Α.Π. 1825/2012 (Τμ. Α2 Πολ.)
Πρόεδρος: ΑΘ. ΚΟΥΤΡΟΜΑΝΟΣ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΑΡΓ. ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ, Αρεοπαγίτης
Η από τον οφειλέτη αποδοχή συναλλαγματικής ή έκδοση επιταγής και παράδοση αυτών στο δανειστή δεν επιφέρει απόσβεση της αρχικής υποχρεώσεως του.
παρά μόνον αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο, ή ο δανειστής, με την εκπλήρωση από τον οφειλέτη της νέας υποχρέωσής του, ικανοποιηθεί για την αρχική απαίτησή του, διαφορετικά ο δανειστής μπορεί να εκδώσει διαταγή πληρωμής, ή να αρχίσει και να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, με βάση διαταγή πληρωμής, που είχε εκδοθεί με τα έγγραφα στοιχεία της αρχικής οφειλής.
I. Kατά το άρθρο 630 του Κ.Πολ.Δ. η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, μεταξύ των άλλων, την αιτία της πληρωμής (στοιχ. γ΄) και το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί (στοιχ. δ΄). Ως αιτία της πληρωμής νοείται κατά τη διάταξη αυτή ο γενεσιουργός λόγος της απαίτησης που την εξατομικεύει, αρκεί δε για την εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής ο λόγος αυτός (της απαίτησης) να προσδιορίζεται συνοπτικά, αλλά και κατά τρόπον που να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του, χωρίς να απαιτείται και περιγραφή όλων των περιστατικών που τον συνιστούν (Α.Π. 1094/2006).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ανακοπτόμενης υπ΄ αριθμ. */2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αναφέρεται σ΄ αυτήν, μεταξύ των άλλων, ότι "η αιτούσα επιδιώκει να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση τα αναφερόμενα έγγραφα" και δη δεκατέσσερα τιμολόγια-δελτία αποστολής, προσδιοριζόμενα ατομικώς κατ΄ αριθμόν, ημερομηνία εκδόσεως και ποσό, ότι "ο καθ΄ ού οφείλει στην αιτούσα (βάσει των προεκτιθεμένων στην ίδια διαταγή πληρωμής) το ποσό των 16.144,59 ευρώ, ευθυνόμενος στην καταβολή του ως οφειλέτης των προαναφερομένων τιμολογίων", και ότι (διατακτικό:) "διατάσσει τον καθ΄ ού να καταβάλει στην αιτούσα το ανωτέρω ποσό των 16.144,598 ευρώ από τιμολόγια, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας πληρωμής εκάστου τιμολογίου".
Από τα ανωτέρω και το όλον περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής προκύπτει σαφώς ότι ως αιτία της διατασσόμενης πληρωμής, που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της διαταγής πληρωμής, αναφέρεται (στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής) η απαίτηση της αναιρεσίβλητης από τα προμνησθέντα τιμολόγια (υποκειμένη σύμβαση πωλήσεως), από τα οποία και αποδεικνύεται η απαίτηση. Η αναφορά δε στην ίδια (ανακοπτόμενη) διαταγή πληρωμής των από 15-6-2005 και 30-6-2005 τραπεζικών επιταγών, τις οποίες "οπισθογράφησε στην αιτούσα" (καθ΄ ής η ανακοπή - αναιρεσίβλητη) ο αναιρεσείων και στις οποίες αναφέρεται το συνολικό ως άνω ποσό των τιμολογίων και οι οποίες, ως άκυρες, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεν παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους ως αξιογράφων, γίνεται ιστορικά και δεν συνιστούν αυτές την αιτία της διατασσόμενης πληρωμής.
Επομένως το Εφετείο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος και, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, και τον σχετικό λόγο της ένδικης ανακοπής, με τους οποίους ο αναιρεσείων ισχυριζόταν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αναφέροντας ως αιτία της πληρωμής τις ανωτέρω τραπεζικές επιταγές, που, ως άκυρες, δεν απεδείκνυαν την απαίτηση, εν πάση δε περιπτώσει δημιουργώντας αμφιβολία ως προς την αιτία της διατασσόμενης πληρωμής, ήταν άκυρη κατά το προρρηθέν άρθρο 630 του Κ.Πολ.Δ., δεν υπέπεσε (το Εφετείο) στην αποδιδόμενη με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αριθ.14 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου αναιρετική πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη κηρύξεως ακυρότητας, και ο πρώτος αυτός λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος. Υπό τις ίδιες ως άνω παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα της αναφοράς στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής της αιτίας της πληρωμής και επομένως της εγκυρότητας της εκδοθείσης αυτής διαταγής πληρωμής, και τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, από το άρθρο 559 αριθ.19 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου είναι επίσης αβάσιμα.
ΙΙ. Από τα άρθρα 416 και 421 του Α.Κ. προκύπτει ότι αν ο οφειλέτης με σκοπό να εκπληρώσει την υποχρέωσή του από κάποια σύμβαση αποδεχθεί συναλλαγματική ή εκδώσει τραπεζική επιταγή και παραδώσει τα αξιόγραφα αυτά στον δανειστή, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρέωσής του παρά μόνο όταν ο δανειστής με την εκπλήρωση από τον οφειλέτη της νέας υποχρέωσης ικανοποιηθεί για την αρχική (Α.Π. 392/2000).
Επομένως το Εφετείο, που, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό-τρίτο λόγο ανακοπής του αναιρεσείοντος ότι εξόφλησε την ένδικη αξίωση της αναιρεσίβλητης με την παράδοση σ΄ αυτήν των αναφερόμενων πέντε (5) τραπεζικών επιταγών, χωρίς να αναφέρει και ότι εξοφλήθηκαν οι επιταγές αυτές, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 416 και 421 του Α.Κ., όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων.