ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ | Δράμα, 7 Ιανουαρίου 2013 |
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ |
Αρ.Πρωτ.: 1245 |
ΣΩΜΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΦ/ΚΗ |
|
Δ/ΝΣΗ ΕΠΙΘ/ΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΑΝΑΤΟΛ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ |
|
ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΘ/ΣΗΣ ΕΡΓ/ΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΔΡΑΜΑΣ |
|
ΘΕΜΑ:
Όροι αμοιβής εργαζομένων ως προσωπικό ασφαλείας σε Ιδιωτικές Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας.
ΣΧΕΤ.: Το με ημερομηνία 11/12/2012 ερώτημά σας που μας απεστάλη μέσω Ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
Αναφορικά με τα ερωτήματα που διαλαμβάνετε στο σχετικό με το θέμα έγγραφό σας, σάς κάνουμε γνωστά τ΄ ακόλουθα:
1. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 , οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας δεσμεύουν μόνο τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των Οργανώσεων των εργοδοτών και εργαζομένων, οι οποίες συνεβλήθησαν κατά την κατάρτιση της Σ.Σ.Ε. Αν μόνο το ένα μέρος είναι μέλος, τότε δεν παράγεται δέσμευση από τη Σ.Σ.Ε, εκτός και εάν κηρυχθεί υποχρεωτική, υπό τους όρους του άρθρου 11 του Ν. 1876/1990 .
Εξάλλου, στο άρθρο 37 παρ. 6 του Ν. 4024/2011 , ορίζεται ότι, όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, αναστέλλεται η ισχύς των παρ. 2 και 3 του άρθρου 11 του Ν. 1876/1990 , ήτοι δεν επιτρέπεται η κήρυξη των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών Σ.Σ.Ε ως γενικώς υποχρεωτικών με απόφαση του Υπουργού Εργασίας.
Για το προσωπικό ασφαλείας σε επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας υφίσταται η ομοιεπαγγελματική Σ.Σ.Ε (1.9.2011- Π.Κ 33/7.9.2011 ), η οποία λήγει την 1.1.2014 και δεν έχει κηρυχθεί υποχρεωτική. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί στην περίπτωσή σας εάν παράγεται δέσμευση απ΄ αυτήν που να καθιστά υποχρεωτική την εφαρμογή των κανονιστικών της όρων, δηλαδή τόσο η εργοδοτική πλευρά, όσο και οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι μέλη των συμβληθεισών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή τα δύο μέρη να συμφώνησαν με ατομική συμφωνία, ρητώς και σαφώς, ότι η εργασιακή σχέση θα διέπεται από τη συγκεκριμένη Σ.Σ.Ε ή ευρύτερα από την εκάστοτε ισχύουσα όμοια Σ.Σ.Ε.
Εφόσον δεν προκύπτει δέσμευση κατά τ΄ ανωτέρω, ο καθορισμός των αποδοχών συνιστά αντικείμενο ατομικής συμφωνίας μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, το ύψος των οποίων δεν μπορεί να συμφωνηθεί κατώτερο από το προβλεπόμενο στην ισχύουσα Ε.Γ.Σ.Σ.Ε (μετά την Π.Υ.Σ. 6/28-2-2012 και την εγκύκλιο 4601/304/12-3-2012 Υπ. Εργασίας ανέρχεται σε 586,08€ για τον άγαμο υπάλληλο, χωρίς τριετία, σε 644,69€ για τον έγγαμο, σε 26,18€ για τον άγαμο εργατοτεχνίτη χωρίς προϋπηρεσία και σε 28,80€ για τον έγγαμο), εφόσον ο εργοδότης είναι μέλος των συμβαλλόμενων σ΄ αυτήν οργανώσεων (ΣΕΒ, Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε, Ε.Σ.Ε.Ε), ή το νόμιμο νομοθετημένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, όπως ορίζεται στις περιπτώσεις 1 και 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.11 του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012, για την περίπτωση που δεν είναι μέλος των εν λόγω εργοδοτικών οργανώσεων (586,08,€ για τους υπαλλήλους και 26,18 ευρώ, για τους εργατοτεχνίτες).
