ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ | Αθήνα, 28 Αυγούστου 2000 |
|
Αρ.Πρωτ.: 1074746/1444/ΔΕ-Α |
ΘΕΜΑ:
Επανέλεγχος ελεγχθεισών υποθέσεων με οριστικό φορολογικό έλεγχο.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 2 και της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995 (ΦΕΚ Α΄ 211).
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 66 του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ Α΄ 151).
3. Τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 13 της απόφασής μας 1061203/1148/ ΠΟΛ. 1144/20.5.98 «Έλεγχος (ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων και επίλυση φορολογικών διαφορών» (ΦΕΚ Β΄ 526), όπως αυτή ισχύει.
4. Την ανάγκη καθορισμού του χρόνου, του τρόπου, των κανόνων και της διαδικασίας επανελέγχου των φορολογικών υποθέσεων, καθώς και των κριτηρίων επιλογής των προς επανέλεγχο υποθέσεων.
5. Την απόφαση μας αριθμ. 1072520/3957/ΔΕΥ-Α3386/7.8.2000 περί ορισμού Ειδικού Συνεργείου Οικονομικών Επιθεωρητών, για τον επανέλεγχο φορολογικών υποθέσεων του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου (ΕΘΕΚ).
6. Ότι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτουν δαπάνες για τον προϋπολογισμό.
Αποφασίζουμε
Καθορίζουμε το χρόνο, τον τρόπο, τους κανόνες και τη διαδικασία επανελέγχου των φορολογικών υποθέσεων επιτηδευματιών που ελέγχονται με οριστικό (τακτικό) φορολογικό έλεγχο οπό τις Δ.Ο.Υ., τα Π.Ε.Κ και το ΕΘ.Ε.Κ., καθώς και τα κριτήρια επιλογής τους, ως ακολούθως:
`Αρθρο 1
Επιλογή υποθέσεων
1. Σε επανέλεγχο υπόκεινται όλες οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών επιτηδευματιών που ελέγχονται με οριστικό (τακτικό) έλεγχο από τις Δ.Ο.Υ., τα Π.Ε.Κ και το ΕΘ.Ε.Κ., κατά ποσοστό 2% επί του συνόλου των υποθέσεων που ελέγχονται κατ΄ έτος από τις ανωτέρω υπηρεσίες από του έτους 1999 και μετά. Ειδικά για τις υποθέσεις που ελέγχονται κατά τον τρόπο που ορίζεται με την απόφαση 1061203/1148/ΠΟΛ. 1144/20.5.98 αλλά δεν περαιώνονται για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, το ανωτέρω ποσοστό ορίζεται σε 5%. Για τον προσδιορισμό του αριθμού των επανελεγχόμενων υποθέσεων κάθε υπηρεσίας, τυχόν μη ακέραιοι αριθμοί που προκύπτουν από την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων στρογγυλοποιούνται πάντα στον πλησιέστερο προς τα άνω ζυγό αριθμό.
2. Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο επανελεγχόμενες υποθέσεις αποτελούνται:
α. Κατά ποσοστό 50% από ελεγχθείσες υποθέσεις που επιλέγονται με βάση τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη που έχουν δηλωθεί ή προκύπτουν από τον έλεγχο.
β. Κατά ποσοστό 50% από τυχαίο δείγμα με βάση το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ του επιτηδευματία. Αν ο αριθμός των υποθέσεων με βάση το κριτήριο αυτό υπολείπεται του 50% του συνόλου των προς επανέλεγχο υποθέσεων, τότε η αρνητική διαφορά καλύπτεται με αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των υποθέσεων της περίπτωσης α΄.
3. Για τις υποθέσεις που ελέγχθηκαν κατά το έτος 1999, η επιλογή με βάση το κριτήριο της περίπτωσης α΄ της προηγούμενης παραγράφου γίνεται με πρόταξη αυτών με το μικρότερο ποσοστό καθαρού κέρδους (Κ.Κ.) που προκύπτει από τη σχέση των δηλωθέντων καθαρών κερδών προς τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα, συνολικά για όλες τις προς επανέλεγχο χρήσεις. Για την επιλογή, κατά το προηγούμενο εδάφιο, συντάσσεται πίνακας με τριπλάσιο αριθμό υποθέσεων που παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο μέσο όρο ακαθάριστων εσόδων, ο οποίος προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το σύνολο των ακαθαρίστων εσόδων όλων των προς επανέλεγχο χρήσεων και παρανομαστή τον αριθμό των χρήσεων,
4. Για τις υποθέσεις που ελέγχθηκαν κατά το έτος 1999 ως τελευταίο ψηφίο ΑΦΜ για την επιλογή των προς επανέλεγχο υποθέσεων με βάση το τυχαίο δείγμα ορίζεται ο αριθμός επτά (7). Εφόσον ο αριθμός των υποθέσεων που επιλέγονται κατά το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει το 50% του συνόλου των προς επανέλεγχο υποθέσεων, η τελική επιλογή γίνεται με πρόταξη αυτών με το μεγαλύτερο μέσο όρο ακαθαρίστων εσόδων όλων των προς επανέλεγχο χρήσεων.
5. Ειδικά για τις υποθέσεις που ελέγχθηκαν από τις Δ.Ο.Υ., ο αριθμός των προς επανέλεγχο υποθέσεων και για τις δύο περιπτώσεις της παραγράφου 2, κατανέμεται ισομερώς μεταξύ αυτών για τις οποίες τηρήθηκαν Α΄ και Β΄ κατηγορίας βιβλία του Κ.Β.Σ. ή δεν τηρήθηκαν βιβλία και αυτών για τις οποίες τηρήθηκαν Γ κατηγορίας βιβλία του Κ, Β. Σ. Αν δεν καλύπτεται ο αριθμός των υποθέσεων σε μία από τις δύο αυτές διακρίσεις, συμπληρώνεται με υποθέσεις της άλλης διάκρισης,
6. Εντός του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους, ο προϊστάμενος κάθε Δ.Ο.Υ. ή Π.Ε.Κ ή του ΕΘ.Ε.Κ. καταρτίζει πίνακα με τις ελεγχθείσες κατά το αμέσως προηγούμενο έτος υποθέσεις που πρέπει να επανελεγχθούν, τον οποίο ελέγχει και υποβάλλει ο αρμόδιος Οίκον. Επιθεωρητής στην οικεία Οικονομική Επιθεώρηση, στη Δ/νση Επιθεώρησης Υπηρεσιών και στη Δ/νση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών. Αντίγραφα των πινάκων με τις προς επανέλεγχο υποθέσεις αποστέλλονται από κάθε Οικονομική Επιθεώρηση, το αργότερο μέχρι τέλος Μαρτίου κάθε έτους, στους Επιθεωρητές που εποπτεύουν τα κατά -τόπο αρμόδια για κάθε Δ.Ο.Υ., Π.Ε.Κ., προκειμένου για επανελεγχόμενες υποθέσεις των Δ.Ο.Υ., στον Επιθεωρητή που εποπτεύει το ΕΘ.Ε.Κ., προκειμένου για επανελεγχόμενες υποθέσεις των Π.Ε.Κ. και στο ειδικό συνεργείο Επιθεωρητών της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995, προκειμένου για επανελεγχόμενες υποθέσεις του ΕΘ.Ε.Κ.
Ειδικά για τις επανελεγχόμενες υποθέσεις που ελέγχθηκαν το έτος 1999, τα παραπάνω αντίγραφα πινάκων θα αποσταλούν από τις Οικονομικές Επιθεωρήσεις, σύμφωνα με τις ανωτέρω διακρίσεις, μέχρι το τέλος του μηνός Σεπτεμβρίου του 2000.
`Αρθρο 2
Χρόνος και όργανα διενέργειας επανελέγχου
1. Οι προς επανέλεγχο υποθέσεις επανελέγχονται υποχρεωτικά μέχρι το τέλος του επόμενου έτους από αυτό κατά το οποίο ελέγχθηκαν. Ο επανέλεγχος διενεργείται από τα κατά τόπο αρμόδια για κάθε Δ.Ο.Υ. Π.Ε.Κ., προκειμένου για επανελεγχόμενες υποθέσεις των Δ.Ο.Υ., από το ΕΘ.Ε.Κ. προκειμένου για επανελεγχόμενες υποθέσεις των Π.Ε.Κ και από το οριζόμενο στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995 ειδικό συνεργείο Επιθεωρητών, προκειμένου για επανελεγχόμενες υποθέσεις του ΕΘ.Ε.Κ. Προκειμένου για υποθέσεις που επανελέγχονται από τα Π.Ε.Κ και το ΕΘ.Ε.Κ., οι επανέλεγχοι διενεργούνται από ελεγκτές των υπηρεσιών αυτών, που ορίζονται με σχετική εντολή επανελέγχου, η οποία εκδίδεται από τον προϊστάμενο κάθε Π.Ε.Κ. ή του ΕΘ.Ε.Κ., κατά περίπτωση- Αντίγραφο της εντολής επανελέγχου παραδίδεται προ της έναρξης του επανελέγχου στον αρμόδιο για κάθε Π.Ε.Κ. ή το ΕΘ.Ε.Κ. Οικονομικό Επιθεωρητή, ο οποίος εποπτεύει της διεξαγωγής του επανελέγχου. Σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η ανάθεση της διενέργειας του επανελέγχου σε υπαλλήλους που διενήργησαν τον αρχικό έλεγχο.
