Εφετείο Πατρών
Αριθ.απόφασης: 1184/2003
Πρόεδρος: Α. Στρατίκης, Πρόεδρος Εφετών,
Εισηγητής: Γ. Τσούνης, Εφέτης
Δικηγόροι: Γ. Παναγιώτου, Α. Μονοκρούσος
Εργασία ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Για να τελειωθεί η αναγκαστική σύμβαση εργασίας ατόμου με ειδικές ανάγκες, το οποίο προσλαμβάνεται ως προστατευόμενο πρόσωπο σε επιχείρηση, μετά από απόφαση της επιτροπής του άρθρου 8 του Ν. 648/86, ο τοποθετούμενος πρέπει μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση της σχετικής απόφασης να παρουσιαστεί στην εργασία του.
Αν αυτό δεν συμβεί, δεν καταρτίζεται η σύμβαση και ο υπόχρεος χάνει την προστασία που του παρέχει ο νόμος.
[...] Ο εκκαλών, ο οποίος πάσχει από ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη και έχει εξαιτίας της πάθησης του αυτής περιορισμένη δυνατότητα για επαγγελματική απασχόληση (άτομο με ειδικές ανάγκες), με την υπ? αριθμ.... Απριλίου 1997, απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 8 Ν. 1648/1986 (ήδη άρθρου 9 Ν. 2643/1998), όπως αυτή διατυπώθηκε στο υπ? αριθμ.... Απριλίου 1997 πρακτικό της εν λόγω Επιτροπής, τοποθετήθηκε ως προστατευόμενο πρόσωπο στην επιχείρηση της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας που έχει την έδρα και τις εγκαταστάσεις της στο... με την ιδιότητα του υπαλλήλου. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στον εκκαλούντα αυθημερόν, ήτοι την 14 Απριλίου 1997, όπως προκύπτει από το προσαγόμενο αποδεικτικό επιδόσεως της υπαλλήλου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πελοποννήσου του ΟΑΕΔ (...).
Για να τελειωθεί η αναγκαστική αυτή σύμβαση εργασίας, δοθέντος ότι η απόφαση της Επιτροπής για την τοποθέτηση του προστατευομένου προσώπου είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, πρέπει ο τοποθετούμενος μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης για την τοποθέτησή του να παρουσιαστεί στην υπόχρεη επιχείρηση για να αναλάβει υπηρεσία, εάν δε αυτό δεν συμβεί όχι μόνο η σύμβαση δεν καταρτίζεται, αλλά και ο υπόχρεος χάνει την προστασία που του παρέχει ο νόμος ( άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 2643/1998). Με την εμπρόθεσμη εμφάνιση του προστατευομένου προσώπου για ανάληψη εργασίας στην υπόχρεη επιχείρηση ολοκληρώνεται η κατάρτιση της αναγκαστικής σύμβασης εργασίας, ενώ η περαιτέρω άρνηση του εργοδότη να δεχτεί τις υπηρεσίες του διορισθέντος καθιστά αυτόν υπερήμερο (ΑΠ 505/2000 ΕΕργΔ, τόμος 60ος).
Μέχρι και την 15 Μαΐου 1997 που έληγε η προθεσμία του μηνός από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών εμφανίσθηκε προς ανάληψη εργασίας στην εφεσίβλητη επιχείρηση και ειδικότερα στο νόμιμο εκπρόσωπό της, ο οποίος τότε ήταν ο Β.Μ., ή στην εξετασθείσα μάρτυρα Α.Τ., η οποία τότε ήταν προϊσταμένη και υπεύθυνη του γραφείου προσωπικού.
