`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 888/2007
Δικαστής: Στέφανος Γαβράς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Εμμ. Καλούδης, Αθ. Θέμελης,
Χρ. Αλεξόπουλος και Ειρήνη Αθανασίου
Εργασιακές σχέσεις - Ασφαλιστική εταιρία - Διευθυντικό δικαίωμα εργοδότη.
Η τοποθέτηση άλλου υπαλλήλου, αντί του αναιρεσείοντος, σε θέση προϊσταμένου από την εργοδότρια ασφαλιστική εταιρία απορρέει από την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αυτής βάσει του ισχύοντος Κανονισμού Προσωπικού της. Συνεπώς, δεν είναι καταχρηστική κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ, αφού δεν αποτελεί βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, αλλά αφορά την οργάνωση της επιχειρήσεως, ούτε ενέχει ευνοϊκή μεταχείριση ενός ισάξιου υπαλλήλου με αντίστοιχη υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση, άρα δεν αποτελεί αδικοπραξία του άρθρου 932 ΑΚ ούτε συνιστά παραβίαση της αρχής του άρθρου 288 ΑΚ ως προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων.
[...] Mε το πρώτο μέρος του πρώτου από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πλήσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση, που: α) απέρριψε την αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να τον προαγάγει από 17/7/1997 στο βαθμό του Διευθυντή και να αναθέσει σ΄ αυτόν καθήκοντα προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης - Περιφερειακής Μονάδας .... και β) έκανε εν μέρει δεκτή (την αγωγή) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διότι περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, διότι ενώ δέχθηκε ότι η μετάθεσή του (αναιρεσείοντος) στην Αθήνα, η τοποθέτησή του εκτός οργανικής θέσεως, η ανάθεση καθηκόντων απλού υπαλλήλου, τα οποία δεν ανάγονται στα καθήκοντα του βαθμού του και δεν έχουν σχέση με τα προσόντα, συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, επιδίκασε μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την ανωτέρω αιτία της μεταθέσεως και της μη αναθέσεως καθηκόντων προϊσταμένου και δεν υποχρέωσε την αναιρεσίβλητη να τον προάγει στο βαθμό του Διευθυντή από 17/7/1997 και να του αναθέσει καθήκοντα Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Περιφερειακής Μονάδας ..., παραβιάζοντας έτσι τις διατάξεις των άρθρων 201, 207, 281 Α.Κ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση, τόσο για την προαγωγή του αναιρεσείοντος, όσο και για την ανάθεση καθηκόντων προϊσταμένου (της Υποδιεύθυνσης Περιφερειακής Μονάδας ...) δεν αρκεί μόνο η βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, αλλά πρέπει να συντρέξουν και άλλες (αναγκαίες) προϋποθέσεις, η διαπίστωση της συνδρομής των οποίων γίνεται από τον εργοδότη (ή εξουσιοδοτημένο όργανό του), όταν η υπό προϋποθέσεως προαγωγή του υπαλλήλου προβλέπεται από Κανονισμό Εργασίας που έχει συμβατική ισχύ, όπως στην ερευνώμενη περίπτωση.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 932 Α.Κ. σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνοίας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας κρίνει αν ο αιτών υπέστη ηθική βλάβη και ποιο το επιδικαστέο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση αυτής, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, την οικονομική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών. Επομένως, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης κατά τα ανωτέρω χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η δε περί τούτου κρίση του δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Σύμφωνα με αυτά, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και υπό την αιτίαση ότι το Εφετείο επιδικάζοντας ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ, αντί εκείνου των 29.348 ευρώ που είχε ζητήσει ο αναιρεσείων με την αγωγή του, παραβίασε ευθέως την άνω διάταξη, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 201 Α.