2. Τυχόν υπόλοιπο υποθέσεων που ελέγχθηκαν κατά το έτος 1999 , για τις οποίες δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί ο επανέλεγχος τους μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, επανελέγχεται μέχρι τέλος Μαρτίου 2001.
`Αρθρο 3
Διαδικασία επανελέγχου
1. Ο επανέλεγχος βασίζεται στις υποβληθείσες δηλώσεις και λοιπά στοιχεία που υφίστανται στα αρχεία των υπηρεσιών και γενικά σε οποιοδήποτε υφιστάμενο σε αυτές στοιχείο που έλαβε ή όφειλε να λάβει υπόψη του ο αρχικός έλεγχος. Εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον προϊστάμενο κάθε Π.Ε.Κ. ή του ΕΘ.Ε.Κ. και τον εποπτεύοντα Οικονομικό Επιθεωρητή ή τον επικεφαλής - συντονιστή του ειδικού συνεργείου Επιθεωρητών της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995, κατά περίπτωση, ο επανέλεγχος βασίζεται και στα βιβλία καθώς και τα στοιχεία του επιτηδευματία. Ειδικά για τις υποθέσεις που ελέγχθηκαν σύμφωνα με την απόφαση 1061203/ 1148/ΠΟΛ. 1144/20.5.98, εξετάζεται αν διενεργήθηκαν οι προβλεπόμενες από την απόφαση αυτή επαληθεύσεις και αν ακολουθήθηκαν οι οριζόμενες από την ίδια απόφαση διαδικασίες για όλα τα ελεγκτικά στάδια, από της επιλογής της κάθε υπόθεσης για έλεγχο μέχρι και της περαίωσης της. Για υποθέσεις που ελέγχθηκαν κοιτά τις γενικές διατάξεις, είτε λόγω εξαίρεσης τους από την ανωτέρω απόφαση, είτε λόγω μη αποδοχής των αποτελεσμάτων του διενεργηθέντος βάσει, της απόφασης αυτής ελέγχου και περαιτέρω επέκτασης του, πέραν της διαπίστωσης αν ακολουθήθηκαν ορθά όλες οι προβλεπόμενες για όλα τα ελεγκτικά στάδια διαδικασίες, εξετάζεται ιδιαιτέρως αν καταρτίστηκε ορθά το προβλεπόμενο για τις περιπτώσεις αυτές πρόγραμμα ελέγχου και αν διενεργήθηκαν όλες οι καθορισμένες βάσει του προγράμματος αυτού επαληθεύσεις. Σε κάθε περίπτωση δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στον ορθό χαρακτηρισμό επί του κύρους των βιβλίων και στοιχείων και στην ορθή διενέργεια, αναλόγως της υπόθεσης, των επαληθεύσεων περί ύπαρξης λογιστικών διαφορών.
2. Ο επανέλεγχος, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, των φορολογικών υποθέσεων που ελέγχθηκαν κατά το έτος 1999, διενεργείται υποχρεωτικά μόνο για τις δύο τελευταίες ελεγχθείσες χρήσεις. Εξαιρετικά, αν πρόκειται για υποθέσεις με τηρηθέντα βιβλία Α΄ ή Β΄ κατηγορίας του Κ.Φ.Σ. ή Κ.Β.Σ. που ελέγχθηκαν κατά τον οριζόμενο από την απόφαση 1061203/1148/ ΠΟΛ. 1144/20.5.98 τρόπο, εξετάζεται η ορθή εφαρμογή ειδικά των διατάξεων των παραγράφων Β.4 και Γ.11 του άρθρου 4 και Β.4 και Γ.8 του άρθρου 5 της απόφασης αυτής, για όλες τις ελεγχθείσες χρήσεις. Ο επανέλεγχος μπορεί να επεκταθεί σε όλες γενικά τις ελεγχθείσες χρήσεις για όλα τα αντικείμενα του αρχικού ελέγχου, με έγκριση του προϊσταμένου του αρμόδιου για τον επανέλεγχο Π.Ε.Κ. ή του ΕΘ.Ε.Κ. και σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος Οικονομικού Επιθεωρητή ή του επικεφαλής - συντονιστή του ειδικού συνεργείου Επιθεωρητών της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995, κατά περίπτωση. Στις περιπτώσεις αυτές ο χρόνος διάρκειας του επανελέγχου διπλασιάζεται.
