Απόφ.ΣΤΕ 329/2000 (01/01/2000)

Μεταβίβασης Ακινήτου (Ν. 1587/1950, Άρθρο 12 παρ. 3).

Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήματος Β΄)
Αριθ. απόφασης: 329/2000
Προεδρεύων: Ηλ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος
Εισηγητής: Κ. Βιολάρης, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Ι. Αρετάκης, Κ. Κατσούλας, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Μεταβίβασης Ακινήτου (Ν. 1587/1950, `Αρθρο 12 παρ. 3).

Ι. Παραγραφή δικαιώματος Δημοσίου προς επιβολή Φ.Μ.Α.: Η παραγραφή έχει χαρακτήρα γνήσιας παραγραφής, δοθέντος ότι και από το νόμο ρητά χαρακτηρίζεται ως "παραγραφή" και πλήττει πράγματι τη φορολογική αξίωση του Δημοσίου προς επιβολή του φόρου μεταβίβασης ακινήτου. (Πρβλ. και Ν.Δ. 321/1969, άρθρα 87,88,89,90 και ιδιαίτερα δε άρθρο 87 παρ. 5).

ΙΙ. Η παραγραφή της φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως: Η ύπαρξη στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση παραγραφής της φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να γνωρίζει τη συνδρομή ή μη των πραγματικών περιστατικών που κωλύουν την πρόοδο του χρόνου της παραγραφής ή που αποτελούν λόγους διακοπής, αλλά πρέπει να προτείνεται προσηκόντως από τον φορολογούμενο.

.................................................

Επειδή, κατά το άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 1587/1950 (Α΄ 294), "Το δικαίωμα του δημοσίου, προς επιβολήν του φόρου του παρόντος παραγράφεται μετά τετραετίαν από της ημέρας της επιδόσεως της δηλώσεως του φόρου μεταβιβάσεως". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 1 του Ν. 820/1978 (Α΄ 174), με το οποίο ορίστηκε ότι ο χρόνος παραγραφής είναι πέντε έτη.

Στη συνέχεια, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 1587/1950 αντικαταστάθηκε και πάλι με το άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 1078/1980 (Α΄ 238), το οποίο όρισε ότι "Το δικαίωμα του δημοσίου προς επιβολήν του φόρου του παρόντος παραγράφεται μετά πάροδον πενταετίας από του τέλους του έτους εντός του οποίου επεδόθη η δήλωσις φόρου μεταβιβάσεως".

Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου έχει χαρακτήρα γνήσιας παραγραφής, δοθέντος ότι και από το νόμο ρητά χαρακτηρίζεται ως "παραγραφή" και πλήττει πράγματι τη φορολογική αξίωση του Δημοσίου προς επιβολή του συγκεκριμένου φόρου (πρβλ. και διατάξεις άρθρων 87-90 του Ν.Δ/τος 321/1969, φ. 205, ιδιαίτερα δε άρθρου 87 παρ. 5).

Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη και ότι η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής συνδέεται με τη συνδρομή και προβολή πραγματικών περιστατικών, όπως λ.χ. περιστατικών που κωλύουν την πρόοδο του χρόνου της παραγραφής ή που αποτελούν λόγους διακοπής της, η ύπαρξη στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση παραγραφής της φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να γνωρίζει τη συνδρομή ή μη των ως άνω πραγματικών περιστατικών, αλλά πρέπει να προτείνεται, ώστε να μπορεί και να αποκρουσθεί. Ο φορολογούμενος, άλλωστε, και επί κοινοποιήσεως πράξεως επιβολής φόρου, η οποία έγινε εντός της πενταετίας, μπορεί να προβάλει πλημμέλειες της εν λόγω κοινοποιήσεως και, συνεπώς, συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, χωρίς νόμιμη κοινοποίηση πράξεως επιβολής φόρου.

Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας που έγινε στις 5.5.1980, ο αναιρεσίβλητος εισέφερε ένα οικόπεδο για το σχηματισμό του κεφαλαίου της. Το διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπόψη ότι το ένδικο φύλλο ελέγχου, με το οποίο καταλογίσθηκε στον αναιρεσίβλητο φόρος μεταβιβάσεως ακινήτου για την ανωτέρω εισφορά ακινήτου στην ανώνυμη εταιρεία, κοινοποιήθηκε σ΄ αυτόν στις 28.11.1985, η δε δήλωση φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων για την ανωτέρω εισφορά είχε υποβληθεί στην Οικονομική Εφορία Μοιρών στις 2.5.1980, έκρινε ότι, όταν κοινοποιήθηκε το ένδικο φύλλο στον αναιρεσίβλητο, το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολήν του ενδίκου φόρου μεταβιβάσεως είχε υποκύψει σε παραγραφή, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 1587/1950, όπως αυτή ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 46 παρ. 1 του Ν. 820/1978 και πριν την νεότερη αντικατάστασή της με το άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 1078/1980, καθόσον, κατά την κοινοποίηση αυτή, είχε παρέλθει η πενταετία που προβλέπει ο νόμος.

Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, για το λόγο ότι παρά το νόμο δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής και, κρίνοντας επί της προσφυγής, ακύρωσε, κατά παραδοχή αυτής, το ένδικο φύλλο ελέγχου.

Κατά τα εκτιθέμενα όμως στην προηγούμενη σκέψη, η παραγραφή της φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά πρέπει, κατά νόμο, να προταθεί προσηκόντως από το φορολογούμενο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Υπό τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι έσφαλε η πρωτόδικη απόφαση που δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως το θέμα της παραγραφής και, συνεπεία της κρίσεώς του αυτής, προέβη περαιτέρω σε κρίση περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον ένδικο φόρο, αν και ο αναιρεσίβλητος δεν είχε προβάλει με την προσφυγή του σχετικό λόγο. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως.