`Αρειος Πάγος (Ζ΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 55/2004
Δικαστής: Δημήτριος Σουλτανιάς
Αρεοπαγίτες: Κων. Βαρδαβάκης, Νικ. Οικονομίδης,
Στ. Γαβράς και Αθ. Γιωτάκος
Ιδιότητα Ναυτικού - Σύμβαση χερσαίας εργασίας.
Από τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των άρθρων 37 επ. και 53 επ. του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η ιδιότητα του ναυτικού απαιτεί την, αφενός μεν, από μέρους του προσφορά εργασίας επί του πλοίου ως μέλους πληρώματος, αφετέρου δε, την ένταξή του στο πλοίο και στην οργανική ενότητα των απασχολουμένων, με οποιονδήποτε βαθμό ή ιδιότητα.
Χαρακτηριστικά σύμβασης χερσαίας εργασίας.
[..] 1. Κατά τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου και κατά την έννοια των άρθρων 37 επομ. και 53 επομ. του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ - Ν. 3816/1958) η ιδιότητα του ναυτικού προϋποθέτει, αφενός μεν την από μέρους τούτου προσφορά υπηρεσίας επί του πλοίου ως μέλους του πληρώματός του, υπό την έννοια της συμμετοχής του κατά τη διάρκεια του πλού στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και αφετέρου την ένταξή του σ΄αυτό και στην οργανική ενότητα των απασχολουμένων αμέσως ή εμμέσως για τον πλου με οποιονδήποτε βαθμό ή ειδικότητα προσώπων. Συνεπώς, στη σύμβαση ναυτολογήσεως ο ναυτικός νοείται υπό στενή έννοια και είναι το πρόσωπο που ανήκει στο συγκροτημένο πλήρωμα, παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλοίο κατά τον πλου και αντιμετωπίζει τους θαλάσσιους κινδύνους. Την ιδιότητα αυτή δεν αποβάλλει ο ναυτικός και όταν το πλοίο παραμένει στο λιμάνι προς διενέργεια συγκεκριμένων επισκευαστικών εργασιών, αν εξακολουθεί να είναι μέλος του συγκροτημένου πληρώματός του με επαρκή σύνθεση και έτσι συμβάλλει στην ετοιμότητα του πλοίου για την πραγματοποίηση, μόλις καταστεί εφικτό, του πλου. Αντίθετα δεν θεωρείται ναυτικός με την παραπάνω έννοια το πρόσωπο που προσλαμβάνεται με ειδική και αποκλειστική αποστολή τη φύλαξη κι συντήρηση του πλοίου, για όσο χρόνο αυτό θα βρίσκεται ακινητοποιημένο και παροπλισμένο στο λιμάνι, χωρίς να έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες, η δε σύμβαση με το πρόσωπο αυτό θεωρείται ως σύμβαση χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου, γιατί δεν πρόκειται για σύμβαση ναυτικής εργασίας. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης, ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της (Ολ ΑΠ 1/1999, 28/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε, δικάζοντας ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης, κατά πίνακα κατατάξεως αναγγελθέντων δανειστών δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Στις 18.6.1997 εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Λεβέντη το υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ - Ο/Γ πλοίο "ΠΑ..... ΤΗ..... 2", νηολογίου Πειραιώς, που ανήκε κατά πλοιοκτησία στην καθής η εκτέλεση εταιρία με την επωνυμία "Κυκ..... Ακ.... υ...... Κ. Βε................ Να.... Ετ....". Την εκτέλεση επέσπευσε η ανακόπτουσα και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα, στην οποία και κατακυρώθηκε το πλοίον, αντί πλειστηριάσματος 10.000.001 δολαρίων ΗΠΑ. Από το πλειστηρίασμα αυτό, μετ΄ αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως ύψους 58.385 δολαρίων ΗΠΑ, απέμεινε προς διανομή το υπόλοιπο ποσό των 9.941.016 δολαρίων ΗΠΑ. Επί του διανεμητέου τούτου υπολοίπου, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, στον προσβαλλόμενο 132.839/1998 πίνακα κατατάξεως που συνέταξε, κατέταξε τον αναιρεσείοντα προνομιακά, τέταρτο στη σειρά κατατάξεως του πίνακα, για αναγγελθείσες απαιτήσεις τον κατά της οφειλέτριας, συνολικού ποσού 78.227 δολαρίων ΗΠΑ, ως προερχόμενες από σύμβαση ναυτικής εργασίας, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεως αυτών, ενώ την αναιρεσίβλητη ενυπόθηκη δανείστρια, κατέταξε ενδεκάτη και τελευταία στον πίνακα κατατάξεως για το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος και ειδικότερα για το ποσό των 8.671.844 δολαρίων Η.Π.Α. Περαιτέρω το Εφετείο, αναφορικά με την προέλευση των αναγγελθεισών απαιτήσεων του αναιρεσείοντος, αναγομένων στο χρονικό διάστημα από 8/6/1994 μέχρι 18/6/1997, δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων, δυνάμει προσυμφώνου ναυτολογήσεως που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 8/6/1994 μεταξύ αυτού και της πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου εταιρίας "Κυκ.... Ακτ... υ.... Κ. Βεν...... Να.... Ετ...." είχε προσληφθεί ως πλοίαρχος στο πλοιοκτησίας της αντισυμβαλλομένης του επιβατηγό - οχηματαγωγό πλοίο " ΠΑ.... ΤΗ.... 2" και απασχολήθηκε σ΄ αυτό με την ιδιότητα που προσελήφθη μέχρι και την 31/10/1995, οπότε ο αναιρεσείων, όπως άλλωστε και τα λοιπά μέλη του πληρώματος, απολύθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρία λόγω κατασχέσεως του πλοίου. Την 1/11/1995 ο αναιρεσείων - όπως και τα λοιπά μέλη του πληρώματος - εξοφλήθηκε από την αναιρεσίβλητη τράπεζα για τις απαιτήσεις του κατά της πλοιοκτήτριας, εκχωρώντας ταυτόχρονα αυτές στην εκδοχέα και υπογράφοντας σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις. Την ίδια ημέρα ο αναιρεσείων προήλθε σε συμφωνία με την πλοιοκτήτρια εταιρία, με βάσει την οποία εκείνος αντί του "κλειστού" μισθού των 400.000 δρχ ανά μήνα "ναυτολογήθηκε" ως "πλοίαρχος" στο ίδιο πλοίο για όσο διάστημα θα διαρκούσε η κατάσχεση αυτού από την αναιρεσίβλητη Τράπεζα. Με τα δεδομένα αυτά, συνεχίζει το Εφετείο, είναι προφανές ότι καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι και της 16/4/1997, που το επίμαχο πλοίο παρέμεινε κατασχεμένο στην περιοχή του Κεντρικού Λιμεναρχείο Πειραιά - εκτός του χρονικού διαστήματος από 1/8/1996 εώς και 15/10/1996, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω - ο αναιρεσείων δεν αποτελούσε μέλος συγκροτημένου πληρώματος που να παρείχε τις υπηρεσίες του για τις ανάγκες του πλοίου και να έχει υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες τούτου με την ιδιότητα του πλοίαρχου, αλλ΄ αυτός προσλήφθηκε, όπως άλλωστε και άλλα τρία άτομα, για την ασφάλεια, την φύλαξη και συντήρηση του πλοίου για όσο διάστημα αυτό θα παρέμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι του Πειραιά και μέχρι την άρση της κατάσχεσης, όπως ρητά αναφέρεται και στην σχετική σύμβαση, η οποία ως εκ τούτου θεωρείται χερσαίας εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου, γιατί δεν πρόκειται για σύμβαση ναυτικής εργασίας. Ακόμη δέχθηκε, συναφώς, ότι στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του εν λόγω πλοίου έπρεπε να περιλαμβάνονται τουλάχιστον 50 άτομα και ότι τέτοια συγκρότηση πληρώματος με την προβλεπόμενη σύνθεση ουδέποτε συγκροτήθηκε κατά τα χρονικά αιτήματα από 1/1/1995 εώς 31/7/1996 και από 15/10/1996 εώς 18/6/1997, ημερομηνία κατά την οποία εκπλειστηριάσθηκε το πλοίο, ότι την κατάσχεση αυτού δεν είχε επιβάλλει μόνο η αναιρεσίβλητη, αλλά και άλλοι δανειστές, με συνέπεια την απαγόρευση απόπλου του πλοίου για άγνωστο χρονικό διάστημα και πάντως όχι έννομα, δεδομένου ότι από της κατασχέσεως του πλοίου (10/10/1995) μέχρι του πλειστηριασμού του (18/6/1997) παρήλθαν είκοσι περίπου μήνες και ότι ή καθυστέρηση της διενέργειας του πλειστηριασμού δεν ωφειλόταν σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις της αναιρεσίβλητης τράπεζας με την οφειλέτρια εταιρία, αλλά σε αναστολή των περαιτέρω ενεργειών δυνάμει δικαστικών αποφάσεων. Τέλος, δέχθηκε το Εφετείο ότι μετά από αίτηση της πλοιοκτήτριας εταιρίας και άδεια των δανειστών που είχαν επιβάλλει την κατάσχεση, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσίβλητη Τράπεζα επετράπη η ελευθεροπλοϊα του επίμαχου πλοίου για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δη από 1/8/1996 μέχρι και 15/10/1996, κατά το οποίο, με βάση την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, που κυρώθηκε με την ΥΑ2324. 8/1/96 ΕΝ, ο μηνιαίος μισθός του αναιρεσείοντος, ως πλοιάρχου, ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 850.794 δραχμών και συνεπώς για τους 2, 5 μήνες που εκείνος απασχολήθηκε δικαιούται το ποσό των 2.126.985 δραχμών, για το οποίο και μόνο πρέπει να καταταγεί προνομιακό, σύμφωνα με το άρθρο 205 εδ. β του ΚΙΝΔ και όχι για το ποσό των 19.010.081 δραχμών, όπως δέχθηκε το Πρωτοδικείο. Ακολούθως το Εφετείο, μετά από εξαφάνιση της Πρωτόδικης απόφασης, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη ανακοπή της αναιρεσίβλητης, μεταρρύθμισε τον ανακοπτόμενο πίνακα κατατάξεως και κατέταξε προνομιακά τον αναιρεσείοντα για το ποσό των 2.126.985 δραχμών, ενώ στο ποσό που αποδεσμεύθηκε, ήτοι στο ποσότων 16.883.096 δραχμών (19.010.081-2.126.985) κατέταξε την αναιρεσίβλητη, ως ενυποθήκη δανείστρια. ΄Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΚΙΝΔ είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες που να μην καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή τους, αφού στην απόφασή του διέλαβε κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα κρίσιμα περιστατικά για το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας. Επομένως οι από τους αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
2. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε σφάλμα αναγνώσεώς του, όταν δηλαδή αποδίδεται στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από αυτό που πραγματικά έχει και στη συνέχεια μορφώνει την κρίση του στηριζόμενο αποκλειστικά ή κυρίως στο κατ΄ αυτό τον τρόπο παραμορφωθέν περιεχόμενο του εγγράφου. Επομένως, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος όταν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ αναγιγνώσκει ορθώς το περιεχόμενο του εγγράφου εκτιμά στη συνέχεια αυτό κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ο επικαλούμενος το έγγραφο θεωρεί ορθό, ούτε ακόμη όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη γενόμενη παραμόρφωση, περιορίσθηκε στο να συνεκτιμήσει το παραμορφωθέν έγγραφο με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να αποδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό για το σχηματισμό της κρίσεώς του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο από το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ, λόγο της αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) των υπ΄ αριθμ.349/25.5.1994, 693/25.11.1994 και 384/25.5.1995 ναυτολογίων του πλειστηριασθέντος πλοίου, διότι, ενώ από τα ναυτολόγια αυτά προέκυπτε ότι ο αναιρεσείων ήταν ναυτολογημένος επί του πλοίου ως πλοίαρχος από 7/6/1994 μέχρι 16/4/1997, όταν λύθηκε η σύμβαση ναυτολογήσεώς του, το Εφετείο δέχθηκε ότι απ΄ αυτά προέκυπτε ότι η σύμβαση του αναιρεσείοντος ως πλοιάρχου λύθηκε την 31/10/1995 και την επόμενη (1/11/1995) προσλήθηκε με νέα συμφωνία, που κατάρτισε με την πλοιοκτήτρια εταιρία, ως φύλακας του πλοίου και β) της από 1/11/1995 συμβάσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ του αναιρεσείοντος και της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρίας, δίοτι, ενώ από το περιεχόμενο αυτής προέκυπτε ότι η σύμβαση του αναιρεσείοντος χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναυτικής εργασίας και αυτός ο ίδιος ως ναυτικός που θα παρείχε τις υπηρεσίες του με την ιδιότητα του πλοιάρχου, το Εφετείο δέχθηκε ότι απ΄ αυτή προέκυπτε ότι ο αναιρεσείων προσλήφθηκε με σύμβαση χερσαίας εργασίας ως φύλακας και υπεύθυνος για τη συντήρηση του πλοίου. ΄Οπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, την κρίση του σχετικά με το είδος της συμβάσεως, με την οποία ο αναιρεσείων εργάσθηκε επί του πλοίου, σχημάτισε ύστερα από συνεκτίμηση όλων των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν και δη των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων που με επίκληση προσκομίσθηκαν μεταξύ των οποίων και εκείνα που φέρεται ότι παραμορφώθηκαν κατά το περιεχόμενο τους, τα οποία δεν εξαίρονται ως έγγραφα επί των οποίων να βασίσθηκε αποκλειστικά ή έστω κατά κύριο λόγο η κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε. Κατά συνέπεια δεν υπέπεσε το Εφετείο σε σφάλμα αναγνώσεως και γι΄ αυτό ο ανωτέρω λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.