3. Για τους διενεργούμενους επανέλεγχους συντάσσονται εκθέσεις επανελέγχου, οι οποίες τηρούνται από την υπηρεσία που διενήργησε τον επανέλεγχο. Προκειμένου για επανέλεγχους που διενεργούνται από το ειδικό συνεργείο Επιθεωρητών της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995, οι εκθέσεις τηρούνται από την Οίκον. Επιθεώρηση Αθηνών. Για τα αποτελέσματα των επανελέγχων ενημερώνεται η Δ/νση Ελέγχου και η Δ/νση Επιθεώρησης Υπηρεσιών. Σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών εκ μέρους του αρχικού ελέγχου ενημερώνεται άμεσα, με ευθύνη του εποπτεύοντος Επιθεωρητή ή του επικεφαλής συντονιστή του ανωτέρω ειδικού συνεργείου Επιθεωρητών, κατά περίπτωση, εκτός των ανωτέρω υπηρεσιών και η Δ/νση Προσωπικού Δ.Ο.Υ. (Δ/2) του Υπουργείου Οικονομικών και η αρμόδια Οικονομική Επιθεώρηση.
4. Η έκθεση του επανελέγχου υπογράφεται από τον ελεγκτή ή τους ελεγκτές που διενήργησαν τον επανέλεγχο, ελέγχεται από τον επόπτη ελέγχου που ορίζεται με την οικεία εντολή επανελέγχου και θεωρείται από τον προϊστάμενο τον αρμόδιου για τον επανέλεγχο Π.Ε.Κ. ή του ΕΘ.Ε.Κ. κατά περίπτωση. Στην περίπτωση του επανελέγχου από το ειδικό συνεργείο Επιθεωρητών της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995 η έκθεση ταυ επανελέγχου υπογράφεται οπό τα μελή του συνεργείου, ελέγχεται από τον επικεφαλής συντονιστή αυτού και θεωρείται από τον προϊστάμενο της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών ή το νόμιμο αναπληρωτή του. Ο προϊστάμενος του αρμόδιου για τον επανέλεγχο Π.Ε.Κ. ή του ΕΘ.Ε.Κ. ή ο επικεφαλής - συντονιστής του ειδικού συνεργείου Επιθεωρητών, κατά περίπτωση, διατυπώνει με ιδιαίτερο σημείωμά του την κρίση του επί της πληρότητας και της ποιότητας του αρχικού ελέγχου, με τις διαβαθμίσεις: ΑΡΙΣΤΗ, ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ, ΚΑΛΗ, ΜΕΤΡΙΑ, ΚΑΚΗ. Στο ίδιο σημείωμα διατυπώνει και τυχόν προτάσεις βελτίωσης ή συμπλήρωσης των διαδικασιών και τεχνικών του τακτικού φορολογικού ελέγχου. Το σημείωμα αυτό υποβάλλεται στη Δ/νση Ελέγχου και στη Δ/ση Επιθ/σης Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών,
5. Η διάρκεια του επανελέγχου κάθε υπόθεσης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών (3) εργασίμων ημερών, προκειμένου για υποθέσεις ελεγχθείσες από τις Δ.Ο.Υ., των πέντε (5) εργασίμων ημερών, προκειμένου για υποθέσεις ελεγχθείσες από τα Π.Ε.Κ. και των επτά (7) εργασίμων ημερών, προκειμένου για υποθέσεις ελεγχθείσες από το ΕΘ.Ε.Κ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται η υπέρβαση των ορίων αυτών, ύστερα από έγκριση του προϊσταμένου της αρμόδιας Οικονομικής Επιθεώρησης.
`Αρθρο 4
Τελικές διατάξεις
Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995, της παραγράφου 5 του άρθρου 66 του Ν. 2238/94 και της παραγράφου 1 του άρθρου 39 τον Ν. 1914/1990, όπως ισχύουν, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή παράλληλα και ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.