`Αρειος Πάγος (ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 8/2004
Δικαστής: Θεόδωρος Λαφαζάνος
Αρεοπαγίτες: Θεόδωρος Μπάκας, Αχιλλέας Ζήσης,
Χρήστος Μπαβέας και Σταμάτιος Γιακουμέλος
Μη έγκαιρη καταβολή αποδοχών σε υπαλλήλους εταιρίας - Πραγματικά περιστατικά.
Η μη έγκαιρη καταβολή των αποδοχών στους εργαζομένους από τους εργοδότες, αποτελεί ποινικό αδίκημα, το οποίο προβλέπεται στον Α.Ν. 690/45.
[...] 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ.1 του Α.Ν.690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ΄ αυτό ποινές κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιαδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 του Ν.2190/1920 η ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο, το δε καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή και περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα μπορούν να εκπροσωπούν την εταιρεία γενικά ή κατά την επιχείρηση ορισμένου είδους πράξεων. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι επί μη εμπρόθεσμης καταβολής στους απασχολούμενους σε επιχείρηση ανώνυμης εταιρείας αντί μισθού τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας ως άνω αποδοχές, υπαίτιος της προβλεπόμενης από την πρώτη διάταξη αξιόποινης πράξης είναι ο από το νόμο ή το καταστατικό ή με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας οριζόμενος προς τούτο εκπρόσωπος. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ΄ αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη.
2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο που την εξέδωσε και δίκασε κατ΄ έφεση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ΄ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα (μία εκ των δύο κατηγορουμένων) στη Ρόδο στο διάστημα Ιανουαρίου - Απριλίου 1996, "ως επιτετραμμένη προς πληρωμήν των υπαλλήλων" της ανώνυμης εταιρείας "ΕΞ.... Α.Ε." (επιχειρήσεως του ξενοδοχείου ΜΙ... MA...) κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Απριλίου 1996 δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους στην πιο πάνω εταιρεία τις αναφερόμενες στην απόφαση οφειλόμενες αποδοχές τους. Με τις σκέψεις αυτές το δικαστήριο κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη της ως άνω παραβάσεως, ήτοι του ότι "... στη Ρόδο την 15/5/1996 εργοδότες τυγχάνοντες, δηλαδή Διευθύνων Σύμβουλος και Διευθύντρια (ο συγκατηγορούμενός της και η αναιρεσείουσα αντίστοιχα) του ξενοδοχείου MI... MA.... δεν κατέβαλαν ..." εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους στην πιο πάνω επιχείρηση τις νόμιμες αποδοχές τους, από 1/1/1996 έως 30/4/96. Ενόψει των ανωτέρω δημιουργείται ασάφεια ως προς την ιδιότητα της αναιρεσείουσας και την εντεύθεν ευθύνη της για τη μη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών, αφού δεν διευκρινίζεται γιατί η αναιρεσείουσα ήταν εργοδότης των απασχολουμένων στην πιο πάνω επιχείρηση της ανωνύμου εταιρείας "ΕΞ.... Α.Ε.", ούτε εάν αυτή μόνη (ή μαζί με τον συγκατηγορούμενό της από κοινού) εκπροσωπούσε αντί του διοικητικού συμβουλίου την ανώνυμη αυτή εταιρεία, ή γιατί, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η αναιρεσείουσα άλλοτε αναφέρεται ως επιτετραμμένη προς πληρωμήν (στο σκεπτικό) και άλλοτε (στο διατακτικό) ως εργοδότης, δηλαδή Διευθύντρια, χωρίς να διευκρινίζεται γιατί είχε αυτή την ιδιότητα.
Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Συνεπώς, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ σχετικού λόγου αναιρέσεως, που αυτήν την έννοια έχει και με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την αναιρεσείουσα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.