Απόφ.ΣΤΕ 882/2003 (01/01/2003)

Τελωνειακά (Άρθρα 89, 97, 100 του Ν. 1165/1918 (Τελωνειακός Κώδικας)

Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 882/2003
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγήτρια: Σ. Βιτάλη, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Σ. Δέτσης, Παρ. Ν.Σ.Κ., Γεωρ. Ζαρναβέλλης

Τελωνειακά
(`Αρθρα 89, 97, 100 του Ν. 1165/1918 (Τελωνειακός Κώδικας)

Συνιστά λαθρεμπορία η κατοχή αυτοκινήτου διαφόρου από εκείνο το οποίο έχει νομίμως εισαχθεί: Η κατοχή αυτοκινήτου διαφόρου, έχοντος, δηλαδή, διαφορετικά χαρακτηριστικά (αριθμό πλαισίου, κινητήρα κλπ), εκείνου το οποίο έχει νομίμως εισαχθεί και του οποίου φέρει τον αριθμό κυκλοφορίας, συνιστά περίπτωση λαθρεμπορίας, μη απαιτουμένης της ειδικότερης απόδειξης του τόπου, του χρόνου και τρόπου εισαγωγής του κατεχομένου αυτοκινήτου, του οποίου πάντως, είναι αποδεδειγμένη η εισαγωγή, στον κάτοχο δε του εν λόγω αυτοκινήτου εναπόκειται να αποδείξει είτε ότι τελεί σε καλή πίστη είτε ότι εισήχθη το κατεχόμενο αυτοκίνητο νομίμως.

Δεκτή αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου

[...] 3. Επειδή, στην παραγρ. 2 του άρθρου 89 τoυ Τελωνειακού Κώδικος (Ν. 1165/1918, ΦΕΚ Α 73), προστεθείσα με το άρθρο 3 του Α.Ν. 1514/1950, κυρωθέντος με το Ν. 1591/1950, ορίζεται ότι "Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται, επίσης, η καθ΄ οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας". Κατά τη διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 97 του αυτού ως άνω Κώδικος, όπως αυτή, προστεθείσα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 1514/1950, ίσχυε μετά την διά του άρθρου 23 του Ν. 495/1976 (ΦΕΚ Α 337) τροποποίησή της, "κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους...". Περαιτέρω, το άρθρο 100 του αυτού Κώδικος, στη μεν παρ. 1 αυτού, όπως ετροποποιήθη με το άρθρο 1 του Α.Ν. 2081/1939, ορίζει ότι "λαθρεμπορία είναι (α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ΄ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ΄ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον", στη δε επομένη παραγρ. 2, περίπτωση Θ, προστεθείσα με το άρθρο 8 του Ν. 2096/1952, ορίζει ότι "ως λαθρεμπορία θεωρείται: Α) ... Θ) Η αγορά, πώλησις και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας". Εξάλλου, στο Ν. 614/1977 "Περί κυρώσεως του Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας" (ΦΕΚ Α 167) εν προκειμένω εφαρμοστέου ορίζεται με το άρθρο 85 ότι "Επί του πλαισίου ή του αμαξώματος των αυτοκινήτων οχημάτων και των υπ΄ αυτών ρυμουλκουμένων επιβάλλεται να σημειώνονται το όνομα του κατασκευαστού, τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τον τύπον του οχήματος και ο αύξων αριθμός κατασκευής τούτου, επί δε του κινητήρος τα στοιχεία τα χαρακτηρίζοντα τον τύπον αυτού και ο αριθμός της σειράς κατασκευής αυτού" (παρ. 1) και ότι "ο κάτοχος οχήματος των κατηγοριών του παρόντος άρθρου, ο οποίος παραποιεί και εξαφανίζει τα εις την παρ. 1 αναφερόμενα στοιχεία αναγνωρίσεως ως και ο ενεργών την τοιαύτην παραποίησιν ή αλλοίωσιν, τιμωρείται δια ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον ενός μηνός και δι΄ οριστικής αφαιρέσεως της αδείας κυκλοφορίας του οχήματος, τοιαύτης επιβαλλομένης υποχρεωτικώς υπό του δικαστηρίου" (παρ. 5). Στο άρθρο 88 του ίδιου Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας, ορίζονται τα εξής: "1. Ουδέν μηχανοκίνητον όχημα ... επιτρέπεται να κυκλοφορή εις οιονδήποτε χώρον εις την Ελλάδα εάν δεν έχει εκδοθή δι΄ αυτό άδεια κυκλοφορίας. 