`Αρειος Πάγος
Αριθ. απόφασης: 1681/2007
Δικαστής: Σπυρίδωνας Κολυβάς, Αντιπρόεδρος
Αρεοπαγίτες: Ανδ. Μαρκάκης, Ηλ. Γιαννακάκης,
Αθαν. Θεμέλης, Μάριος-Φώτιος Χατζηπανταζής
Ομαδικές απολύσεις - Ακυρότητα: Ομαδικές απολύσεις που έγιναν λόγω οριστικής διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης με τη βούληση του εργοδότη, δεν είναι έγκυρες, αν η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης έγινε χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση και να τηρηθεί η διαδικασία διαβουλεύσεων του νόμου 1387/1983 "Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ.
[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 εδ. α΄, 73, 159, παρ. 2, 160, παρ. 1 και 556, παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αναίρεση, η οποία ασκήθηκε επ΄ ονόματι προσώπου που έχει αποβιώσει κατά το χρόνο της ασκήσεώς της είναι απορριπτέα ως άκυρη για έλλειψη απαραίτητης διαδικαστικής προϋποθέσεως, η ακυρότητα δε αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα: 1) ................. ιατρικού πιστοποιητικού του Κοινοτάρχη Λατσίων Κύπρου για την αιτία θανάτου του ..................., 2) ............... ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου Φιλίππων Καβάλας, 3) ................. ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών και 4) ..................... ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Καβάλας, αντίστοιχα, προκύπτει ότι απεβίωσαν οι αναιρεσείοντες: α) Β 26ος .................. την 2/10/200, β) 182ος ................ την 1/7/2000, γ) 184η .................. την 1/6/2000 και δ) 161ος ................ την 6/10/2001, ενώ η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στο όνομα και των θανόντων αυτών την 3/4/2003 με κατάθεση του δικογράφου της στο Εφετείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι ασκήθηκε μετά το θάνατο των εν λόγω αναιρεσειόντων. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος που αφορά τους ανωτέρω αναιρεσείοντες, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας κατά τούτο του δικογράφου της, που συνεπάγεται αναγκαίως και το απαράδεκτο της συμμετοχής στη δίκη και των φερομένων ως κληρονόμων, συζύγου και τέκνων τους, αντίστοιχα, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κων/νος Ρήγος, ο οποίος δήλωσε ότι συνεχίζουν τη δίκη, σύμφωνα με σχετική δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου αυτού. Νόμιμα, κατά τα άρθρα 287, 288 και 290 Κ.Πολ.Δ. χωρεί η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης στο πρόσωπο των κληρονόμων των ήδη αποβιωσάντων αναιρεσειόντων ............... (62ου), ................ (Β 19ος) και ........................ (186ος), μετά τη γνωστοποίηση απ΄ αυτούς του θανάτου αυτών και τη δήλωσή τους στα πρακτικά ότι συνεχίζουν τη δίκη. Με την 165/2006 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου αναβλήθηκε η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης. Ήδη, όπως προκύπτει από τις .............. και .............. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καβάλας ...................., και την ..................... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ................, αντίγραφο των ταυταρίθμων με την ανωτέρω 165/2006 απόφαση πρακτικών συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού και κλήση προς εμφάνιση και συζήτηση γης κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, αντίστοιχα, α) προς τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "................................", β) προς την πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία ".............................." και γ) προς την συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "............................", που είχαν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Οι συνδικαλιστικές, όμως, αυτές οργανώσεις, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, δεν εμφανίσθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οπότε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. Πρέπει, επομένως, να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία τους σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρα 568, παρ. 4 και 576, παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Η Οδηγία 75/129, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 100 της Συνθήκης της ΕΟΚ (μετέπειτα άρθρο 100 της Συνθήκης Ε.Κ., τώρα άρθρο 94 Ε.Κ.), αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης εντός της κοινότητας. Ως "ομαδικές απολύσεις", κατά το άρθρο 1, παρ. 1, εδ. α΄ της οδηγίας αυτής, νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από ένα εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών - μελών, στις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατά δε την παράγραφο 2, εδ. δ΄ του ίδιου άρθρου 1 η παρούσα Οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των εργαζομένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Το άρθρο της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ορισμένες υποχρεώσεις του εργοδότη που προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Κατ΄ αρχάς, ο εργοδότης αυτός υποχρεούται να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύσεως των συνεπειών τους.
Επίσης, προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων κάθε χρήσιμη πληροφορία και, σε κάθε περίπτωση, να τους ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων, καθώς και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσει. Το άρθρο 3, παράγραφος 1 της Οδηγίας (75/129) ορίζει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση. Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις. Οι ομαδικές απολύσεις, το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια αρχή ισχύουν, κατ΄ άρθρο 4, παρ. 1 της Οδηγίας, το νωρίτερο 30 ημέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παρ. 1. Η Οδηγία 75/129 τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992 (EEL 245, σ. 3), κατόπιν της εγκρίσεως του κοινοτικού χάρτη των θεμελιωδών κοινοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 1989. Η τροποποίηση αυτή περιλαμβάνει κυρίως την επέκταση των προβλεπομένων στο άρθρο 2 της Οδηγίας 75/129 υποχρεώσεων του εργοδότη σε θέματα ενημερώσεως και διαβουλεύσεων, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Στο πλαίσιο της τροποποίησης επήλθε κατάργηση του στοιχείου δ΄ του άρθρου 1 παράγρ. 2 της Οδηγίας 75/129 και προστέθηκε, μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3, παρ. 1 της Οδηγίας, το ακόλουθο εδάφιο: "Εντούτοις, τα κράτη - μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι στην περίπτωση ενός σχεδίου ομαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης, η οποία επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να το κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια δημόσια αρχή μόνον κατόπιν αιτήσεώς της". Οι τροποποιήσεις που επέφερε η Οδηγία 92/56 μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της Οδηγίας 92/56 προθεσμία μεταφοράς των εν λόγω τροποποιήσεων στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε την 24η Ιουνίου 1994. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η μη εφαρμογή της Οδηγίας είναι δυνατή μόνον όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως και ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι απορρέουσες από την Οδηγία 75/129 υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο (απόφαση Δ.Ε.Κ. από 7ης Σεπτεμβρίου 2006). Εξάλλου, με το νόμο 1387/1983 "Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις", ο οποίος αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ, θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων, η οποία εξασφαλίζει: α) την πλήρη πληροφόρηση των εργαζομένων σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, β) στάδιο διαβουλεύσεων του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και γ) σε περίπτωση ασυμφωνίας των μερών αποφασιστική παρέμβαση της διοικητικής αρχής. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επομένης παραγράφου. Το άρθρο 2, παρ. 2, εδ. γ΄ ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης απόφασης. Κατά δε το άρθρο 3, παρ. 1 ο εργοδότης, πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. 2. Ο εργοδότης οφείλει: α) να γνωστοποιήσει εγγράφως στους εκπροσώπους των εργαζομένων τους λόγους, για τους οποίους σχεδιάζει να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις, τον αριθμό εκείνων που θέλει να απολύσει κατά φύλο, ηλικία και ειδικότητα και τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί και β) να παρέχει κάθε πληροφορία που μπορεί να τους διευκολύνει στη διατύπωση εποικοδομητικών προτάσεων. 3. Αντίγραφα των εγγράφων αυτών υποβάλλονται από τον εργοδότη στο Νομάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας. Τέλος, κατά το άρθρο 5, παρ. 1 η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3. 2. Εάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν, αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. 3. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης, καθώς και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, μπορεί είτε να προτείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζομένων απολύσεων. 4. Ο εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Αν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται στην έκταση που δέχθηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, ο εργοδότης αυτός πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών. Επίσης, να τους γνωστοποιεί εγγράφως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων κατά φύλο, ηλικία και ειδικότητα και τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί και να τους παρέχει κάθε πληροφορία προκειμένου να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις. Αντίγραφα δε των εγγράφων αυτών υποχρεούται ο εργοδότης να υποβάλει στο Νομάρχη ή τον Επιθεωρητή Εργασίας. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας. Σε περίπτωση που υπάρξει ή δεν υπάρξει συμφωνία του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 5 του πιο πάνω νόμου 1387/1983. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της δεύτερης αναιρεσίβλητης Κοινοπραξίας των εταιριών: α)........, β)........, γ) ............. και δ)........, που εκπροσωπείτο από την εταιρία με την επωνυμία..........., είχε συναφθεί η από ........... σύμβαση που κυρώθηκε με το νόμο 98/1975 "περί ερεύνης και εκμεταλλεύσεως Υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή του θρακικού πελάγους" (Σύμβαση Παραχώρησης). Με τη σύμβαση αυτή, η οποία μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την από .................. σύμβαση που κυρώθηκε με το νόμο 539/1977, την από .............. σύμβαση που κυρώθηκε με το νόμο 1769/1988 και την από ................ όμοια σύμβαση, που κυρώθηκε με το νόμο 2159/1993, το Ελληνικό Δημόσιο, ως διαχειριστής της περιουσίας του, παρέσχε στην Κοινοπραξία, κατ΄ αποκλειστικότητα, το δικαίωμα και την άδεια έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην περιοχή του κόλπου της ................. και του ........ πελάγους, γενικότερα. Σύμφωνα με τα άρθρα 1.7 και 1.8 της πιο πάνω σύμβασης Παραχώρησης, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 της τροποποιητικής σύμβασης, η οποία, ακολούθως, κυρώθηκε με το νόμο 1769/1988, η πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρία διορίσθηκε εντολοδόχος της δεύτερης αναιρεσίβλητης Κοινοπραξίας, αναδόχου, και ανέλαβε, εργολαβικά, τη διεκπεραίωση των εργασιών πετρελαίου στις περιοχές ........... και νότιας ................, έχοντας γι΄ αυτές την αποκλειστική ευθύνη. Τούτο έγινε, κατ΄ επιταγή του άρθρου 4.1 του νόμου 1769/1988, κατά το οποίο "ο Ανάδοχος θα διορίσει ως εντολοδόχο..... αυτού εταιρία που θα συσταθεί στην Ελλάδα και που, με την επιφύλαξη του άρθρου 34, θα φέρει την ευθύνη της εκτέλεσης των εργασιών πετρελαίου και θα υποβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο όλες τις σχετικές, με τις εργασίες αυτές, εκθέσεις, πληροφορίες και έγγραφα". Στα πλαίσια της εκτέλεσης του έργου που έπρεπε να φέρει εις πέρας η πρώτη αναιρεσίβλητη προέβη σε πρόσληψη προσωπικού. Έτσι, προέβη στην κατάρτιση συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με τους αναιρεσείοντες, τους οποίους προσέλαβε με τις ειδικότητες του μηχανοτεχνήτη, εργοδηγού, ηλεκτρολόγου, φύλακα, ραδιοτηλεφωνητή, χειριστή παραγωγής, γεωτρυπανιστή, ηλεκτροσυγκολλητή, τηλεφωνητή, κ.λπ. Οι προσλήψεις έλαβαν χώρα, στις αναφερόμενες ημερομηνίες, κατά τα έτη 1979 έως και 1989. Η ανάδοχος Κοινοπραξία έπρεπε να επενδύσει όσα κεφάλαια απαιτούντο για να γίνει η καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του έργου. Είχε, μαζί με το Ελληνικό Δημόσιο, δικαιώματα στα έσοδα από την παραγωγή των υδρογονανθράκων, ενώ η πρώτη αναιρεσίβλητη θα εκτελούσε, αποκλειστικά, τις εργασίες πετρελαίου, οι οποίες άρχισαν, ουσιαστικά, τον Ιούλιο 1981 και, έκτοτε, αντλούσε συνεχώς υδρογονάνθρακες από τους χώρους εκμετάλλευσης στις περιοχές του ........... και της νότιας ........... Η προοπτική άντλησης δεν ήταν απεριόριστη χρονικά, εφόσον αυτή θα διαρκούσε περί τα 10 έως 12 έτη, ενόψει και των σχετικών αργών ρυθμών άντλησης και του περιορισμένου των κοιτασμάτων. Η παραγωγή από το 1992 - 1993 άρχισε να φθίνει και παρέστη ανάγκη να αντιμετωπισθεί το θέμα. Την 5/7/1997 έλαβε χώρα σύσκεψη μεταξύ των αρμοδίων οργάνων της δεύτερης αναιρεσίβλητης και εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, κατά την οποία (σύσκεψη) διαπιστώθηκε: α) η φθίνουσα παραγωγή, β) οι πολύ υψηλές λειτουργικές δαπάνες, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές του αργού πετρελαίου στην ελληνική και διεθνή αγορά γ) η ανάγκη διενέργειας νέων σεισμικών ερευνών και ερευνητικών γεωτρήσεων, προκειμένου να ανευρεθούν νέα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα υδρογονανθράκων. Έτσι παρέστη ανάγκη να εξευρεθούν από την πρώτη αναιρεσίβλητη λύσεις και να ληφθούν μέτρα για την μείωση των λειτουργικών δαπανών της. Ήταν, δηλαδή, εμφανές πως αυτή αντιμετώπιζε ικανά οικονομικά προβλήματα που οδηγούσαν στην ανάγκη εξεύρεσης λύσεων. Αρχικά, άρχισε, από το Νοέμβριο 1997, νέες έρευνες για ανεύρεση υδρογονανθράκων σε νέα κοιτάσματα της περιοχής του κόλπου .........., στις τοποθεσίες .......... και ..........., πλην όμως, κατά τους ισχυρισμούς της, απέβησαν άκαρπες. Παράλληλα, η πρώτη αναιρεσίβλητη άρχισε από τον Αύγουστο 1997 και συνέχισε για αρκετό χρόνο επαφές με τους εκπροσώπους των σ΄ αυτή εργαζομένων (353 άτομα) για την εξεύρεση λύσης. Έτσι, ανακοινώθηκε, πλην άλλων, προς τους εργαζόμενους και πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου. Επειδή, όμως, τα προβλήματα συνεχίζονταν και οξύνονταν και οι θέσεις των μερών ήταν αντίθετες, το Σωματείο των αναιρεσειόντων, με την από 17/3/1998 αίτησή του προς τον ΟΜΜΕΔ, ζήτησε τη μεσολάβησή του, για να υπογραφεί ΣΣΕ για το έτος 1998. Με τη μεσολάβηση τούτου βρέθηκε λύση, ώστε να περιοριστούν οι λειτουργικές δαπάνες της αναιρεσίβλητης και συμφωνήθηκε: α) να χορηγηθεί στους εργαζόμενους αύξηση 3% αντί 7% που αυτοί ζητούσαν, β) να καταργηθεί το ασφαλιστικό πρόγραμμα με την εταιρία "......".
