`Αρειος Πάγος (Β2΄ Πολιτικό Τμήμα)
Αριθ. απόφασης: 488/2006
Δικαστής: Χρήστος Μπαλντάς
Αρεοπαγίτες: Σπ. Κολυβάς, Γεώρ. Χλαμπουτάκης,
Αναστ. - Φιλήτας Περίδης και Ηλ. Γιαννακάκης
Προσωπικό τραπεζών. Σχέση μεταξύ ΣΣΕ και ατομικής σύμβασης εργασίας. Εύνοια υπέρ του μισθωτού. Καταγγελία ατομικής σύμβασης εργασίας. Εγκυρότητα καταγγελίας.
1. Από τη σχετική νομοθεσία και από το άρθρο 22 § 2Σ, προκύπτει ότι περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μπορεί να είναι ο κανονισμός εργασίας και οι κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ που έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ.
2. Πότε τροποποιούνται οι όροι εργασίας (με νεότερη ΣΣΕ).
3. Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό κατάστασης προσωπικού ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη, προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του, λόγω συμπλήρωσης του καθοριζόμενου σε αυτή ορίου ηλικίας.
4. Η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχει τον χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και χωρεί ελευθέρως, εκτός αν περιοριστεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Η άσκηση του σχετικού δικαιώματος, δεν μπορεί να είναι καταχρηστική (Α.Κ. 281). Στην περίπτωση αυτή, η παράβαση επάγεται απόλυτη ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως και λογίζεται ως μη γενόμενη (Α.Κ. 174, 180).
[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 680 ΑΚ, Ι. παρ. 2 και 3, 4 παρ. 2, 15 παρ. 1, 2 και 3 και 19 παρ. 2 του Ν. 3239/1955, όπως ο τελευταίος αυτός νόμος τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Ν.Δ. 3755/1957, 2 περ. 6, 7 του Ν. 1876/90, 12 παρ. 1 και 4 του Ν. 1767/1988 και 22 παρ. 2 του Συντάγματος σαφώς συνάγονται τα εξής: α) περιεχόμενο των ΣΣΕ μπορεί να είναι και ο Κανονισμός Εργασίας β) Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού νόμου γ) Σε περίπτωση αντιθέσεως των όρων της ατομικής συμβάσεως εργασίας προς τους κανονιστικούς όρους της συλλογικής συμβάσεως εργασίας υπερισχύουν οι ευνοϊκότεροι για τον εργαζόμενοι όροι, ώστε να υποκαθίστανται οι δυσμενέστεροι όροι της ατομικής συμβάσεως από τους ευνοϊκότερους της συλλογικής συμβάσεως και αντιστρόφως (Ολ ΑΠ 461/1970), δ) Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως επενεργούν έξωθεν επί της ατομικής συμβάσεως, υποκαθιστώντας τους δυσμενέστερους όρους αυτής, για όσο χρόνο ισχύει η συλλογική σύμβαση και μέχρι την αντικατάστασή της με νεώτερη συλλογική σύμβαση και δεν ενσωματώνονται σε αυτή, δεν αποτελούν δηλαδή περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως, ε) Οι όροι εργασίας που ρυθμίζει η συλλογική σύμβαση εργασίας μπορούν να τροποποιούνται με νεώτερη συλλογική σύμβαση του ίδιου επιπέδου. Η νεώτερη συλλογική σύμβαση μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων. Στη συσχέτιση δηλαδή των συλλογικών συμβάσεων του ιδίου επιπέδου δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της ευνοίας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή των τάξεων, κατά την οποία η νεώτερη συλλογική σύμβαση καταργεί την προηγούμενη έστω και αν περιέχει δυσμενέστερους για τους μισθωτούς διατάξεις (Oλ. ΑΠ 461/1970). Αντιθέτως, με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ωρισμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για το μισθωτό δεν μπορούν να μεταβληθούν με μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε., που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Εξάλλου όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 648, 669, 672 και 673 ΑΚ, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό καταστάσεως προσωπικού ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του, λόγω της συμπληρώσεως του καθοριζομένου σ΄ αυτόν ορίου ηλικίας. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 669 ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, 5 και 7 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχει το χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και χωρεί ελευθέρως, εκτός αν περιοριστεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Η άσκηση όμως του σχετικού δικαιώματος είτε του εργοδότη είτε του εργαζομένου, δεν είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη, αλλ΄ υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, της οποίας η παράβαση επάγεται απόλυτη ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως, που λογίζεται ως μη γενομένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ. Δεν θεωρείται όμως καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 "η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογήν των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος νόμου." Ο ίδιος κανόνας περιέχεται στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ. 16/18-7-1920, προκύπτει δε και από το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3514/1928 . Όμοιο κανόνα περιέχει και το άρθρο 3 παρ. 2 του Π.Δ. 572/1988 με το οποίο η Ελληνική νομοθεσία εναρμονίσθηκε προς την οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ 77/187/14-2-1997. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, εφόσον διατηρείται η ταυτότητα της επιχείρησης και η οικονομική της δραστηριότητα, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, την αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές με τον προηγούμενο εργοδότη σχέσεις. Το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (Ολ ΑΠ 5/1994). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε με ιδιωτικό έγγραφο μεταξύ του αναιρεσείοντος και της Τράπεζας Εργασίας την 16/5/1978 η τελευταία προσέλαβε τον πρώτο για να εργασθεί ως υπάλληλός της. Κατά τα ρητώς διαλαμβανόμενα στην έγγραφη σύμβαση αυτή ήταν αορίστου χρόνου, χωρίς άλλη ειδικότερη αναφορά ως προς το βαθμό του αναιρεσείοντος ή άλλες προϋποθέσεις και όρους παροχή της εργασίας του πέραν του γενικού και αυτονόητου όρου ότι "η παρούσα σύμβαση διέπεται υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας." Παρά την εν λόγω ρητή αναφορά της ατομικής συμβάσεως του αναιρεσείοντος περί του είδους αυτής ως αορίστου χρόνου, εκατέρωθεν συνομολογείται ότι η σύμβαση αυτή διέπεται από τους όρους του κανονισμού προσωπικού της προαναφερόμενης Τράπεζας, που θεσπίσθηκε με την από 20/1/1978 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της ως άνω Τράπεζας και του συλλόγου των υπαλλήλων της, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών την 17/2/1978. Κατά το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού, με τίτλο "ΛΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ", "η σύμβαση εργασίας του υπαλλήλου με την Τράπεζα λύεται μόνο: 1. Με το θάνατο του υπαλλήλου. 2.α) Αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 65ου έτους ηλικίας για τους άνδρες και του 60ου έτους για τις γυναίκες, β) Όσοι συμπληρώνουν τα παραπάνω όρια ηλικίας κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, αποχωρούν αυτοδικαίως την 1η Ιανουαρίου του επομένου χρόνου και παίρνουν από την Τράπεζα την προβλεπόμενη από το άρθρο 22 αποζημίωση, 3. Με την αυθαίρετη απουσία περισσότερο από τριάντα (30) συνεχείς μέρες, οπότε θεωρείται ότι παραιτήθηκε με τη θέλησή του και σε περίπτωση ασθενείας όταν υπερβαίνει τα οριζόμενα από το νόμο όρια απουσίας, 4. Με την καταγγελία για σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με το άρθρο 672 του ΑΚ, 5. Κατ΄ εξαίρεση η σύμβαση εργασίας για τους υπαλλήλους που έχουν βαθμό Διευθυντή ή Υποδιευθυντή Α και Β μπορεί να παραταθεί μέχρι τρία (3) χρόνια. Με τη λήξη της συμβάσεως καταβάλλεται και η προβλεπόμενη από το επόμενο άρθρο αποζημίωση. Οι υπάλληλοι αυτοί παραμένουν έξω από την επετηρίδα της τράπεζας". Με την κανονιστική αυτή ρύθμιση του κανονισμού, που, ως ευνοϊκότερη έναντι της ατομικής συμβάσεως, υπερισχύει αυτής, η σύμβαση του αναιρεσείοντος με την ως άνω εργοδότριά του Τράπεζα κατέστη ορισμένου χρόνου, όπως άλλωστε συνομολογείται. `Αλλη ατομική σύμβαση μεταξύ του αναιρεσείοντος και της ως άνω εργοδότριάς του ή τροποποίηση της προαναφερομένης, από 16/5/1978, δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίσθηκε εγγράφως ή προφορικώς. Στα πλαίσια της συμβάσεως αυτής ο αναιρεσείων απασχολήθηκε στην επιχείρηση της Τράπεζας Εργασίας μέχρι τις 6/9/2000, αμειβόμενος με τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές, όπως αυτές καθορίζονταν κάθε φορά από τις οικείες Σ.Σ.Ε. των τραπεζοϋπαλλήλων όλης της χώρας, ενώ με διαδοχικές προαγωγές είχε προαχθεί σε επιθεωρητή δανείων με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Εν τω μεταξύ η αναιρεσίβλητη είχε απορροφήσει τις Τράπεζες "..................." και "..................." και είχε πρόθεση να ενισχύσει τη θέση της στην Ελληνική τραπεζική αγορά με την εξαγορά των μετοχών και απορρόφηση και άλλων τραπεζών. Προς επίτευξη του σκοπού της αυτού περί τον Ιούλιο του 1999 η μητρική της εταιρία με την "..........................." εξαγόρασε τις μετοχές της Τράπεζας Εργασίας. Κατά το στάδιο των απαραιτήτων για τη συγχώνευση των δυο Τραπεζών ενεργειών, συζητήθηκε και το θέμα των εργασιακού καθεστώτος, που ήταν διαφορετικό σε κάθε μια από τις δυο Τράπεζες. Ειδικότερα η βασική διαφορά ήταν ότι οι μεν υπάλληλοι της αναιρεσίβλητης συνδέονταν με αυτή, με βάση τον εσωτερικό κανονισμό προσωπικού, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι δε υπάλληλοι της Τράπεζας Εργασίας συνδέονταν με αυτή, με βάση τον δικό της προαναφερθέντα εσωτερικό κανονισμό, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Κατά τις διαπραγματεύσεις που έγιναν μεταξύ των δυο Τραπεζών και των διοικήσεων ενός εκάστου των δυο σωματείων των εργαζομένων σ΄ αυτές επιτεύχθηκε μεταξύ τους αρχική συμφωνία και διατυπώθηκε ενιαίο σχέδιο κανονισμού, που θα ρύθμιζε κατά ομοιόμορφο τρόπο τις σχέσεις εργασίας όλων των εργαζομένων στην αναιρεσίβλητη Τράπεζα, μετά την ολοκλήρωση της απορρόφησης από αυτή της Τράπεζας Εργασίας, το οποίο προσαρτήθηκε ως παράρτημα σε πρακτικό συμφωνίας που υπογράφηκε με το μεν σωματείο των εργαζομένων στην Τράπεζα Εργασίας, μέλος του οποίου είναι ο αναιρεσείων στις 21/7/2000, με το δε σωματείο των εργαζομένων στην αναιρεσίβλητη υπό τη μορφή που αυτή είχε τότε στις 24/7/2000. Η συμφωνία αυτή, κατά τα εκατέρωθεν συνομολογούμενα, τελούσε υπό την έγκριση της γενικής συνελεύσεως των μελών εκάστου σωματείου, προέβλεπε δε ότι οι συμβάσεις των υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης είναι και όσες δεν ήταν καθίστανται αορίστου χρόνου. Στις 7-9-2000 ολοκληρώθηκε η συγχώνευση των δυο Τραπεζών με την απορρόφηση της Τράπεζας Εργασίας από την αναιρεσίβλητη που από "....................." μετονομάσθηκε σε Τράπεζα ".....................". Με τον τρόπο αυτό η τελευταία υπεισήλθε αυτοδικαίως στη