2. ... 3. Τα εις την άδεια κυκλοφορίας στοιχεία των αυτοκινήτων οχημάτων ... ο καθορισμός των κυρίων χαρακτηριστικών αυτών ... ρυθμίζονται με απόφασιν του Υπουργού Συγκοινωνιών", στο δε άρθρο 89 του Κώδικος αυτού προβλέπεται επίσης ότι "κατά την αλλαγήν κατόχου οδικού οχήματος ως και κατά την μεταβολήν των εις την άδειαν κυκλοφορίας αναγραφομένων κυρίων χαρακτηριστικών στοιχείων, όταν τούτο επιτρέπεται, απαιτείται έκδοση νέας αδείας, μετά την εξακρίβωσιν των νέων στοιχείων". Τέλος, με την απόφαση υπ΄ αρ. Στ. 1832/9.2.1978 του Υπουργού Συγκοινωνιών "περί στοιχείων αδειών κυκλοφορίας αυτοκινήτων οχημάτων, καθορισμού κυρίων χαρακτηριστικών αυτών κ.λπ.". (ΦΕΚ Β΄ 103/9.2.1978), εκδοθείσα δυνάμει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 3 του ως άνω Κώδικος Οδικής Κυκλοφορίας, καθορίστηκαν στο Κεφ. Β παρ. αυτής, τα κύρια χαρακτηριστικά των επιβατηγών αυτοκινήτων, αποτελούμενα από τα κάτωθι στοιχεία α) το είδος του οχήματος, β) το εργοστάσιο κατασκευής αυτού, γ) ο εργοστασιακός τύπος του οχήματος, δ) ο αριθμός σειράς του πλαισίου, ε) ο τύπος και ο αριθμός σειράς του κινητήρος, στ) ... θ) οι εξωτερικές διαστάσεις του οχήματος, ι) το βασικό χρώμα αυτού, στη δε παράγραφο 5 του αυτού κεφαλαίου της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, ορίσθηκε ότι, αλλαγή των κυρίων χαρακτηριστικών των οχημάτων δεν επιτρέπεται, εξαιρέσει των καθοριζομένων με (υπουργικές) αποφάσεις που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή του Ν.Δ. 570/1970 και ότι, αν τα κύρια χαρακτηριστικά που μεταβλήθησαν είναι εκ των αναγραφομένων στην άδεια κυκλοφορίας, απαιτείται η έκδοση νέας άδειας.

4. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα που προεξετέθησαν, ερμηνευομένην ενόψει και των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και των κανονιστικών διατάξεων οι οποίες προσδιορίζουν τα ατομικά χαρακτηριστικά, την ταυτότητα δηλαδή κάθε αυτοκινήτου, προβλέποντας ειδικώς περί αριθμού πλαισίου και κινητήρος ως και περί της αδείας κυκλοφορίας και των αναγραφομένων σ΄ αυτήν στοιχείων των αυτοκινήτων, η κατοχή αυτοκινήτου διαφόρου, έχοντος δηλαδή διάφορα ατομικά χαρακτηριστικά, εκείνου το οποίο έχει νομίμως εισαχθή και του οποίου φέρει τον αριθμό κυκλοφορίας, συνιστά περίπτωση λαθρεμπορίας, μη απαιτουμένης της ειδικωτέρας αποδείξεως του τόπου, του χρόνου και του τρόπου εισαγωγής του κατεχόμενου αυτοκινήτου, του οποίου πάντως, είναι αποδεδειγμένη η εισαγωγή, στον κάτοχο δε του εν λόγω αυτοκινήτου εναπόκειται να αποδείξει είτε ότι τελεί σε καλή πίστη είτε ότι εισήχθη το κατεχόμενο αυτοκίνητο νομίμως (ΣτΕ 680/2000, 2820/2000, 1475/2001, 361/2001).

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση "από έλεγχο που διενεργήθηκε από τα αρμόδια όργανα της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών (ΕΥΤΕ) στις 20.9.1990 και ώρα 10.00 στο ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο, μάρκας Μερσεντές, τύπου 123 Δ, χρώματος μπλε, με αριθμό κυκλοφορίας Υ... 8...., του εφεσίβλητου (και ήδη αναιρεσιβλήτου), που βρίσκονταν στο περίβολο του επί της οδού Λ. Καραμανλή, αριθ. ..., στην Πάρνηθα, καταστήματός του (φούρνου), διαπιστώθηκε, ότι αυτό έφερε συγκολλήσεις στο ........ αριθμό πλαισίου του. Κατόπιν αυτό με την από 20.9.1990 έκθεση ελέγχου και προσωρινής δέσμευσης, δεσμεύθηκε το εν λόγω αυτοκίνητο ως αντικείμενο λαθρεμπορίας και διορίσθηκε ο εφεσίβλητος θεματοφύλακας και μεσεγγυούχος, με τη σχετική υποχρέωση να προσκομίσει τούτο στις 24.9.1990 ημέρα Δευτέρα στην πιο πάνω υπηρεσία, προκειμένου να ελεγχθεί από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, ενώ πuρακρατήθηκε η άδεια κυκλοφορίας του. Με τα δεδομένα αυτά, ο Διευθυντής της παραπάνω υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη: 1) την από 20.9.1990 αναφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της ΕΥΤΕ, στην οποία αναφέρουν ότι από τον μακροσκοπικό έλεγχο του επίδικου αυτοκινήτου του εφεσίβλητου προέκυψε να φέρει συγκολήσεις στον αριθμό πλαισίου, γι΄ αυτό και προέβησαν στη δέσμευσή του, προκειμένου να υποβληθεί τούτο στο τεχνικό έλεγχο από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Συγκοινωνιών. 2) Την από 26.3.1991 πορισματική αναφορά των υπαλλήλων της αυτής υπηρεσίας, με την οποία προτείνεται η εφαρμογή επί του εφεσίβλητου των προδιαληφθεισών διατάξεων, γιατί κατά το συμπέρασμά τους, το εν λόγω αυτοκίνητο, που τέθηκε το πρώτον στην κυκλοφορία από αυτόν ως Ε.Δ.Χ. (ταξί) με αριθμούς κυκλοφορίας Α... 5... και Κ... 59...., αφού αποχαρακτηρίσθηκε από Ε.Δ.Χ. σε Ε.Ι.Χ. και αφού μετά από σχετικό έλεγχο της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών Ανατολικής Αττικής (σχετικό το από 29.6.1990 πρακτικό επιθεωρήσεως οχήματος) έλαβε τον προαναφερόμενο αριθμό κυκλοφορίας, αντικαταστάθηκε από τον εφεσίβλητο στο εξωτερικό (Δυτ. Γερμανία) με άλλο λαθραίο, χρώματος μπλε, επί του οποίου εντοιχίσθηκε ο μνημονευθείς αριθμός πλαισίου και επανέφερε τούτο στην Ελλάδα τον Ιούλιο του έτους 1990, χωρίς να καταβληθούν στο Δημόσιο οι αναλογούντες δασμοί και λοιποί φόροι. Μετά την παραπάνω διαπίστωση από τον προεκτεθέντα έλεγχο ο εφεσίβλητος αφού εκμεταλλεύθηκε την προσωρινή δέσμευση του πιο άνω αυτοκινήτου, για να εξαφανίσει τα πειστήρια της διαπραχθείσας λαθρεμπορίας προέβη σε δήλωση εικονικής κλοπής την 23.24/9.1990, 3) Την από 26.3.1991 έκθεση διαφυγόντων την κατάσχεση ειδών και συγκεκριμένα του υπόψη αυτοκινήτου, καθόσον ο εφεσίβλητος δεν προσκόμισε τούτο στην παραπάνω υπηρεσία παρά την αναληφθείσα υποχρέωσή του, 4) Την από 7.6.1991 έκθεση χρεώσεως δασμών κ.λπ. φόρων των αρμοδίων υπαλλήλων της ίδιας υπηρεσίας, κατά την οποία οι δασμοί κ.λπ. επιβαρύνσεις που αναλογούν στο υπόψη αυτοκίνητο ανέρχονταν στο ποσό των 8.161.620 δραχμών, 5) Την από 6.10.1990 μαρτυρική κατάθεση του εφεσίβλητου, κατά την οποία το επίδικο αυτοκίνητο το είχε εισαγάγει το έτος 1981 και κυκλοφόρησε ως ταξί έως το 1986, οπότε και αποχαρακτηρίστηκε, για να κυκλοφορεί ως Ι.Χ.Ε., αφού προηγουμένως το επισκεύασε τοποθετώντας σ΄ αυτό διάφορα ανταλλακτικά του άλλαξε το χρώμα από γκρι σε μπλε και έλαβε τις παραπάνω πινακίδες κυκλοφορίας του, μετά από σχετική επιθεώρηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Μετά δε από τον με ημερομηνία 20.9.1990 έλεγχο των υπαλλήλων της Ε.Υ.Τ.Ε. επί του αυτοκινήτου του, που βρίσκονταν στο αρτοποιείο του αδελφού του στο Μενίδι, και με την προσωρινή δέσμευσή του, με την υποχρέωση να προσκομίσει τούτο στην υπηρεσία αυτή στις 24.9.1990, και αφού έδωσε προς τούτο εντολή στον αδελφό του Δ.Γ., ανεχώρησε αεροπορικώς στις 23.9.1990, Κυριακή απόγευμα, προς Δυτική Γερμανία (Μόναχο), προκειμένου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, που είχαν από καιρό προγραμματιστεί. Όμως, μετά την αναχώρησή του το εν λόγω αυτοκίνητο εκλάπη και για το λόγο αυτό δεν παραδόθηκε προς έλεγχο στην υπηρεσία, ενώ στις 24.9.1990 η σύζυγός του κατήγγειλε την κλοπή αυτή στο Αστυνομικό Τμήμα Κηφισιάς, αυτός δε με το υπόψη αυτοκίνητο δεν ταξίδεψε στο εξωτερικό, 6) Την 10194/1485/Γ4/ 12.6.1991 μηνυτήρια αναφορά της υπηρεσίας προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, 7) Το 2204/ 28.1.1991 έγγραφο της ΕΛΠΑ προς την ΕΥΠ, κατά το οποίο έχει εκδοθεί απ΄ αυτή το 496042 πολύπτυχο για το πιο πάνω αυτοκίνητο, του οποίου η ισχύς λήγει τον Ιούλιο του 1991, 8) Την Υ... - 8... άδεια κυκλοφορίας του επίδικου αυτοκινήτου επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου, που εκδόθηκε την 4.7.1990, 9) Το από 29.6.1990 πρακτικό επιθεωρήσεως οχήματος της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών Ανατολικής Αττικής, κατά το οποίο επ΄ αυτού δεν διαπιστώθηκαν σημεία εντοιχισμού, 10) Την 11204/Δ/25.6.1991 κλήση για απολογία στον εφεσίβλητο, καθώς και το από 3.7.1991 αποδεικτικό επιδόσεως, 11) Το από 6.7.1991 απολογητικό υπόμνημα του εφεσίβλητου, με το οποίο αρνείτο την κατηγορία περί διαπράξεως λαθρεμπορίας, που του αποδόθηκε, ενώ παραπέμπει στην προεκτεθείσα μαρτυρική κατάθεσή του, το περιεχόμενο της οποίας και επιβεβαίωνε, χαρακτήρισε (ο πιο πάνω Προϊστάμενος) με την προαναφερόμενη απόφασή του, την πράξη ως λαθρεμπορία, με την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 89 του Ν. 1165/1918 και υπαίτιο αυτής τον αναιρεσίβλητο προσδιόρισε δε τους βαρύνοντες το αυτοκίνητο δασμούς και λοιπούς φόρους στο ποσό των 8.161.620 δραχμών και επέβαλε σ΄ αυτόν πολλαπλούν τέλος εκ δραχμών 35.000.000". Το Διοικητικό Πρωτοδικείο αφού έλαβε υπ΄ όψιν του "α) ότι όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη πορισματική αναφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της