Ακόμη το σωματείο των εργαζομένων αποδέχθηκε την εθελουσία έξοδο εξήντα εργαζομένων, με κίνητρο που τους χορήγησε, μέσω ΟΑΕΔ, το Ελληνικό Δημόσιο. Επιπρόσθετα, οι εργαζόμενοι δέχθηκαν τη μείωση του κόστους μισθοδοσίας κατά 20%, την κατάργηση των ημερησίων γευμάτων και την καθιέρωση συστήματος τριών βαρδιών εργασίας, αντί των πέντε που μέχρι τότε ίσχυαν. Όμως δεν επήλθαν, παρά ταύτα, θεαματικές μεταβολές, ούτε η πιο πάνω αναιρεσίβλητη ορθοπόδησε. Αντίθετα, αυτή ενημέρωσε την 2/10/1998 το σωματείο των εργαζομένων, ότι "όλο το βάρος και οι ελπίδες για το μέλλον της εταιρίας και της αναδόχου έχουν εναποτεθεί..."στη γεώτρηση" Ύφαλος ..........", του γνωστοποίησε δε, ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρίας ".... είναι πολύ κακή, ιδίως λόγω μείωσης της παραγωγής και των χαμηλών τιμών πώλησης του αργού πετρελαίου....". Στη συνέχεια, με το από 14/10/1998 έγγραφό της, η πρώτη αναιρεσίβλητη ανακοινώνει στον Υπουργό Εργασίας την πρόθεσή της να καθυστερήσει την ανακοίνωση για την προσωρινή διακοπή των εργασιών της για την 22/10/1998, πράγμα που, πρόδηλα, του είχε ανακοινωθεί σε συνάντησή τους την 28/9/1998. Με τηλεομοιότυπο (FAX) η ανάδοχος θεωρεί πως η πρώτη αναιρεσίβλητη πρέπει να σταματήσει την παραγωγή και να παύσει τη λειτουργία της από 15/11/1998, περιορίζοντας τα μετέπειτα έξοδα μόνο σε αυτά που θεωρούνται αναγκαία για την ασφάλεια του προσωπικού των πηγαδιών και των εγκαταστάσεων. Παράλληλα, την 22/10/1998, η πρώτη αναιρεσίβλητη ανακοινώνει προς το Δ.Σ. του σωματείου των αναιρεσεσειόντων ότι η ανάδοχος θα ανακοινώσει "σήμερα" (22/10/1998) τη διακοπή της παραγωγής και όλων των σχετικών εργασιών του κοιτάσματος ........., ζήτησε δε συνάντηση για την 23/10/1998. Εξάλλου, την 22/10/1998 εκδίδεται ανακοίνωση, στην οποία η εταιρία αυτή (πρώτη αναιρεσίβλητη) γνωστοποιεί ότι η παραγωγή θα πρέπει να σταματήσει μέχρι την 15/11/1998 και όλες οι σχετικές εργασίες θα ανασταλούν ή θα διακοπούν οριστικά, εκτός αν καταστεί δυνατή η άμεση και δραστική μείωση των λειτουργικών δαπανών. Αν αυτό δε, δεν επιτυγχανόταν, 50 περίπου άτομα μόνο θα παρέμειναν για να προστατεύσουν τις εγκαταστάσεις και να οργανώσουν τις εργασίες διακοπής της παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο προσωπικό θα έπρεπε να απολυθεί. Στη σύσκεψη που έγινε την 23/10/1998 μεταξύ της παραπάνω εταιρείας και του σωματείου, η πρώτη δήλωσε ότι "δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα, ότι τα λειτουργικά της έξοδα είναι πολύ μεγάλα, ενώ το σωματείο ζήτησε από την εταιρεία να παρατείνει την ημερομηνία της 15/11/1998 για την 20/11/1998. Ακόμη η εταιρεία επέδωσε στο σωματείο πίνακες, από τους οποίους προέκυπτε η ζημιογόνος λειτουργία της, και μάλιστα, με αυξανόμενο ρυθμό. Την 5/11/1998 έγινε νέα σύσκεψη μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, κατά την οποία η εταιρεία δήλωσε ότι "δεν υπάρχει μέλλον, αν δεν μειωθούν τα έξοδα". Κατά τη σύσκεψη της 16/11/1998 στην Αθήνα μεταξύ της πρώτης αναιρεσίβλητης, του σωματείου των εργαζομένων και των αντιπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, η πρώτη (αναιρεσίβλητη) ανέβαλε την παύση της παραγωγής μέχρι την 23/11/1998. Στη σύσκεψη αυτή δεν υπήρξαν αποφάσεις. Με την από 18/11/1998 επιστολή της προς τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας η πρώτη αναιρεσίβλητη του γνωστοποίησε ότι η διακοπή της λειτουργίας των γεωτρήσεων θα γίνει την 29/30-11-1998 και την 7/8-12-1998 θα γίνει η έναρξη των απολύσεων προσωπικού, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας.
