`Αρειος Πάγος
Αριθ.απόφασης: 15/2008
Δικαστής: Αναστάσιος- Φιλητάς Περίδης, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Μάριος - Φώτιος Χατζηπανταζής,
Ειρ. Αθανασίου, Αλέξ. Νικάκης και Βαρ. Κριτσωτάκη
Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, τρόπος λύσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου και όταν η διάρκειά της δεν ορίσθηκε ρητά, πλην όμως από το είδος και το σκοπό της συνάγεται ότι αφορά την εκτέλεση ορισμένου μόνο έργου. Στην περίπτωση αυτή η εργασιακή σύμβαση διαρκεί μέχρι της αποπερατώσεως του έργου, η επέλευση της οποίας συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως, χωρίς οποιαδήποτε σχετική δήλωση βουλήσεως του άλλου από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή χωρίς καταγγελία και καταβολή της αποζημιώσεως, που απαιτούνται για τη λύση της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας. Περίπτωση εργασιών ανακαίνισης ελαιοχρωματιστή.
[...] Επειδή, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ΄ αριθ. ....... έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου στο Πρωτοδικείο Ρόδου δικαστικού επιμελητή ....... προκύπτει ότι με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη κυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως μαζί με την οικεία πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση αυτής κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Επομένως, εφόσον η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε κατ΄ αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, πρέπει, κατά το άρθρο 576, παρ. 2, ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία αυτής.
Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559, αριθ. 11, Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβιάζει την υποχρέωσή του να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη νόμιμα προταθέντος ισχυρισμού, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559, αριθ. 11, Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το αποδεικτικό μέσο της ομολογίας της αναιρεσίβλητης περί του ότι η συναφθείσα στις 02/08/1999 μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ήταν αορίστου χρόνου, η οποία περιεχόταν στις έγγραφες προτάσεις της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και στο δικόγραφο της από 20/02/2003 εφέσεώς της κατά της πρωτόδικης αποφάσεως και την οποία είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ενώπιον αυτού τα οικεία διαδικαστικά έγγραφα ο αναιρεσείων. Όμως από την επισκόπηση των εγγράφων αυτών (άρθρ. 561, παρ. 2, Κ.Πολ.Δ.) συνάγεται ότι η αναιρεσίβλητη δεν ομολόγησε το επικαλούμενο ως άνω πραγματικό γεγονός (άρθρο 352, παρ. 1, Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559, αριθ. 11, Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Εφετείο με το να μη λάβει υπόψη του έγγραφα και μάλιστα α) τη φωτογραφία-διαφημιστικό της αναιρεσίβλητης, στην οποία περιέχεται η φωτογραφία του αναιρεσείοντος με το όνομά του μεταξύ των μελών του τριμελούς συνεργείου συντηρήσεως του αναφερόμενου ξενοδοχείου αυτής και β) τις υπ΄ αριθ. ......, ......., ......., ........, ......., ........., ........, ........, .......... εντολές της αναιρεσίβλητης, στις οποίες αναφέρονται η αιτία εκδόσεως και οι ανατεθείσες στον αναιρεσείοντα εργασίες για τη συντήρηση του εν λόγω ξενοδοχείου αυτής, καθώς και την κατάθεση του μάρτυρα της αναιρεσίβλητης ..........., που είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ο αναιρεσείων. Από την περιεχόμενη όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα της αναιρεσίβλητης, που εξετάσθηκε ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ο αναιρεσείων δεν πρότεινε προς εξέταση μάρτυρες), τις διασαφήσεις, που έδωσε ο τελευταίος ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, όλα ανεξαιρέτως τα εκατέρωθεν επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, που περιέχονται στις προτάσεις τους, σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες της αποφάσεως - στις οποίες γίνεται σαφής μνεία της συνδέουσας τους διαδίκους σχέσεως, που ήταν εκείνη της εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και αφορούσε την εργασία του αναιρεσείοντος ως ελαιοχρωματιστή - τεχνίτη οικοδομών στα πλαίσια της εκτελέσεως του έργου της ανακαινίσεως, επισκευής και εκσυγχρονισμού του ως άνω ξενοδοχείου της αναιρεσίβλητης, το οποίο έργο αποπερατώθηκε στις 20/11/2000, οπότε και έληξε αυτοδικαίως η διάρκεια της ισχύος της εν λόγω συμβάσεως - συνάγεται αναμφίβολα ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη και τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και, συγκεκριμένα, τα αναφερόμενα ως άνω έγγραφα και την κατάθεση του μάρτυρα της αναιρεσίβλητης, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου και όταν η διάρκειά της δεν ορίσθηκε ρητά, πλην όμως από το είδος και το σκοπό της συνάγεται ότι αφορά την εκτέλεση ορισμένου μόνο έργου. Στην περίπτωση αυτή η εργασιακή σύμβαση διαρκεί μέχρι της αποπερατώσεως του έργου, η επέλευση της οποίας συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως, χωρίς οποιαδήποτε σχετική δήλωση βουλήσεως του άλλου από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή χωρίς καταγγελία και καταβολή της αποζημιώσεως, που απαιτούνται για τη λύση της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας. Το δικαστήριο χαρακτηρίζει αυτεπαγγέλτως την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της, που έγινε δεκτό ανέλεγκτα και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης συμβάσεως, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός, τον οποίο έδωσαν σ΄ αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του χαρακτήρα της συμβάσεως, την οποία κατάρτισαν οι ενδιαφερόμενοι, ως αναγόμενη στην υπαγωγή του περιεχομένου της συμβάσεως, που έγινε ως άνω δεκτό, στον ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ο οποίος ορίζει την έννοια και το περιεχόμενο επώνυμης συμβάσεως, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη υπαγωγής της καταρτισθείσας συμβάσεως στην έννοια μιας ρυθμισμένης συμβάσεως πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια και πληρότητα το αποδειχθέν περιεχόμενο της εν λόγω συμβάσεως, με βάση το οποίο υπάγεται αυτή στην έννοια μιας επώνυμης συμβάσεως ή αποκλείεται η υπαγωγή της στην έννοια της συμβάσεως, στη οποία την υπάγουν οι συμβληθέντες διάδικοι. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανέλεγκτα τα εξής: Ο αναιρεσείων στις 02/08/1999 προσλήφθηκε από την αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως ελαιοχρωματιστής - τεχνίτης οικοδομών, στα πλαίσια της εκτελέσεως του έργου ανακαινίσεως, επισκευής και εκσυγχρονισμού γενικά, που διενήργησε η τελευταία στη ξενοδοχειακή της μονάδα με το διακριτικό τίτλο "........", την οποία διατηρεί στο ........ του Δήμου........., αντί συμφωνηθέντος ημερομισθίου 11.000 δρχ. Ο αναιρεσείων προσέφερε έκτοτε σ΄ αυτή τις υπηρεσίες του, εργαζόμενος κάθε εβδομάδα από τη Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή από την ώρα 07.00 έως τη 14.30 και το Σάββατο από την ώρα 07.30 έως τη 13.30, μέχρι τις 20/11/2000, οπότε ολοκληρώθηκε η εκτέλεση του ως άνω έργου και με την αποπεράτωση αυτού έληξε αυτοδικαίως η προαναφερόμενη σύμβαση. Η αναιρεσίβλητη ασφάλισε το συνεργείο, που απασχόλησε κατά τις εργασίες της ανακαινίσεως, επισκευής και εκσυγχρονισμού γενικά του εν λόγω ξενοδοχείου της και στο οποίο ανήκε και ο αναιρεσείων, στο ΙΚΑ στην ειδική κατηγορία των οικοδομικών έργων και προς τούτο άνοιξε ειδική μερίδα "Μητρώο Ασφάλισης Οικοδομικών και Τεχνικών Εργων", που τήρησε ειδικά συνεπεία της εκτελέσεως του ανωτέρω έργου. Αντίθετα, αν ο αναιρεσείων είχε προσληφθεί από την αντίδικό του ως συντηρητής - οικοδόμος, μέλος του μονίμου συνεργείου συντηρήσεως του ως άνω ξενοδοχείου της, τότε θα είχε ασφαλισθεί αυτός με επικουρική ασφάλιση στο ΤΑΞΥ, όπως ακριβώς είχε συμβεί με το μόνιμο προσωπικό του συνεργείου αυτού. Ακολούθως, δέχθηκε το Εφετείο ότι η αναιρεσίβλητη στις 08/11/2000 πρότεινε στον αναιρεσείοντα, αν επιθυμούσε, να προβούν μετά την αποπεράτωση του ως άνω έργου στην κατάρτιση νέας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας με αντικείμενο πλέον την απασχόληση αυτού στο μόνιμο συνεργείο συντηρήσεως του ξενοδοχείου της, εργαζόμενος με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, αντί των προβλεπομένων από το νόμο μηνιαίων αποδοχών και ασφαλιζόμενος έκτοτε με επικουρική ασφάλιση στο ΤΑΞΥ, στο οποίο ήταν ασφαλισμένο και το υπόλοιπο προσωπικό του εν λόγω συνεργείου. Ο αναιρεσείων όμως δεν αποδέχθηκε την πρόταση αυτή της αντιδίκου του, με αποτέλεσμα να μη καταρτισθεί η σχετική σύμβαση. Κατόπιν αυτών το Εφετείο απέρριψε την ένδικη από 05/02/2001 αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά το αίτημά της περί καταβολής αποδοχών υπερημερίας, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρεις αιτιολογίες, καθόσον για την απόρριψη της αγωγής, κατά το ως άνω αίτημά της, αρκεί η παράθεση του περιεχομένου της συμβάσεως των διαδίκων και η κατ΄ εκτίμηση αυτού κρίση του Εφετείου ότι πρόκειται περί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου και όχι αορίστου χρόνου. Έτσι, το Εφετείο με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και κρίνοντας κατά τον άνω μνημονευόμενο τρόπο διέλαβε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο των προαναφερομένων διατάξεων, που εφάρμοσε, αφού το αποδεικτικό πόρισμα είναι πλήρες και σαφές στο κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της καταρτίσεως μεταξύ του αναιρεσείοντος και της αναιρεσίβλητης εργοδότριας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559, αριθ. 19, Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Αντίθετα ο τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559, αριθ. 1α, Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού, όπως προκύπτει με σαφήνεια από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν δέχθηκε την ύπαρξη, άμεσα ή έμμεσα, κενού ή ασάφειας στη δήλωση βουλήσεως των διαδίκων κατά την κατάρτιση μεταξύ αυτών της εν λόγω συμβάσεως και συνεπώς, δεν υπήρχε ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. Επειδή, κατά το άρθρο 559, αριθ. 1β, Κ.Πολ.Δ., η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ΄ αυτούς. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η εν λόγω παράβαση ελέγχεται μόνο αν τα διδάγματα της κοινής πείρας αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή κανόνων δικαίου, ήτοι την εξειδίκευση αορίστων νομικών εννοιών ή την υπαγωγή σ΄ αυτούς πραγματικών γεγονότων και όχι και όταν χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτίμηση αποδείξεων ή ερμηνεία δικαιοπραξίας, ούτε για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559, αριθ. 1β, Κ.Πολ.Δ. αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, κατά την κρίση του ότι η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων ως άνω σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, παραβίασε το δίδαγμα της κοινής πείρας, κατά το οποίο στο έργο, το οποίο δεν εκτελείται με την επιμέλεια του εργοδότη, αλλά έχει ανατεθεί σε τρίτο εργολάβο, τότε η πρόσληψη του προσωπικού δεν γίνεται ποτέ από τον εργοδότη, που έχει μόνο την υποχρέωση καταβολής στον εργολάβο της συμφωνημένης αμοιβής, αλλά αποκλειστικά από τον εργολάβο, ο οποίος έχει την ευθύνη της εκτελέσεως του έργου, ενώ στην περίπτωση του αναιρεσείοντος η πρόσληψη αυτού έγινε από την εργοδότρια αναιρεσίβλητη και, συνεπώς, η επίδικη σύμβαση εργασίας, αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δεν έχει καμιά εξάρτηση από το χρόνο της εκτελέσεως του ως άνω έργου αλλά έληγε τουλάχιστον στις 15/03/2004, οπότε έπαυε η ισχύς της άδειας εργασίας αυτού, ως αλλοδαπού, στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι το επικαλούμενο εν λόγω δίδαγμα χρησιμεύει για την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των επικληθέντων και προσκομισθέντων ως άνω αποδεικτικών μέσων.