ΕΥΤΕ, συμπερασματικά αυτοί αποφάνθηκαν ότι ο αναιρεσίβλητος προέβη στην αντικατάσταση του αυτοκινήτου στην αλλοδαπή και συγκεκριμένα στη Δυτ. Γερμανία με άλλο, στο οποίο εντοιχίσθηκε ο αριθμός πλαισίου από το ως άνω αυτοκίνητό του και επανήλθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του έτους 1990, β) ότι λόγω της σημειωθείσας και δηλωθείσας αρμοδίως κλοπής του εν λόγω αυτοκινήτου, αυτό δεν υπέστη το σχετικό έλεγχο από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, για να διαπιστωθεί, χωρίς να καταλείπονται περί τούτου αμφιβολίες, ότι πρόκειται περί εντοιχισμού του αριθμού πλαισίου σε άλλο αυτοκίνητο, διάφορο από αυτό που κατείχε νόμιμα ο αναιρεσίβλητος και φέρεται στην πιο πάνω άδεια κυκλοφορίας, του ίδιου εργοστασίου και του αυτού τύπου και ιπποδυνάμεως, γ) ότι ο αναιρεσίβλητος προέβη δια της συζύγου του εγκαίρως στη δήλωση της παραπάνω κλοπής του αυτοκινήτου του προς το οικείο Αστυνομικό Τμήμα Κηφισιάς, δ) ότι από το γεγονός ότι εκδόθηκε επ΄ ονόματί του από την ΕΛΠΑ το μνημονευθέν 496042 πολύπτυχο για το εν λόγω αυτοκίνητο, δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη, ότι αυτός ταξίδεψε στη Γερμανία και ότι τούτο άλλωστε βεβαιώθηκε και από τις παραπάνω αρνητικές απαντήσεις των Τελωνείων των Ευζώνων και Πατρών, με τα σχετικά ΤΕLΕΧ", έκρινε, συνεκτιμώντας ελευθέρως και την 12026/1993 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία ο αναιρεσίβλητος κηρύχθηκε αθώος της αποδοθείσας στον ίδιο και για τον αυτό λόγο αξιόποινης πράξης της λαθραίας εισαγωγής από το εξωτερικό του εν λόγω αυτοκινήτου, "ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς η αποδιδόμενη σ΄ αυτόν τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας". Το Διοικητικό Εφετείο αφού έλαβε υπ΄ όψιν του όσα και το Διοικητικό Πρωτοδικείο θεώρησε ότι "το μοναδικό στοιχείο στο οποίο στήριξε την κρίση της η Τελωνειακή Αρχή για την αποδιδόμενη στον εφεσίβλητο (και ήδη αναιρεσίβλητο) ως άνω τελωνειακή παράβαση, αποτελεί ο μακροσκοπικός έλεγχος του εν λόγω αυτοκινήτου, την 20.9.1990, ο οποίος όμως και ουδέποτε επαληθεύθηκε από τα πλέον αρμόδια όργανα του Υπουργείου Συγκοινωνιών, με τρόπο δηλαδή που να μη καταλείπει αμφιβολίες λόγω της δηλωθείσας κλοπής αυτού. Το γεγονός ότι εκ των υστέρων διαπιστώθηκε κατόπιν σχετικού τεχνικού ελέγχου, ότι δύο άλλα αυτοκίνητα, άλλου ιδιοκτήτη, που δεσμεύθηκαν την ίδια μέρα (20.9.1990) και στον ίδιο χώρο με το όχημα του εφεσίβλητου, έφεραν συγκολλήσεις στον αριθμό πλαισίου τους, δεν αποτελεί και αδιαμφισβήτητο στοιχείο, ότι τελικώς και στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου συνέβαινε το ίδιο, όταν μάλιστα ο μοναδικός έλεγχος που έγινε ήταν όπως προαναφέρθηκε μακροσκοπικός. `Αλλωστε από τα επικαλούμενα από την Τελωνειακή Αρχή στοιχεία δεν προκύπτει ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε η παράβαση αλλά ούτε και τρόπος που έγινε. Με την καταλογιστική πράξη συμπερασματικά ο χρόνος ορίζεται ως ο Ιούλιος του έτους 1990 