Εφετείο Πειραιώς
Αριθ. απόφασης: 45/2004
Πρόεδρος: Ελ. Σπηλιώτη, Εισηγητής: Σπ. Γρηγοράτος
Δικηγόροι: Ελ. Κοντοσέα - Καλογιάννη, Ευ. Χλούπης
Σύμβαση ναυτικής εργασίας - Παραγραφή αξιώσεων ναυτικού.
Από την διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 762/78, προκύπτει, ότι οι αξιώσεις του ναυτικού κατά του συνάψαντος την σύμβαση, αντιπροσώπου του εργοδότου, υπόκειται σε εξάμηνη παραγραφή, η οποία άρχεται από την λύση της σύμβασης ναυτολόγησης.
[...] Η διάταξη του άρθρου 1 παραγρ. 3 του Ν. 762/1978 ορίζει ότι "αξιώσεις του ναυτικού εκ του παρόντος νόμου κατά του, συμφώνως προς τας προηγούμενας παραγράφους, συνάψαντος την σύμβασιν αντιπροσώπου του εργοδότου, υπόκεινται εις εξάμηνον παραγραφήν... αρχομένην από της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι αξιώσεις του ναυτικού, από σύβαση ναυτικής εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε εν Ελλάδι μεταξύ αυτού και της αντιπροσώπου αλλοδαπής εταιρείας πλοιοκτήτριας του πλοίου όπου παρείχε τις υπηρεσίες του, κατά της αντιπροσώπου και του νόμιμου αυτής εκπροσώπου παραγράφονται μετά 6 μήνες από της λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας (Εφ. Πειρ. 3/1998 ΕΝΔ 26,470 - Εφ. Πειρ. 94/2002 ΕΝΔ 30, 286 - ΕΠ 1138/1996 Νομολ. Ναυτ. Τμημ. Εφετ. Πειρ. 1996 - 97 - Εφ. Πειρ. 545/1994 ΕΝΔ 22, 353 -Εφ, Πειρ. 375/1995 ΕΝΔ 24, 206). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 289 παράγραφος 1 του ΚΙΝΔ ορίζει ότι "εις ετήσιαν παραγραφήν υπόκεινται οι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος δια την πληρωμήν των μισθών και λοιπών παροχών των πηγαζουσών εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε ετήσια παραγραφή υπάγονται οι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος α) για μισθούς και λοιπάς παροχάς και β) για αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως του ναυτικού εκ μέρους αυτού για βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου έναντι αυτού (βλ. Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, Δημ. Καμβύση 1982, υπ΄ άρθρα 289 - 292, παραγρ. 2Α - Α. Τούση Εμπορικό Κώδικα Τόμος, Α 1976, υπ΄ άρθρο 289 του ΚΙΜΔ - ΑΠ 1445/2002 ΕΝΔ 30, 433 - ΑΠ 1185/2002 ΕΝΔ 1185/2002 ΕΝΔ 30, 435 - Εφ. Πειρ. 806/1997, Νομολ. Ναυτ. Τμήματος Εφετ. Πειρ. - Εφ. Πειρ. 255/1999 ΕΝΔ 27, 280 - Εφ. Πειρ. 387/1999 ΕΝΔ 27, 286 - Εφ. Πειρ. 806/1997 ΕΝΔ 26, 8). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ σύμβαση ναυτολογήσεως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνο, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαριά παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται αποζημίωση κατ΄ άρθρο 75 του ΚΙΝΔ. Βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου νοείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ εκείνη, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο και να αναμένει τη συμπλήρωση του συμφωνημένου χρόνου της ναυτολογήσεως ή αν είναι αόριστης διάρκειας του εννεάμηνου χρονικού διαστήματος και των λοιπών προϋποθέσεων που τάσσονται στο άρθρο 73 του ΚΙΝΔ, αλλ΄ επιβάλλεται η άμεση παρ΄ αυτού καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως (βλ. Κιάντου - Παμπούκη, Η καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το άρθρο 74 του ΚΙΝΔ 1988 - Δ. Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, Ι. Κοροτζή Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο 1990 - Εφ. Πειρ. 651/2002 ΕΝΔ 30, 441 - Εφ. Πειρ. 491/1996 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος Εφετ. Πειρ. 1996 -97 - Εφ. Πειρ. 692/1994 Νομ. Ναυτ. Τμημ. Εφ. Πειρ. 1994 -1995 - Εφ. Πειρ. 597/1999 ΕΝΔ 27, 162).
