Εφετείο Πειραιώς
Αριθ.απόφασης: 318/2000
Πρόεδρος: Ρ. Κεδίκογλου, Πρόεδρος Εφετών,
Εισηγήτρια: Α. Μαγιάκου, Εφέτης
Δικηγόροι: Θ. Σταμόπουλος, Δ. Κυριακουλάκος
Στράτευση υπαλλήλων και εργασία.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 4 του Ν. 3514/28, προκύπτει, ότι με την στράτευση του υπαλλήλου που εργάστηκε πλέόν του εξαμήνου, δεν λύεται η σύμβαση εργασίας, αλλά αυτός, μόλις απολυθεί από τον στρατό, οφείλει να δηλώσει εντός μηνός στον εργοδότη του, εάν προτίθεται να επαναλάβει την εργασία του και να προσέλθει σε αυτήν εντός 15 ημερών από την δήλωσή του.
Εάν προβεί στην παραπάνω δήλωση, δεν επιτρέπεται η απόλυσή του για ένα έτος παρά μόνο για δικαιολογημένη αιτία.
Πότε ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης;
[...] Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 4 του Ν. 3514/1928, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 εδ. α' του Α.Ν. 547/1937, προκύπτει ότι με τη στράτευση του υπαλλήλου που εργάστηκε πλέον του εξαμήνου δεν λύεται η σύμβαση εργασίας, αλλά ο μισθωτός, απολυόμενος εκ των τάξεων του στρατεύματος εντός μηνός οφείλει να δηλώσει στον εργοδότη του εάν προτίθεται να επαναλάβει την εργασία του και να προσέλθει εντός 15 ημερών από τη δήλωσή του. Εφόσον προβεί στην παραπάνω δήλωση και προσέλθει για ανάληψη εργασίας, δεν επιτρέπεται η απόλυση του είτε και η απόκρουση των υπηρεσιών του επί ένα έτος, παρά μόνο για δικαιολογημένη αιτία που κρίνεται κυριαρχικά από την επιτροπή του άρθρου 7 του Α.Ν. 214/1936, εάν όμως αποκρουσθούν οι υπηρεσίες του ή απολυθεί μετά την επανάληψη της εργασίας του εντός έτους και θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να λάβει τόσο την εκ του Ν. 2112/1920 προβλεπόμενη αποζημίωση απολύσεως, όσο και την πρόσθετη αποζημίωση εκ του άρθρου 4 του Ν. 3514/1928, που ισούται με τις αποδοχές έξι μηνών (ΑΠ 1022/1992 ΕλΔ 35,1049, ΕφΘεσ 421/1995 ΕλΔ 37,169 με τη σημείωση Ι. Κατρά, ΕφΑθ 4062/1992 ΕλΔ 34,226 και ΕφΑθ 5939/1991 ΕλΔ 34,226).
Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων Π.Μ. και Σ.Μ., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης αυτού, με τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι [...] αποδεικνύονται τα εξής περιστατικά: Ο εναγόμενος προσέλαβε τον ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, την 1/3/1993 προκειμένου να εργαστεί στην επιχείρησή του ως υπάλληλος. Με την ιδιότητα αυτή ο ενάγων απασχολήθηκε εκεί μέχρι τις 20/7/1995, οπότε αποχώρησε λόγω της στράτευσής του, που έλαβε χώρα στις 2/8/1995 με αποτέλεσμα να ανασταλεί η σύμβαση εργασίας του μέχρι τις 2/2/1997, που απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού.