για το λόγο ότι ο τελευταίος τεχνικός έλεγχος είχε γίνει στις 29.6.90 ο μακροσκοπικός στις 20.9.1990, το δε πολύπτυχο της ΕΛΠΑ για το εν λόγω αυτοκίνητο είχε εκδοθεί τον Ιούλιο του 1990 και ίσχυε έως 12.7.1991 . Η έκδοση όμως του ως άνω πολύπτυχου, ετήσιας διάρκειας, δεν αποδεικνύει και την έξοδο του συγκεκριμένου αυτοκινήτου στο εξωτερικό, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει να διήλθε από τα συνοριακά Τελωνεία Ευζώνων και Πατρών στα οποία και έκανε έρευνα η ΕΥΤΕ. Ούτε όμως και η αντικατάσταση του αυτοκινήτου αυτού στην αλλοδαπή και συγκεκριμένα στη Δυτική Γερμανία προκύπτει, με άλλο αυτοκίνητο του ίδιου εργοστασίου και του αυτού τύπου και ιπποδυνάμεως στο οποίο να εντοιχίσθηκε ο αριθμός πλαισίου του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου ... Και ναι μεν το αυτοκίνητο δηλώθηκε ότι εκλάπη την παραμονή της ημερομηνίας που είχε ορισθεί για τεχνικό έλεγχο με αποτέλεσμα, αυτός να ματαιωθεί, από τη σχετική έρευνα όμως των Αστυνομικών Αρχών δεν προκύπτει να συνδέεται το γεγονός της εξαφάνισης του αυτοκινήτου με τον εφεσίβλητο". Εν όψει αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι "δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω, από τη φέρουσα το βάρος της αποδείξεως Τελωνειακή Αρχή ότι ο εφεσίβλητος εισήγαγε λαθραία από το εξωτερικό αυτοκίνητο χωρίς την άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής και χωρίς την καταβολή δασμών κ.λπ. φόρων στο οποίο και εντοίχισε τον αριθμό πλαισίου του αυτοκινήτου που νόμιμα αυτός κατείχε.

6. Επειδή, η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη για τους εξής λόγους: αφενός μεν, δεν ήταν αναγκαίο κατά νόμο να επακολουθήσει του "μακροσκοπικού ελέγχου" (προδήλως δια γυμνού οφθαλμού) των αρμόδιων οργάνων της ΕΥΤΕ που έγινε στις 20.9.1990 και περαιτέρω έλεγχος από όργανα του Υπουργείου Συγκοινωνιών για να επιβεβαιώσουν όσα βεβαιώνονται στην έκθεση (πορισματική αναφορά) των οργάνων αυτών (της ΕΥΤΕ) και ειδικότερα όσα σχετίζονται με τον "εντοιχισμό" του αριθμού πλαισίου (που σχετίζεται με την παραποίηση κυρίου χαρακτηριστικού του αυτοκινήτου και αποδεικνύει, κατά την άποψη της τελωνειακής αρχής το αποδοθέν στον αναιρεσίβλητο αδίκημα της λαθρεμπορίας) όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση αφετέρου δε, ώφειλε το διοικητικό εφετείο να συνεκτιμήσει τα πιο πάνω βεβαιούμενα και τα υπόλοιπα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του (όπως χρονολογία μακροσκοπικού ελέγχου, χρόνος και συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται ότι έλαβε χώρα η καταγγελθείσα κλοπή του ένδικου αυτοκινήτου, έκδοση πολυπτύχου (υπ΄ αριθ. 496042 της ΕΛΠΑ) όχι μόνο μεμονωμένα στο καθένα απ΄ αυτά, αλλά και συνδυασμένα στο σύνολό τους λαμβανόμενα, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για τους ανωτέρω λόγους, που βασίμως προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση, η δε υπόθεση που χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.