Κ., αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός (αναβλητική αίρεση), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός, ενώ κατά το άρθρο 207 παρ. 1 ΑΚ η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Τέτοια δικαιοπραξία με αναβλητική αίρεση, στην οποία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 207 παρ. 1 ΑΚ, είναι και εκείνη, με την οποία συμφωνήθηκε μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού η προαγωγή αυτού, αν συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις, η διαπίστωση της συνδρομής των οποίων γίνεται από τον εργοδότη (η εξουσιοδοτημένο όργανό του), όπως όταν η υπό προϋποθέσεις προαγωγή του υπαλλήλου προβλέπεται από κανονισμό εργασίας, που έχει συμβατική ισχύ. Στην περίπτωση αυτή, όταν κρίνεται από τον εργοδότη (η εξουσιοδοτημένο όργανό του) ότι ο μισθωτής δεν συγκεντρώνει τις συμφωνημένες προϋποθέσεις και η κρίση αυτή, που είναι κατ΄ αρχήν ελεύθερη, αντίκειται προς την καλή πίστη ως καταφώρως εξ αντικειμένου άδικη, όταν δηλαδή παραλείφθηκε να προαχθεί υπάλληλος, που υπερείχε καταφανώς ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, συνολικώς εκτιμώμενα έναντι, έστω και ενός, προαχθέντος συναδέλφου του, τότε η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελούσε η προαγωγή του παραλειφθέντος λογίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 207 παρ. 1 Α.Κ., ότι πληρώθηκε από τότε που έπρεπε να γίνει η προαγωγή. Ειδικότερα, ο κατά τα ανωτέρω δικαστικός έλεγχος χωρεί, αφού δεν πρόκειται για αίρεση αμιγώς εξουσιαστική, εξαρτώμενη δηλαδή μόνο από τη βούληση του υποχρέου, αλλά και από τη συνδρομή και αντικειμενική εκτίμηση των υπηρεσιακών προσόντων των κρινομένων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14 του Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσίβλητης, ο οποίος έχει συμβατική ισχύ, οι προαγωγές στο βαθμό του Διευθυντή διενεργούνται κατά απόλυτη εκλογή από τα υπηρεσιακά συμβούλια (συμβούλια κρίσεως) μια φορά το χρόνο μετά τη συμπλήρωση υπό του κρινόμενου ευδόκιμης πραγματικής υπηρεσίας τριών (3) ετών στον προηγούμενο βαθμό. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων είχε προσληφθεί από την αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία την 17/7/1984, ως υπάλληλος, με έγγραφη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αυτή διέπεται από τους όρους του Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσίβλητης, ο οποίος έχει συμβατική ισχύ. Είχε ομαλή βαθμολογική εξέλιξη και κατέχει τον βαθμό του Υποδιευθυντή από 17/7/1995. Είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) και από 18/1/1993 έχει άδεια ασκήσεως οικονομολογικού επαγγέλματος, η οποία του χορηγήθηκε από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Από της προσλήψεώς του μέχρι τον Οκτώβριο 1987 άσκησε καθήκοντα Προϊσταμένου του Γραφείου Λογιστηρίου ..., της Διευθύνσεως Οικονομικών Υπηρεσιών. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Εισπράξεων και Πληρωμών μέχρι το Μάρτιο 1990, οπότε τοποθετήθηκε στη θέση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου του Τμήματος Προϋπολογισμού και Επενδύσεων, στην οποία (θέση) υπηρέτησε έως τον Ιούνιο 1994 και μετά τον οποίο τοποθετήθηκε ως Προϊστάμενος του Τμήματος Γενικού Λογιστηρίου. Την 30/6/1997 τοποθετήθηκε στην Διαμερισματική Διεύθυνση ..... ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος, όπου, ελλείψει Διευθυντή, άσκησε διευθυντικά καθήκοντα έως την 30/6/1999, κατά την οποία η αναιρεσίβλητη, παρά την μέχρι τότε επιτυχημένη θητεία του στην άσκηση των καθηκόντων του, τον μετέθεσε στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών στην Αθήνα, εκτός οργανικής θέσεως, όπου στην αρχή δεν του ανατέθηκε συγκεκριμένο έργο, ενώ στη συνέχεια ανατέθηκαν (στον αναιρεσείοντα) καθήκοντα απλού υπαλλήλου, μη αναγόμενα στα καθήκοντα του βαθμού του, αλλά και μη έχοντα καμία σχέση με τα προσόντα του, ούτε και με τα καθήκοντα του μέχρι τότε εκτελούσε, κατά τα άνω, στις προαναφερθείσες Υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης και έτσι με τον τρόπο αυτόν ουσιαστικά αδρανοποιήθηκε.