Ενώ όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, ο ενάγων για να διατηρήσει τα νόμιμα δικαιώματα από την παραπάνω εργασία του έναντι του εναγομένου όφειλε να δηλώσει προς αυτόν εάν επιθυμεί την επαναπρόσληψή του, μέσα σε ένα (1) μήνα από την αποστράτευσή του και να προσέλθει, σε καταφατική περίπτωση, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες στην εργασία του, δεν τήρησε όμως τις πιο πάνω προθεσμίες και διατυπώσεις, αλλά ζήτησε από τον εναγόμενο να τον προσλάβει με νέα σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, πολύ αργότερα, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1997, πράγμα που έγινε. Έτσι εργάστηκε στην επιχείρηση του εναγομένου με την ιδιότητα του υπαλλήλου από τις 7/11/1997 μέχρι τις 5/12/1997, οπότε ο τελευταίος κατήγγειλε εγγράφως τη νέα αυτή σύμβαση χωρίς να του καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση, παρά μόνο τις μέχρι τότε οφειλόμενες αποδοχές του (βλ. τις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο αποδείξεις πληρωμής των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1997.) Στη συνέχεια ο ενάγων προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχίας Πειραιώς για την επίλυση της διαφοράς του με τον εναγόμενο, από τον οποίο διεκδικούσε την καταβολή αποζημιώσεως απολύσεως, με την ιδιότητα του υπαλλήλου που επαναπροσλήφθηκε μετά την αποστράτευση του και δώρου Χριστουγέννων 1997. Για το λόγο αυτό συντάχθηκε το δελτίο εργατικής διαφοράς 12/1/1998, από το οποίο προκύπτει ότι ο μεν ενάγων δήλωσε ότι επέστρεψε στην εργασία του και επαναπροσλήφθηκε από τον εναγόμενο στις 4/2/1997, δύο ημέρες δηλαδή μετά την επάνοδο του από το στρατό, ενώ ο πιο πάνω εργοδότης του δήλωσε ότι αυτός εμφανίσθηκε στην εργασία του στις 7/11/1997, όπου απασχολήθηκε μέχρι τις 5/12/1997. Ακολούθως ο ενάγων, στις 20/7/1998, υπέβαλε στο υποκατάστημα του ΙΚΑ, στα Καμίνια Πειραιώς, έγγραφη καταγγελία, στην οποία ισχυριζόταν ότι ο εναγόμενος δεν είχε επικολλήσει στο ασφαλιστικό του βιβλιάριο τα κανονικά ένσημα κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του από 5/2/1997 μέχρι 6/11/1997. Επί της καταγγελίας αυτής εκδόθηκε η .../1998 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ Καμινιών, με την οποία απορρίφθηκε, γιατί δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο η πιο πάνω απασχόληση του ασφαλισμένου (ενάγοντος). Η εν λόγω απόφαση δεν προσβλήθηκε από τον τελευταίο με ένσταση και κατέστη έτσι οριστική.
Με βάση τα παραπάνω περιστατικά αποδεικνύεται ότι η επάνοδος του ενάγοντος στην επιχείρηση του εναγομένου και η νέα πρόσληψή του από τον τελευταίο έγινε στις 7/11/1997 και όχι στις 4/2/1997, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε στην ένδικη αγωγή του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται περαιτέρω από: α) την έγγραφη αναγγελία πρόσληψης μισθωτού προς τον ΟΑΕΔ στις 12/11/1997, την οποία συνυπέγραψαν οι διάδικοι, από την οποία προκύπτει ότι ως χρόνος πρόσληψης του ενάγοντος δηλώθηκε η 7/11/1997 β) την υπεύθυνη δήλωση του ενάγοντος στις 5/12/1997, κατά το άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, που συνέταξε ο ίδιος εξωδίκως και όχι για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι απασχολήθηκε στον εναγόμενο από 7/11/1997 μέχρι 5/12/1997. Τα περιστατικά αυτά δεν αναιρούνται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος δεν ανέφερε τίποτε σχετικό με τον ακριβή χρόνο επανόδου του τελευταίου στην εργασία του μετά την αποστράτευσή του, ενώ αντίθετα η μάρτυς του εναγομένου κατέθεσε ότι είδε τον ενάγοντα να εργάζεται στην επιχείρησή του για ένα μήνα.
Κατόπιν αυτών, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απολύθηκε από τον εναγόμενο κατά παράβαση των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, ώστε να δικαιούται των αποζημιώσεων και του επιδόματος που ζητεί με την αγωγή του, η οποία, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχτηκε τα αντίθετα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να εξαφανιστεί [η απόφασή του], κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών λόγων της έφεσης. Ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ' ουσία, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω των εύλογων αμφιβολιών του εφεσίβλητου - ενάγοντος ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.