Από την επανεκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα της αποδείξεως που εξετάστηκε ένορκα στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου, από την επανεκτίμηση του περιεχομένου της υπ΄ αριθμόν 1003/2002 ένορκης βεβαίωσης που δόθηκε στον Ειρηνοδίκη Πειραιά, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις του άρθρου 671, παρ. 1, εδάφιο τελευταίο του Κ.Πολ.Δ. και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχτηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σχετικά με τους λόγους εφέσεως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει έγγραφης συμβάσεως ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκε στον Πειραιά την 28/11/2000 μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και της οποίας δεύτερης εναγομένης ο τρίτος εναγόμενος ήταν νόμιμος αυτής εκπρόσωπος, ο ενάγων προσελήφθη για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως Υποπλοίαρχος στο φορτηγό - δεξαμενόπλοιο με σημαία Μάλτας "Ο. D." 7897 TDW, που ανήκε στην πλοιοκτησία της πρώτης εναγομένης αντί μηνιαίου κλειστού μισθού το ποσό των 1.300.000 δρχ. για χρονικό διάστημα 6 έως 9 μηνών κατά την κρίση της εργοδότριας του - πλοιοκτήτριας του πλοίου. Για τον υπολογισμό του συμφωνηθέντος κλειστού μισθού ελήφθη υπόψη η συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωμάτων φορτηγών πλοίων από 4.500 TDW και άνω του έτους 2000 που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμό 3525-1/1/2000 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 812, Τεύχος Β, την 5/7/2000. Όμως πέραν των αποδοχών που αναφέρονται στην εν λόγω ΣΣΝΕ, με την ως άνω έγγραφη σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι ο (συμφωνηθείς) κλειστός μισθός περιλαμβάνει επιπροσθέτως: α) Τετράωρο κατά μέσον όρο υπερωριακής εργασίας όλες τις ημέρες της εβδομάδας β) επιμίσθιο (bonus) - 219.630 δρχ. γ) ότι σε περίπτωση απολύσεως του ενάγοντος η οφειλόμενη σ΄ αυτόν αποζημίωση θα πρέπει να υπολογιστεί με βάση το βασικό μηνιαίο μισθό και τα άλλα τακτικά επιδόματα που προβλέπονται από την ως άνω ΣΣΝΕ και αναγράφονται στην εν λόγω σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος. Ο ενάγων από της προσλήψεώς του και εντεύθεν παρείχε τις συμφωνημένες υπηρεσίες του στο ως άνω πλοίο της πρώτης εναγομένης. Ο ίδιος με σχετική δήλωσή του προς τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου κατάγγειλε τη σύμβαση ναυτικής εργασίας που τον συνέδεε με την πρώτη εναγομένη για βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου έναντι αυτού και συγκεκριμένα: α) επειδή ο πλοίαρχος μετατρέποντας τις αποδοχές του σε δολάρια ΗΠΑ του κατέβαλε μειωμένες αποδοχές, β) επειδή ο πλοίαρχος και κατ΄ επέκταση οι εναγόμενοι δεν προέβαιναν σε τακτική και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος αποστολή των εμβασμάτων εκ των αποδοχών του προς την οικογένεια του αποτελούμενη, από τη σύζυγο του και τρία τέκνα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα επειδή το έμβασμα με τις αποδοχές του μηνός Δεκεμβρίου 2000 απεστάλη στην Ελλάδα στα τέλη του Ιανουαρίου του 2001, ενώ έκτοτε οι εναγόμενοι δεν του κατέβαλαν κανένα ποσό με αποτέλεσμα τόσο αυτός όσο και η οικογένειά του να περιπέσουν σε στερήσεις, γ) επειδή ο πλοίαρχος δεν του κατέβαλε αμοιβή για πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή, δ) επειδή ο πλοίαρχος δεν του χορηγούσε καθαρά σεντόνια και προσόψια με αποτέλεσμα παρά τις διαμαρτυρίες του να είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τα ίδια επί τρεις συνεχείς μήνες, ε) επειδή το πλοίο λόγω κακής συντηρήσεως είχε υποστεί σοβαρές φθορές και παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα κατά τη λειτουργία του με αποτέλεσμα να καθίσταται επικίνδυνο για την ασφάλεια του πληρώματος. Συνεπεία της καταγγελίας αυτής η παραπάνω σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο της γέφυρας του πλοίου λύθηκε την 15.45 ώρα, της 6/3/2001 στο λιμάνι Augusta της Ιταλίας, αφού προηγουμένως την 14.40 ώρα της αυτής επέβη επί του πλοίου ο αντικαταστάτης του ενάγοντος Υποπλοίαρχος S.M. Στη συνέχεια την 16.00 ώρα της αυτής το πλοίο αναχώρησε από τον παραπάνω λιμένα για Λιβύη. Ο ενάγων αναχώρησε για την Ελλάδα στις 7/3/2001 με έξοδα της πρώτης εναγομένης, η οποία συνυπολόγισε δια του ως άνω πλοιάρχου της στις οφειλόμενες αποδοχές του ενάγοντος και την ημέρα αυτή (7/3/2001). Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εν λόγω σύμβαση ναυτικής εργασίας λύθηκε την 7/3/2001, γι΄ αυτό και ο τελευταίος μισθοδοτικός λογαριασμός έχει την αυτή ημερομηνία. Πράγματι ο τελευταίος μισθοδοτικός λογαριασμός του ενάγοντος φέρει ημερομηνία εκδόσεως την 7/3/2001 (από παραδρομή αντί της 6/3/2001 αφού την ημερομηνία αυτή (την 7/3/2001) το πλοίο ταξίδευε προς τη Λιβύη και δεν είχε την δυνατότητα ο ως άνω πλοίαρχος να εκδώσει και παραδώσει στον ενάγοντα αντίγραφο του μισθοδοτικού αυτού λογαριασμού. Στις 5/3/2001 14 από τα 18 μέλη του πληρώματος του ως άνω πλοίου απέστειλαν μέσω του πλοιάρχου προς τη δεύτερη εναγομένη έγγραφη ενυπόγραφη επιστολή διαμαρτυρίας με το πιο κάτω περιεχόμενο "είμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσουμε ότι από αυτή τη στιγμή οι αξιωματικοί και τα μέλη του πληρώματος του δεξαμενόπλοιου "Ο.Ν." είμεθα σε κατάσταση απεργίας, έως ότου λάβουμε τα απλήρωτα εμβάσματά μας και τις προκαταβολές επί του πλοίου". Ο τρίτος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, αλλά και ως άτομο που οικονομικά ήλεγχε τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη εναγομένη, με σχετική τηλεομοιοτυπία (FAX) απάντησε αυθημερόν στα ως άνω 14 μέλη του πληρώματος του εν λόγω πλοίου τα εξής: "Λυπούμεθα πολύ για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σχετικά με τα εμβάσματά σας, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα λάθους ή παράλειψης από την πλευρά μας, αλλά οφείλεται σε λόγο πέραν της βουλήσεώς μας. Κατανοούμε πλήρως τη θέση των οικογενειών σας και υμών των ιδίων. Σας διαβεβαιώνουμε ότι με το τέλος αυτής της εβδομάδας θα λάβετε βεβαίωση για την πληρωμή των εμβασμάτων". Από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει ότι λόγω γενικευμένης αφερεγγυότητας του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου ως προεστημένου οργάνου της πλοιοκτήτριας πρώτης εναγομένης κατ΄ άρθρο 84 του ΚΙΝΔ, δια της μη αποστολής στην οικογένεια του ενάγοντος στην Ελλάδα των συμφωνηθέντων εμβασμάτων με τις δεδουλευμένες αποδοχές του για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2001 υπέβαλλε την οικογένεια του (σύζυγο και τρία τέκνα) σε στερήσεις. Η πράξη αυτή και μόνο αποτελεί σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης, βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου, η οποία δικαιολογεί απολύτως την καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του ενάγοντος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι εφόσον η αποδειχθείσα ως άνω αφερεγγυότητα του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου έναντι του ενάγοντος κατέστησε αναγκαία, κατά τα διδάγματα της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, την εκ μέρους του (του ενάγοντος) καταγγελία και την εντεύθεν πρόωρη λύση της εν λόγω συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου παρέλκει, ως άνευ αντικειμένου, η εξέταση των επικαλουμένων με την αγωγή άλλων σοβαρών παραβάσεων των καθηκόντων του πλοιάρχου έναντι του ενάγοντος. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74, 75, παρ. 2 και 76 του ΚΙΝΔ ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απολύσεως ίση με τον μισθό, δηλαδή τις αποδοχές 30 ημερών, αφού η λύση της συμβάσεως έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και συγκεκριμένα στο λιμάνι Augusta της Ιταλίας. Βάσει λοιπόν της ως άνω ΣΣΝΕ για φορτηγά πλοία 4.500 TDW και άνω σε συνδυασμό με την ως άνω από 28/11/2000 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απολύσεως τον βασικό μισθό ποσού 31.2050 δραχμών συν το επίδομα Κυριακών 22% επί του βασικού μισθού εκ δραχμών 68.651 συν το επίδομα δεξαμενόπλοιου 10% επί του βασικού μισθού εκ δραχμών 31.205 συν διορθωτικό επίδομα εκ δραχμών 2.980 δρχ. συν επίδομα τροφής 2401 δρχ. την ημέρα επί 30 ημέρες ίσον 72.030 δρχ. συν συμφωνημένη κατά μήνα αμοιβή για πραγματοποιούμενη υπερωριακή εργασία 443.670 δρχ. (στη σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήθηκε συνολικά το ποσό των 61.8536 δραχμών μηνιαίως για υπερωρίες και επιδόματα, μείον το ποσό των 174.866 δραχμών που αποτελείτο σύνολο των μηνιαίων επιδομάτων ίσον 443.670 δρχ. η συμφωνηθείσα κατά μήνα υπερωριακή αμοιβή) συν το επίδομα αδείας 8 ημερών εκ δραχμών 149.784 δρχ. ίσον 1.080.370 δρχ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο ως άνω ποσό των 1.080.370 δρχ. ή 3.171 ευρώ δεν συμπεριελήφθη και το επιμίσθιο - δώρο της πλοιοκτήτριας (bonus) εκ δραχμών 219.630 δραχμών επειδή με την ως άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας (παράγραφος II περιπτ. δ) συμφωνήθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της ως άνω εργοδότριας του ότι το εν λόγω επιμίσθιο δεν θα συνυπολογίζεται στον καθορισμό της αποζημίωσης απολύσεως. Επειδή όμως η αγωγή, όπως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, κοινοποιήθηκε στους εναγομένους στις 7/9/2001 ημέρα Παρασκευή έπεται ότι η ως άνω αξίωση του ενάγοντος κατά της δεύτερης και του τρίτου εναγομένου δεν υπέκυψε στην εξάμηνη παραγραφή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.762/1978 σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 241 παρ. 1 και 243 παρ. 2 του ΑΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η τελευταία ημέρα της ως άνω εξάμηνης προθεσμίας ήταν η 7/9/2001 (β. ΓενΑρχ Α. Τούση 1978 - ΓενΑρχ Γ. Μπαλή 1955). Ειδικότερα η ως άνω αξίωση του ενάγοντος ως και πάσα ένδικη εν προκειμένω αξίωση αυτού κατά της δεύτερης εναγομένης και του τρίτου εναγομένου σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην ανωτέρω και μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης δεν παρεγράφη, επειδή δεν είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών από τη λύση της ως άνω συμβάσεως ναυτικής εργασίας. Περαιτέρω η εν λόγω αξίωση του ενάγοντος κατά της πρώτης εναγομένης, βάσει αυτών που εκτίθενται στη μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης και ειδικότερα βάσει της διάταξης του άρθρου 289 παρ 1 του ΚΙ ΝΔ, υπόκειται σε ετήσια παραγραφή η οποία δεν είχε παρέλθει κατά την άσκηση της αγωγής. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 περί αποσβεστικής προθεσμίας έξι μηνών εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αγωγή για την αποζημίωση απολύσεως του μισθωτού αφορά τις συμβάσεις χερσαίας εξαρτημένης εργασίας και δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω όπως εσφαλμένα δέχεται η εκκαλουμένη. [...] Από κατάθεση του συνυπηρετήσαντος με τον ενάγοντα στο ως άνω πλοίο μάρτυρα της ανταποδείξεως Ν.Α. Μηχανικού Α του οποίου η κατάθεση περιέχεται στην ως άνω ένορκη βεβαίωση προκύπτει ότι ο ενάγων δεν πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία υπερκαλύπτουσα την πάγια υπερωριακή αμοιβή που αυτός (ο ενάγων) λάμβανε στον κλειστό μισθό υπό την έννοια ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας αυτού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας. Ταύτα δε επειδή ο ναυτικός λόγω της φύσεως του επαγγέλματος του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ΄ άρθρο 57, παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. Εφ.Πειρ. 879/2000 αδημ.). Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω η περί πρόσθετης υπερωριακής αμοιβής βάση της αγωγής δεν αποδείχτηκε. [...]