Ότι η ενέργεια αυτή του οργάνου της αναιρεσίβλητης συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως του αναιρεσείοντος και δεν αποτελεί επιτρεπτή ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας αυτής. Αφενός διότι υπερβαίνει κατάδηλα τα όρια που καθορίζονται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου (άρθρ. 281 Α.Κ.), δεδομένου μάλιστα ότι η ως άνω μετάθεση του αναιρεσείοντος από τη Διεύθυνση .... στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών στην Αθήνα, δεν αποσκοπούσε στη κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, ούτε έγινε προς όφελος των συμφερόντων της αναιρεσίβλητης. Αφετέρου δε, αποτελεί παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος, αφού θίγει την επαγγελματική του αξία και υπόληψη, γιατί δημιουργείται η ψευδής εντύπωση στον υπηρεσιακό και κοινωνικό περίγυρο, ότι δεν χρησιμοποιείται από τη Διοίκηση για λόγους υπηρεσιακής ανεπάρκειας και ελλείψεως ήθους, επιδικάζοντας το αναφερόμενο χρηματικό ποσό για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη ο αναιρεσείων από την ανωτέρω αιτία. Περαιτέρω, το Εφετείο, δέχθηκε, αναφορικά με το αίτημα για προαγωγή του αναιρεσείοντος στο βαθμό του Διευθυντή από 17/7/1997 (από παραδρομή έχει γραφεί 1995), ότι σε κανένα σημείο της αγωγής δεν αναφέρεται ότι έλαβαν χώρα προαγωγικές κρίσεις για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων στο βαθμό του Διευθυντή, κατά τις οποίες τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης παρέλειψαν καταχρηστικά (άρθρο 281 Α.Κ.) να προάγουν τον αναιρεσείοντα στον βαθμό αυτό, ενώ προήγαγαν ομοιόβαθμους συναδέλφους του, οι οποίοι έπρεπε να κατονομάζονται στην αγωγή και να αναφέρονται τα προσόντα ενός εκάστου, έναντι των οποίων υπερείχε καταφανώς ο αναιρεσείων κατά τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ακολούθως, το Εφετείο αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε κρίνει αντίθετα, απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης της αναιρεσίβλητης. Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ενώ διέλαβε στην απόφασή του σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες.
Συνεπώς, τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τους τρίτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα, έχει την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο υποχρεώσεως του μισθωτού για παροχή εργασίας καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Έχει, δηλονότι, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά δι΄ αυτήν κριτήρια. Το υπό το άνω περιεχόμενο δικαίωμα του εργοδότη δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, να ασκείται καταχρηστικά. Δεν είναι όμως καταχρηστική, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να τοποθετεί συγκεκριμένο εργαζόμενο ως προϊστάμενο ενός τμήματος ή ενός καταστήματος της επιχειρήσεώς του κατά παράλειψη άλλου μισθωτού, ο οποίος υπερέχει, έστω και καταφανώς, σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος. Και τούτο, διότι δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, που εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώματα του μισθωτού, τα οποία ευλόγως συνδέονται με τις αντικειμενικώς εκτιμώμενες ικανότητες αυτού, αλλά για επιλογή του έχοντος την εκμετάλλευση εργοδότη, που αφορά αποφασιστικώς την οργάνωση και διεύθυνση της επιχειρήσεως. Για να είναι καταχρηστική στην περίπτωση αυτή η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη απαιτείται η συνδρομή και άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολ ΑΠ 25/2003, Α.Π. 309/2007). Εξάλλου, κατά τον από 8/12/1998 κανονισμό τοποθετήσεων ή πλήρωσης θέσεων ευθύνης, με προκήρυξη, κεφάλαιο Ι "Γενικές Αρχές του Συστήματος" της αναιρεσίβλητης.
1. Οι τοποθετήσεις σε θέσεις ευθύνης βασίζονται σε συγκεκριμένα και καθορισμένα κριτήρια και διαδικασίες από τα οποία δεν αναιρείται το Διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, για την τελική επιλογή.
2. Το σύστημα τοποθετήσεων σε θέσεις ευθύνης στηρίζεται στην αρχή της κάλυψης των υπηρεσιακών αναγκών της εταιρίας, αλλά και στην ανάγκη ολοκληρωμένης επαγγελματικής κατάρτισης των στελεχών της, απόκτησης επαρκούς εμπειρίας σε διαφορετικά αντικείμενα εργασίας και επωφελούς για τον εργαζόμενο και την εταιρία, αξιοποίησής του.
3. Η δημοσιοποίηση των προς κάλυψη κενών θέσεων ευθύνης και η καθιέρωση συγκεκριμένης διαδικασίας και κριτηρίων ανάδειξης του πλέον κατάλληλου για τη θέση στελέχους, αποσκοπεί στην παροχή ίσων ευκαιριών εξέλιξης σε όλο το προσωπικό που συγκεντρώνει τις απαραίτητες για την κάλυψη της θέσης προϋποθέσεις, καθώς και στην ανάδειξη, με αξιοκρατικό και διαφανή τρόπο, των ανωτάτων και ανώτερων στελεχών της εταιρίας.
4. Το σύστημα των τοποθετήσεων λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας, τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και τη Σχετική Εργατική Νομοθεσία και Νομολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο για την τοποθέτηση του αναιρεσείοντος στη θέση του προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης ..., το Εφετείο δέχθηκε, περαιτέρω, ανέλεγκτα τα εξής: Ο αναιρεσείων υπέβαλε αίτηση, σύμφωνα με τον ισχύοντα από 8/12/1998 Κανονισμό Τοποθετήσεων (ή Πλήρωσης θέσεων Ευθύνης με προκήρυξη) της αναιρεσίβλητης, που ορίζει τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για την κατάληψη από τους υπαλλήλους της θέσεως ευθύνης, για να τοποθετηθεί στη θέση Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Περιφερειακής Μονάδος .... με βάση την 5/1999 προκήρυξη. Ότι ίδια αίτηση υπέβαλε και ο συνάδελφός του Z1. Ο τελευταίος είχε προσληφθεί από την αναιρεσίβλητη την 16/7/1984, κατέχει τον βαθμό του Τμηματάρχη Α΄ και είναι απόφοιτος εξαταξίου Γυμνασίου.
