Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής
Αριθ. απόφασης: 24/2000 (σε Συμβούλιο)
Δικαστής: Ιωάν. Τσάφαρη - Δημητριάδου,
Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγητής: Ιωάν. Θέμελης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Αναστολή εκτέλεσης ταμειακής βεβαιώσης [Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) `Αρθρα 69, 200-205]
Αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά καταλογιστικής (διοικητικής) πράξης, μετά από άσκηση προσφυγής και ταμειακή βεβαίωση του προβεβαιουμένου ποσοστού φόρου (25% ή 30% κατά περίπτωση): Παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναστολής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 200 επομ. Κ.Δ.Δ., εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή και ενώ έχει βεβαιωθεί ταμειακώς ποσοστό φόρου (25% ή 30%), του οποίου η είσπραξη δεν αναστέλλεται με την άσκηση προσφυγής, σε συνδυασμό με το άρθρο 20, παρ. 1 του Συντάγματος περί του δικαιώματος των πολιτών για παροχή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Σημείωση:Δημοσιεύεται στη συνέχεια η 24/2000 Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής, με την οποία κρίθηκε, σε αντίθεση με τα γενόμενα δεκτά από την ως άνω 207/2000 Απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, ότι και σε περίπτωση κατά την οποία μετά, την άσκηση προσφυγής, έχει γίνει ταμειακή βεβαίωση του προβεβαιωμένου ποσοστού (25% ή 35%) του φόρου, παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναστολής, κατ? άρθρο επόμ. Κ.Δ.Δ., χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη άσκηση ανακοπής, όπως έκρινε η προαναφερθείσα απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών.
...................................................................................
Επειδή, στο άρθρο 69 του Ν. 2717/1999, "Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας", ορίζονται τα εξής: "1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ' εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της Φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205". Συναφώς, στο άρθρο 200 του αυτού Κώδικα ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής και στο άρθρο 202 ότι λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής (παρ. 1).
Εξάλλου, στην παράγραφο 6 του άρθρου 74 του Ν. 2238/1994 () "Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος" (ΦΕΚ Α' 151/16.9.1994), όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της από την παράγραφο 1 του άρθρου 28 του Ν. 2648/1998, ορίζονται τα εξής: "Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από τον φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτό φόρων και τελών. Το ποσό αυτό βεβαιώνεται μετά την πάροδο της προθεσμίας για διοικητική επίλυση της διαφοράς και πριν από τη διαβίβαση της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο και καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα". Επίσης, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 34 του Π.Δ. 186/1992 () "Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων" (ΦΕΚ 84 Α'), για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και τη διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του προστίμου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Ν. 3323/1955, όπως ισχύουν κάθε φορά.
Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με το κατοχυρούμενο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα των πολιτών για την παροχή σ' αυτούς πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στην έννοια της οποίας εντάσσεται και η προσωρινή δικαστική προστασία (βλ. ΕπΑνΣτΕ 718/93, ΕΔΚΑ 1993, σ. 754, ΔΕφ Αθ 115/99, ΕΔΚΑ 1999, σ. 957), συνάγεται ότι σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά πράξης με την οποία επιβάλλεται φόρος εισοδήματος ή κύρωση για παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, είναι δυνατόν να ζητηθεί με αίτηση υποβαλλόμενη κατ' άρθρο 200 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας η αναστολή εκτελέσεως της μερικώς μη αναστελλομένης με την άσκηση της προσφυγής πράξεως κατά ποσοστό 25%, το οποίο βεβαιώνεται αμέσως με την άσκηση της προσφυγής, ήτοι, κατ' ουσίαν, η αναστολή της βεβαιώσεως και εισπράξεως του πιο πάνω μη αναστελλομένου ποσοστού του φόρου ή προστίμου, κατά περίπτωση και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι κατά τη διατύπωση του ως άνω άρθρου 200 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας η αίτηση αναστολής εκτελέσεως διοικητικής πράξεως προϋποθέτει άσκηση προσφυγής κατ' αυτής της πράξης, με την οποία βρίσκεται σε άμεση αντιστοιχία και όχι κατά της πράξης ταμειακής βεβαιώσεως του ποσοστού, το οποίο προβεβαιώνεται κατά τα ανωτέρω, η οποία άλλωστε δεν προσβάλλεται με προσφυγή, αλλά με την προβλεπόμενη από το άρθρο 217 του πιο πάνω Κώδικα ανακοπή. Σε περίπτωση δε αποδοχής της αιτήσεως αναστολής που τυχόν ασκήθηκε κατά πράξης καταλογισμού φόρου ή προστίμου, η πράξη αυτή αναστέλλεται κατά το μέρος του προβεβαιωμένου, λόγω άσκησης προσφυγής ποσοστού, κατά το οποίο η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξή του, ως εκ τούτου δε, αδρανοποιείται η οικεία ταμειακή βεβαίωση του εν λόγω ποσοστού του επιμάχου φόρου ή προστίμου. (Πρβλ. Τρ. Δ. Πρ. Πειραιά 419/1999, Τρ. Δ. Πρ. Αθήνας 830, 953, 1003/1999, 43/2000). Επειδή, εν όψει των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς κατά της προαναφερόμενης καταλογιστικής προστίμου του Κ.Β.Σ. πράξης και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της, απορριπτόμενων των αντιθέτως υποστηριζόμενων από την ως άνω Φορολογική Αρχή ως αβασίμων.
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμό 129/7.4.2000 πράξη επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κομοτηνής επιβλήθηκε εις βάρος της αιτούσας εταιρίας πρόστιμο συνολικού ποσού 35.708.000 δραχμών, για αποδοθείσες εις βάρος της τρεις παραβάσεις του Κ.Β.Σ. που αναφέρονται σε αυτήν. Κατόπιν δε ασκήσεως προσφυγής κατά της εν λόγω καταλογιστικής πράξης, η οποία εκκρεμεί, βεβαιώθηκε εις βάρος της ποσοστό 25% του ως άνω προστίμου, ανερχόμενο στο ποσό των 8.927.000 δραχμών, το οποίο η αιτούσα εκλήθη να καταβάλει εφάπαξ με την υπ' αριθμό 2257/1.8.2000 ατομική ειδοποίηση. Ήδη δε η αιτούσα με την κρινόμενη αίτησή της επιδιώκει την αναστολή εκτελέσεως της πιο πάνω καταλογιστικής πράξης, κατά το μέρος που ήρθη η αναστολή της με την προβεβαίωση του ως άνω ποσοστού του επιμάχου προστίμου.
Επειδή, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της σχετικής προσφυγής της, εν όψει του ότι η ανωτέρω καταλογιστική πράξη τυγχάνει ακυρωτέα ως νομικώς πλημμελής, καθόσον:
α) με αυτήν της επιβλήθηκε πρόστιμο σύμφωνα με τις νεότερες διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997, ενώ θα έπρεπε να της επιβληθεί πρόστιμο, αν υποτεθεί ότι υπέπεσε στις επίμαχες παραβάσεις, σύμφωνα με τις ευμενέστερες διατάξεις των άρθρων 32, 33 και 34 του Π.Δ. 186/1992 ( και ) (Κ.Β.Σ.), β) η πράξη αυτή στηρίζεται σε έκθεση ελέγχου της Β' Δ.Ο.Υ. Ξάνθης, χωρίς να έχει γίνει αξιολόγηση αυτής και να διατυπωθεί ίδια κρίση ως προς τις επίμαχες παραβάσεις από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κομοτηνής, ο οποίος επέβαλε το ένδικο πρόστιμο, γ) με την ως άνω πράξη επεβλήθη ενιαία πρόστιμο για τρεις παραβάσεις που ανάγονται στην ίδια διαχειριστική περίοδο, ενώ θα έπρεπε να επιβληθούν τρία διακεκριμένα πρόστιμα για τις παραβάσεις αυτές και δ) οι φορολογικοί ελεγκτές δεν διενήργησαν έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της αιτούσας εταιρίας, ούτε αναφέρουν τον τόπο και το χρόνο του ελέγχου τον οποίον ισχυρίζονται ότι διενήργησαν. Περαιτέρω, και καθόσον αφορά στην ουσία της υποθέσεως, η αιτούσα εταιρία διατείνεται ότι κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών απεδόθησαν εις βάρος της οι παραβάσεις. Όμως, οι πιο πάνω ισχυρισμοί πρέπει ν' απορριφθούν ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, και τούτο, διότι δεν συνιστούν λόγους που είναι δυνατόν να θεμελιώσουν, κατ' άρθρο 202 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., την αναστολή εκτελέσεως της πιο πάνω καταλογιστικής πράξης.
Επειδή, περαιτέρω, η αιτούσα προβάλλει ότι η εκτέλεση της ως άνω πράξης, συνεπαγόμενη την άμεση καταβολή του εις βάρος του προβεβαιωθέντος ποσού, θα της επιφέρει υλική και ηθική βλάβη (χρεωκοπία και πτώχευση της εταιρίας), που η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής της. Προς απόδειξη δε της πραγματικής βάσης του ισχυρισμού της, η αιτούσα προσκομίζει και επικαλείται τα εξής: α) Αντίγραφο του ισοζυγίου λογιστικής της εταιρίας μηνός Αυγούστου του έτους 2000 και υπεύθυνες δηλώσεις του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και της υπεύθυνης του λογιστηρίου της εταιρίας, από τα οποία προκύπτουν ότι τα χρηματικά διαθέσιμα της αιτούσας την 31.8.2000 ανέρχονταν στο ποσό των 605.155 δραχμών, β) αντίγραφο του ισολογισμού της εταιρίας της διαχειριστικής περιόδου του έτους 1999, από το οποίο προκύπτει ότι αυτή εμφάνισε ζημία ύψους 12.647.201 δραχμών, γ) τις από 17.7 και 20.7.2000 βεβαιώσεις της Τράπεζας Αττικής (υποκατάστημα Κομοτηνής), σύμφωνα με τις οποίες τα υπόλοιπα δανείων που έλαβε η αιτούσα από την εν λόγω Τράπεζα ανέρχονταν την 1.7.2000 στο ποσό των 141.549.665 δραχμών, δ) το από 18.7.2000 έγγραφο της Ε.Τ. (Υποκατάστημα Κ.), σύμφωνα με το οποίο το υπόλοιπο δανείων που χορηγήθηκαν στην αιτούσα ανέρχεται στο ποσό των 54.687.546 δραχμών, και ε) το από 19.7.2000 έγγραφο της Α. Τράπεζας (Υποκατάστημα Κ.) σύμφωνα με το οποίο το χορηγητικό υπόλοιπο που οφείλει η εταιρία αυτή στην τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 25.405.044 δραχμών.
Επειδή, από τη συνεκτίμηση των προεκτεθέντων στοιχείων, εν όψει και του ύψους του ποσού στο οποίο ανέρχεται το προβεβαιωθέν ποσοστό της αμφισβητούμενης φορολογικής επιβαρύνσεως, (8.927.000 δραχμές), απειλείται κατά την κρίση του Δικαστηρίου από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξης υλική βλάβη της αιτούσας, η επανόρθωση της οποίας θα ήταν ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης, εκκρεμούσας προσφυγής. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να διαταχθεί η αιτούμενη αναστολή.