της πταίσμα, για το πταίσμα των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, άρα και για το πταίσμα της άλλης Τράπεζας την οποία χρησιμοποίησε για να καταστεί δυνατή η περιέλευση του εμβάσματος στο δικαιούχο, διότι η εν λόγω (δεύτερη) τράπεζα, μη αναλαμβάνοντας, έναντι του αποστολέα, αυτοτελώς και με δική της ευθύνη, την εκτέλεση του εμβάσματος, δεν επέχει θέση υποκατάστατου της στην εκπλήρωση της παροχής, αλλά βοηθού στην εκπλήρωση της (πρβλ. Ολ. Α.Π. 25/1995), μολονότι δεν τελεί σε νομική ή οικονομική εξάρτηση, ούτε σε γενική εποπτεία της λειτουργίας της εκ μέρους της Τράπεζας που ανέλαβε τη διαβίβαση των χρημάτων, αλλά αρκεί ότι η τελευταία είναι σε θέση να παρέχει στην τράπεζα - βοηθό εκπλήρωσης ειδικές οδηγίες ειδικά και μόνο ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής. Η Τράπεζα ευθύνεται και για το πταίσμα της άλλης Τράπεζας, που χρησιμοποίησε ως βοηθό εκπλήρωσης.
Συνακόλουθα, δεν έχουν εφαρμογή, ούτε και συμπληρωματικά, οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 715 και 716, εδάφ. 2, Α.Κ., που ορίζουν, η πρώτη ότι ο εντολοδόχος, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά στη σύμβαση, δεν έχει δικαίωμα να υποκαταστήσει άλλον για την εκτέλεση της εντολής, εκτός αν εξαναγκαστεί από τις περιστάσεις ή αν συνηθίζεται η υποκατάσταση και η δεύτερη ότι ο εντολοδόχος, αν υποκατέστησε άλλον, έχοντας το σχετικό δικαίωμα, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την εκλογή του υποκατάστατου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
Ενόψει αυτών, συνεχίζει το Εφετείο, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε κατ' ένσταση (Α. Κ. 342) ότι η καθυστέρηση της παροχής της οφείλεται στο άνω γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, είναι αβάσιμος κατ' ουσία και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, με την τοποθέτηση του άνω ποσού από την Ιταλική Τράπεζα σε δεσμευμένο λογαριασμό, η εναγομένη, που είναι οφειλέτης της παροχής, περιήλθε σε υπερημερία περί την εκτέλεση της δικής της παροχής, η οποία συνίσταται στο να περιέλθει το έμβασμα στον αποδέκτη.
Εξαιτίας της υπερημερίας της και, δοθέντος ότι ο άνω πελάτης του ενάγοντος δεν ενδιαφερόταν πλέον για το άνω ποσό, ο ενάγων δανειστής δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της συμβάσεως και έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση. Ζημιώθηκε δε κατά το άνω ποσό, που έχει τεθεί πλέον σε δεσμευτικό λογαριασμό της Ιταλικής Τράπεζας, διότι αυτό διαβιβάστηκε από δικό του λογαριασμό στην εναγόμενη Τράπεζα.
Ακολούθως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, το Εφετείο δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα - εναγομένη να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα, ως αποζημίωση του, για τη ζημία που αυτός υπέστη από την υπερημερία της, το κατά το χρόνο της πληρωμής, σε € ισάξιο του ποσού των 15.000.000 λιρετών Ιταλίας.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθώς υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ως αποδειχθέντα, στην έννοια του τραπεζικού εμβάσματος και ορθώς χαρακτήρισε τη σχέση αυτήν ως σύμβαση έργου και περαιτέρω ορθώς δέχτηκε υπερημερία της αναιρεσείουσας οφειλέτιδας και ευθύνη της ίδιας για το πταίσμα της Ιταλικής Τράπεζας, την οποία ορθώς χαρακτήρισε ως «βοηθό» της στην εκπλήρωση της παροχής και τέλος ορθώς δέχτηκε ότι ο αναιρεσίβλητος υπέστη ζημία από την υπερημερία της αναιρεσείουσας, δεχόμενο έτσι εκ του πράγματος ότι αυτός νομιμοποιείται ενεργητικώς, στην άσκηση της αγωγής αποζημίωσης, ως δικαιούχος της δευτερογενούς αξίωσης και έτσι δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 681 και 383 - 365, Α. Κ., τις οποίες εφάρμοσε, ούτε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 715 και 716, εδάφ. 2, Α. Κ., και του άρθρου 2 του ν.δ. 177/13.6.1923, που δεν εφάρμοσε, ενώ για όλα τα πιο πάνω ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμων ση εξαιτίας αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού εξέθεσε χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως υποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των προδιαλαμβανόμενων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες εφάρμοσε και γι' αυτό οι πρώτος και έκτος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559, Κ. Πολ. Δ., δεύτερος και κατά τα δύο μέρη του από τον αριθμό 19 και τρίτος από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του ίδιου άρθρου αντίθετοι λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι.
III. Κατά τα εκτιθέμενα και σε προηγούμενη σκέψη, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη εργολάβου, ο δανειστής έχει τα δικαιώματα των άρθρων 383 - 385, Α. Κ., δηλαδή ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Ο δανειστής αποκτά τα δύο αυτά δικαιώματα διαζευκτικά και όχι σωρευτικά. Η άσκηση δε από αυτόν, κατά δική του επιλογή, του διαπλαστικού δικαιώματος της υπαναχωρήσεως, έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό του δικαιώματος για αποζημίωση, με εξαίρεση βέβαια, κατά τα εκτιθέμενα πιο κάτω, το δικαίωμα για την, κατ' εύλογη κρίση του δικαστηρίου, δυνατότητα να του επιδικαστεί και αποζημίωση για την τυχόν πραγματική ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (Ολ. Α.Π. 568/1975).
Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 387, 389 και 390, Α. Κ., με τη μονομερή και απευθυντέα προς τον οφειλέτη δήλωση του δανειστή περί υπαναχωρήσεως από τη συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της καταρτίσεως της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα τους διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικώς, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων τους για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωση τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Επιπροσθέτως ο δανειστής, αν επιλέξει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, δικαιούται σε εύλογη μόνο αποζημίωση για την πραγματική του ζημία και όχι πλήρη, η οποία (εύλογη αποζημίωση) δεν ταυτίζεται προς το πλήρες διαφέρον, διότι η διάταξη του άρθρου 387, Α. Κ. εισάγει μετριασμό της ανορθωτέας ζημίας μέχρι σημείου αποκείμενου στην κρίση του δικαστού της ουσίας, μη υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Π., καθότι δεν περιέχει υπαγωγή συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων σε κάποια νομική έννοια (Ολ. Α.Π. 568/1975).