2.α Σύμφωνα με την από 26 Φεβρουαρίου 1975 ΕΓΣΣΕ και στην περίπτωση καθιερώσεως του πενθημέρου οφείλονται έξι ημερομίσθια. Στις Συλλογικές Συμβάσεις και τις Διαιτητικές Αποφάσεις (με εξαίρεση εκείνη των οικοδόμων) αναφέρονται ημερομίσθια τα οποία αντιστοιχούν στο 1/6 (και όχι στο 1/5) της εβδομαδιαίας αμοιβής. Δεδομένου ότι το γενικώς ισχύον ωράριο είναι 40 ώρες εβδομαδιαίως, τα αναφερόμενα στις ΣΣΕ - ΔΑ ημερομίσθια αντιστοιχούν στις 6,66 ώρες. Επίσης οι αναφερόμενοι στις ΣΣΕ - ΔΑ μηνιαίοι μισθοί αντιστοιχούν στις 25 εργάσιμες ημέρες, τόσο επί 6ημέρου συστήματος εργασίας, όσο και επί πενθημέρου. Για την αναγωγή του μισθού σε ημερομίσθιο διαιρείται ο μισθός διά 25. Το 1/25 του μηνιαίου μισθού αντιστοιχεί επίσης στις 6,66 ώρες.
2.β Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν. 3846/2010 , οι αποδοχές των εργαζομένων με μερική απασχόληση υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης.
Η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή τόσο στη μερική απασχόληση υπό τη στενή έννοια του όρου, ήτοι το σύστημα κατά το οποίο μειώνεται το ημερήσιο ωράριο, ο δε μισθωτός απασχολείται καθ΄ όλες ή κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα (ή το 15μερο, το μήνα) με το μειωμένο αυτό ωράριο (πλήρης ως προς τις ημέρες ή διαλείπουσα απασχόληση), όσο και στην εκ περιτροπής απασχόληση, κατά την οποία μειώνεται ο αριθμός των ημερών απασχολήσεως διατηρούμενου όμως του πλήρους ωραρίου καθ΄ ημέρα (διαλείπουσα απασχόληση).
«Συγκρίσιμος εργαζόμενος» είναι κατά τον ίδιο νόμο εκείνος που απασχολείται με πλήρη απασχόληση, στην ίδια επιχείρηση και εκτελεί τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Συγκρίσιμος εργαζόμενος είναι εξάλλου και ο ίδιος ο εργαζόμενος προ της τυχούσας μειώσεως των αποδοχών του.
Κατ΄ επιταγή της ανωτέρω διατάξεως ο υπολογισμός των αποδοχών πρέπει να γίνεται βάσει μισθού, αν ο συγκρίσιμος εργαζόμενος αμείβεται με μισθό και βάσει ημερομισθίου, αν ο συγκρίσιμος εργαζόμενος αμείβεται με ημερομίσθιο.
Ο υπολογισμός του μισθού γίνεται βάσει του ωρομισθίου (μισθός Χ 0,006 -πολλαπλασιασμό του 1/25 του μηνιαίου μισθού επί x 6 / 40 - ή ημερομίσθιο Χ 0,15 - ημερομίσθιο x 6 /40- κατά περίπτωση), αναγόμενου σε εβδομαδιαίες αποδοχές και στη συνέχεια σε μηνιαίες, διά του πολλαπλασιασμού με 4,1666. Ο συντελεστής 4,1666 εξάγεται αν διαιρέσουμε τις 25 εργάσιμες ημέρες του μηνός διά των 6 ημερών απασχολήσεως εβδομαδιαίως.
Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε και με τον απ΄ ευθείας υπολογισμό του μηνιαίου μισθού των πλήρως απασχολούμενων (40 ώρες εβδομαδιαίως) επί τόσα τεσσαρακοστά, όσες είναι οι ώρες της εβδομαδιαίας απασχολήσεως.
Σε περίπτωση μισθωτού αμειβόμενου με ημερομίσθιο, οι μηνιαίες αποδοχές του αντιστοιχούν στο γινόμενο του ημερομισθίου επί του αριθμού των εργασίμων ημερών του εκάστοτε μήνα.
H Αναπληρώτρια Προϊσταμένη
Χαριτίνη Καραγιώργη