Ομως η κατάθεση της μάρτυρος ... δεν φαίνεται πειστική, διότι δεν προσδιορίζει επακριβώς το χρόνο της εμφάνισης του εκκαλούντος, ούτε τον υπεύθυνο της επιχείρησης, στον οποίο αυτός εμφανίσθηκε για να αναλάβει εργασία, ενώ μέχρι και τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 1999 κανένα εξώδικο δεν κοινοποιήθηκε στον εκπρόσωπο της εφεσίβλητης εταιρίας που να περιέχει διαμαρτυρία του εκκαλούντος για την άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του, ενέργεια που ήταν οπωσδήποτε απαραίτητο να γίνει και μάλιστα εντός του μηνός από την κοινοποίηση σ? αυτόν (εκκαλούντα) της ως άνω απόφασης της Επιτροπής για να κατοχυρώσει τα συμφέροντά του και να μη χάσει την προστασία που του παρέχει ο νόμος (βλ. άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 2643/1998). Ο λόγος για τον οποίο ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη εταιρία για να αναλάβει εργασία οφείλεται στα σοβαρά προβλήματα υγείας που από τότε (Απρίλιος 1997 αντιμετώπιζε και συνεχίζει έκτοτε να αντιμετωπίζει εξαιτίας της χρόνιας πάθησής του, διότι οι εν γένει συνθήκες εργασίας, ήτοι το συνεχές ωράριο, η εναλλασσόμενη απασχόληση του (πρωί-απόγευμα) και η απόσταση που έπρεπε κάθε φορά να διανύει από το σπίτι του στην... για να φθάσει στον τόπο της εργασίας του..., δεν του επέτρεπαν να τηρεί επακριβώς το πρόγραμμα θεραπείας, αφού καθημερινά έπρεπε να κάνει τρεις ενέσεις ινσουλίνης και να λαμβάνει έξι συνολικά γεύματα την ημέρα ανά τρεις (3) ώρες το καθένα. (...). Επομένως, η εκ μέρους της εφεσίβλητης αποδοχή των υπηρεσιών του εκκαλούντος για πρώτη φορά από 23 Φεβρουαρίου 1999 και εντεύθεν, οπότε και εμφανίσθηκε ο τελευταίος προς ανάληψη εργασίας, δεν έγινε από αυτήν για να διακόψει δήθεν την ήδη επελθούσα από το έτος 1997 (Απρίλιος) υπερημερία της όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών, αφού τέτοια δεν νοείται, όταν η σύμβαση δεν έχει καταρτιστεί, αλλά στα πλαίσια κατάρτισης νέας εργασιακής σχέσης η λύση της οποίας διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1) 2643/1998 ("... ή των ατόμων με ειδικές ανάγκες... ανεξαρτήτως αν έχουν προσληφθεί υποχρεωτικά ή όχι, λύεται...).
Στην περίπτωση της εργασιακής αυτής σχέσης ο εκκαλών δεν έχει προσληφθεί από την εφεσίβλητη με την ιδιότητα του προστατευόμενου προσώπου και ούτε μπορεί να επικαλεσθεί την ως άνω υπ? αριθμ. .../1997 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 8 Ν. 1648/1986, αφού αυτός με την μη εμπρόθεσμη εμφάνισή του για ανάληψη εργασίας στην υπόχρεη επιχείρηση εντός του μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής έχασε κατ? αρχήν την προστασία του νόμου και η ως άνω απόφαση την ισχύ της (βλ. και άρθρο 5 παρ. 3 Ν.2643/1998), ματαιώνοντας συγχρόνως με την ως άνω συμπεριφορά του και την κατάρτιση της αναγκαστικής εργασιακής του σύμβασης. Ως εκ τούτου για την επίδικη διαφορά δεν φαίνεται να έχει κρίσιμη νομική σημασία το γεγονός ότι στα πλαίσια της εργασιακής αυτής σχέσης που διαμορφώθηκε μεταξύ των διαδίκων από το μήνα Φεβρουάριο 1999 η εφεσίβλητη εργοδότρια υπέβαλε την από 10 Ιουνίου 1999 αίτηση για αντικατάσταση του εκκαλούντος λόγω ανυπαίτιας ακαταλληλότητας κατ? εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 6 Ν. 2643/1998. Ούτε επίσης ενισχύει τον αγωγικό ισχυρισμό, ..., το γεγονός ότι η εργοδότρια επιχείρηση προσέφυγε στη δευτεροβάθμια Επιτροπή, παραπονούμενη για την τοποθέτηση αυτού, διότι η προσφυγή αυτή ούτε αίρει αλλά ούτε και προϋποθέτει την υπερημερία του προσφεύγοντος εργοδότη.