Περαιτέρω, παρά το ότι οι εργαζόμενοι δέχθηκαν την περικοπή του 15ου μισθού, του επιδόματος διακοπών, και των γευμάτων, η πρώτη αναιρεσίβλητη, κρίνοντας ότι αυτά είναι ανεπαρκή, γνωστοποίησε την 26/11/1998 στον Υφυπουργό Εργασίας ότι θα ακολουθήσει το χρονοδιάγραμμα που έχει ήδη ανακοινώσει. Την 28/11/1998 επακολούθησε νέα σύσκεψη μεταξύ της πρώτης αναιρεσίβλητης (εταιρίας) και του σωματείου, κατά την οποία η πρώτη ( αναιρεσίβλητη) δήλωσε ότι η οικονομική κατάσταση δεν έχει καθόλου αλλάξει, ενώ το σωματείο συμφώνησε ότι αντιμετωπίζουν τις χειρότερες τιμές των τελευταίων δέκα πέντε ετών και συνεχίστηκαν οι εκατέρωθεν προσπάθειες για να βρεθεί λύση. Την 5/12/1998 η πρώτη αναιρεσίβλητη ανακοίνωσε προς όλους τους εργαζομένους την παύση των εργασιών, μετά από εντολή της Αναδόχου και επισήμανε ότι από 7/12/1998 θα απολύσει όλους τους εργαζόμενους. Την 8/12/1998 επέδωσε στους αναιρεσείοντες (με δικαστικό επιμελητή) ατομικά κείμενα καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας, ενώ ταυτόχρονα τους πρόσφερε αποζημιώσεις, λόγω καταγγελίας, τις οποίες κατέθεσε στο Τ.Π.Δ.Α.. Το σωματείο των εργαζομένων επέδωσε στην πρώτη αναιρεσίβλητη την από 9/12/1998 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία του με την οποία διαμαρτυρήθηκε για τη στάση της και ανέφερε ότι η είσπραξη των αποζημιώσεων γίνεται με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος των μελών του. Με βάση τις παραδοχές αυτές έκρινε το Εφετείο ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν προέβη αιφνιδίως την 8/12/1998 στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσειόντων, αλλά ότι προηγήθηκε μακρά σειρά επαφών, διαπραγματεύσεων, συζητήσεων, ανακοινώσεων και γνωστοποιήσεων, που όλα τα μέρη γνώριζαν, είναι δε εντελώς διαφορετικό αν οι αναιρεσείοντες συμφωνούσαν και το αποδέχονταν ή όχι, ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη καθόλη την τελευταία χρονική περίοδο της λειτουργίας της ήταν σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, η οποία συνεχώς επιδεινωνόταν, ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη διέκοψε τη λειτουργία της νόμιμα, ουσιαστικά και πραγματικά και ότι οι στην προκειμένη περίπτωση απολύσεις των αναιρεσειόντων, ενόψει της παύσης της λειτουργίας της επιχείρησης της πρώτης αναιρεσίβλητης, δεν υπάγονταν στις διατάξεις του νόμου 1387/1983. Με βάση τις παραδοχές αυτές έκρινε το Εφετείο ότι οι ως άνω ομαδικές απολύσεις, ως γενόμενες συνεπεία της οριστικής διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης της πρώτης αναιρεσίβλητης με τη βούληση του εργοδότη, είναι έγκυρες, παρά το γεγονός ότι η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης έγινε χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση και δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του νόμου 1387/1983 "έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" και της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις", καθόσον η πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρεία ως εργοδότρια δεν τήρησε την υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζόμενους στην ερευνώμενη περίπτωση των ομαδικών απολύσεων, λόγω διακοπής των δραστηριοτήτων εκμεταλλεύσεως της ανωτέρω επιχειρήσεως, όπως είχε την υποχρέωση, κατά τα προεκτεθέντα, καθόσον κατά τις προαναφερόμενες διαβουλεύσεις για την εξεύρεση λύσης προς αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης, δεν ερευνήθηκε η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους, οι αναιρεσίβλητοι δεν γνωστοποίησαν, όπως είχαν υποχρέωση, εγγράφως στους εκπροσώπους των εργαζομένων τους λόγους, για τους οποίους σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν ομαδικές απολύσεις, τον αριθμό εκείνων που θέλουν να απολύσουν κατά φύλο, ηλικία και ειδικότερα και τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν, αντίγραφα δε των εγγράφων αυτών δεν υπέβαλαν οι αναιρεσίβλητοι στο Νομάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας. Σε κάθε δε περίπτωση που έλαβαν χώρα διαβουλεύσεις μεταξύ της πρώτης αναιρεσίβλητης και των εκπροσώπων των εργαζομένων σχετικές με την έρευνα της δυνατότητας αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους και υπήρξε αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων αυτών, το αποτέλεσμα αυτό δεν διατυπώθηκε σε πρακτικό, το οποίο έπρεπε να υπογραφεί και από τα δύο μέρη και να υποβληθεί από την εργοδότρια στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας και σε περίπτωση της υπάρξεως ή μη υπάρξεως συμφωνίας των μερών να πραγματοποιηθούν οι ομαδικές απολύσεις κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 5 του Ν. 1387/1983. Και ναι μεν έλαβαν χώρα οι προαναφερόμενες διαβουλεύσεις, αυτές μόνο δεν αρκούν για την εφαρμογή των αναφερομένων διατάξεων του Ν. 1387/1983 και της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία ο από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).