Κατά την κρίσιμη περίοδο αξιολογήσεως, δηλαδή από 1/1/1998 έως 31/12/1998, ο αναιρεσείων είχε βαθμολογία 101, με βάση την οποία, κατά τον Κανονισμό Αξιολογήσεως και Αναπτύξεως Υπαλλήλων, χαρακτηρίζεται "πολύ ικανοποιητικός", ο δε Z1 είχε βαθμολογία 122, με βάση την οποία χαρακτηρίζεται "εξαίρετος". Ότι, κατά την προβλεπομένη από τον ως άνω Κανονισμό Τοποθετήσεων διαδικασία επιλογής υποψηφίων, που τηρήθηκε και στην προκειμένη περίπτωση, για την τοποθέτηση στη θέση του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης ...., ο αναιρεσείων συγκέντρωσε βαθμολογία στα αντικειμενικά κριτήρια 142 και στα υποκειμενικά κριτήρια - συνέντευξη 85 και συνολική βαθμολογία 227 και ο Z1 συγκέντρωσε βαθμολογία στα αντικειμενικά κριτήρια 110, στα υποκειμενικά κριτήρια - συνέντευξη 124 και συνολική βαθμολογία 234, δηλαδή υψηλότερη από εκείνη που συγκέντρωσε ο αναιρεσείων. Ότι, με βάση τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα πάντοτε με τα οριζόμενα στον εν λόγω Κανονισμό Τοποθετήσεων της αναιρεσίβλητης, τα εγκριτικά κλιμάκια αυτής, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Διευθύνων Σύμβουλος, τα οποία αποφασίζουν τελικά για τις τοποθετήσεις σε θέσεις ευθύνης, επέλεξαν και τοποθέτησαν στη θέση Προϊσταμένου της Υπ/νσης .... τον Z1. Το Εφετείο στη συνέχεια έκρινε ότι υπό τα περιστατικά αυτά, η τοποθέτηση αυτή του συγκεκριμένου υπαλλήλου, αντί του αναιρεσείοντος, στην άνω θέση, αποτελεί ενέργεια, ευρισκομένη εντός των πλαισίων ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, κατά τις διατάξεις του ισχύοντος Κανονισμού αυτής, δεν υπερβαίνει δε μάλιστα προφανώς τα αντικειμενικά όρια που τίθενται από το άρθρο 281 ΑΚ, αφού δε πρόκειται για βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, αλλά για απόφαση που αφορά, κυρίως και προεχόντως, την οργάνωση της επιχειρήσεως, ούτε ενέχει ευνοϊκή μεταχείριση, έναντι του αναιρεσείοντος, του συγκεκριμένου υπαλλήλου, ο οποίος δεν υστερεί έναντι αυτού σε υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης της από το άρθρο 288 συναγομένης αρχής της ίσης μεταχείρισης των υπαλλήλων της. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού εξαφάνισε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε δεχθεί τα αντίθετα, απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου της έφεσης της αναιρεσίβλητης. Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Τα αντίθετα δε που υποστηρίζονται με τον πέμπτο από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης ελέγχονται ως αβάσιμα και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός.
Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, αναίρεση της αποφάσεως επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως. Εξάλλου, κατ΄ άρθρο 671, παρ. 1, εδ. γ΄ ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νόμιμο αποδεικτικό μέσο είναι και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, η προηγούμενη εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του αποδεικνύοντος να παραστεί κατά τη δόση των ενόρκων βεβαιώσεων αποτελεί στοιχείο του υποστατού αυτών, ως αποδεικτικών μέσων, την έλλειψη του οποίου το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου όμως, η βεβαίωση του δικαστηρίου περί προσαγωγής ή μη αποδεικτικού μέσου δεν ελέγχεται αναιρετικά, ως αναγόμενη εις πράγματα. Με το δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ. 8 (αληθώς όμως από τον αρ. 11) ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την 12291/2002 ένορκη βεβαίωση του ..., η οποία έγινε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γεωργίου Παπαθανασίου μετά προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης, την οποία έλαβε υπόψη και στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, βεβαιώνει ότι "η 12291/2002 ένορκη βεβαίωση δεν προσκομίζεται". Επομένως, εφόσον βεβαιώνεται ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν είχε προσκομισθεί η εν λόγω ένορκη βεβαίωση στο Εφετείο δεν μπορούσε αυτό εκ των πραγμάτων να την λάβει υπόψη κατά την από αυτό εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμος ο λόγος αυτός (δεύτερος), o οποίος πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, απορριπτέος ως αόριστος είναι και ο λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο "Παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εγγράφων που αφορούσαν την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των δυο υποψηφίων", δοθέντος ότι δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο των εγγράφων και ποια ακριβώς αυτά, ούτε σε ποιο διαγνωστικό λάθος προέβη το δικαστήριο, κατά την ανάγνωσή τους.