θέση της εργοδότριας του προσωπικού της Τράπεζας Εργασίας, στο οποίο περιλαμβανόταν και ο αναιρεσείων σε ότι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις. Έτσι ο αναιρεσείων μετά την 7/9/2000 εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του και προς τη νέα εργοδότριά του αναιρεσίβλητη, δυνάμει της σύμβασης εργασίας που είχε συνάψει με την αρχική εργοδότριά του Τράπεζα Εργασίας και με τους όρους και προϋποθέσεις της συμβάσεως αυτής. Παράλληλα κατά τη γενική συνέλευση του σωματείου των εργαζομένων στην πρώην Τράπεζα Εργασίας, μέλος του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, είναι ο αναιρεσείων που πραγματοποιήθηκε για την έγκριση του σχεδίου κανονισμού που είχαν συντάξει και υπογράψει οι δυο υπό συγχώνευση Τράπεζες και οι διοικήσεις των δυο σωματείων των εργαζομένων σ΄ αυτές, η πλειοψηφία των μελών του απέρριψε το σχέδιο κανονισμού και δεν ενέκρινε τη συμφωνία. Ύστερα από την εξέλιξη αυτή η αναιρεσίβλητη, μετά την απορρόφηση της Τράπεζας Εργασίας, βρέθηκε με δυο διαφορετικούς κανονισμούς και με προσωπικό υπαγόμενο σε δυο διαφορετικά νομικά καθεστώτα. Δηλαδή οι μεν εργαζόμενοι σε αυτή και πριν τη συγχώνευση συνδέονταν μαζί της με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι δε εργαζόμενοι πριν από τη συγχώνευση στην Τράπεζα Εργασίας συνδέονταν με αυτή με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Το καθεστώς αυτό δημιουργούσε ανισότητες μεταξύ του προσωπικού της αναιρεσίβλητης, αφού των μεν προερχομένων από την πρώην Τράπεζα Εργασίας υπαλλήλων οι συμβάσεις ως ορισμένου χρόνου μπορούσαν να καταγγελθούν μόνο για σπουδαίο λόγο, ενώ των εργαζομένων και πριν την συγχώνευση σ΄ αυτή υπαλλήλων οι συμβάσεις ως αορίστου χρόνου μπορούσαν να καταγγελθούν χωρίς κανένα λόγο. Οι ανισότητες αυτές θα είχαν δυσμενείς συνέπειες στις σχέσεις μεταξύ του προσωπικού και στην εύρυθμη λειτουργία της αναιρεσίβλητης. Προς αποτροπή των δυσμενών αυτών συνεπειών η αναιρεσίβλητη την 12/9/2000, ως καθολική διάδοχος της Τράπεζας Εργασίας, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας, σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις, υπεισήλθε μετά την απορρόφηση της τελευταίας, όπως προαναφέρθηκε, κατήγγειλε την από 20/1/1978 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της πρώην Τράπεζας Εργασίας και του σωματείου των εργαζομένων σ ΄αυτή, με βάση την οποία είχε θεσπισθεί ο εσωτερικός κανονισμός προσωπικού, με σκοπό, ύστερα από διαπραγματεύσεις, τη σύναψη νέας επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας με την οποία θα θεσπιζόταν νέος εσωτερικός κανονισμός - οργανισμός, ενιαίος για το σύνολο του προσωπικού. Με την επίδοση την ίδια ως άνω ημερομηνία προς το "Σωματείο Εργαζομένων, Τραπεζικής Επιχείρησης ...........................", πρόσκλησης για την έναρξη διαπραγματεύσεων προς σύναψη νέας συλλογικής συμβάσεως εργασίας προς κατάρτιση νέου εσωτερικού κανονισμού, καταγγέλθηκε και η συλλογική σύμβαση με την οποία είχε καταρτισθεί ο εσωτερικός κανονισμός του προσωπικού της αναιρεσίβλητης που είχε καταρτισθεί πριν από τη συγχώνευσή της με την Τράπεζα Εργασίας. Η πρόσκληση για διαπραγματεύσεις και οι διαπραγματεύσεις ακολούθως με το ως άνω σωματείο έγιναν σύννομα, αφού το σωματείο αυτό ήταν το πλέον αντιπροσωπευτικό επιχειρησιακό σωματείο στο χώρο της επιχείρησης της εφεσίβλητης, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 1876/1990 , δεδομένου ότι κατά τις τελευταίες εκλογές προς ανάδειξη της διοικήσεώς του, που έγιναν στις 28/6-6/7/2000, επί εγγεγραμμένων 3.170 μελών, ψήφισαν 2.734 μέλη του, ενώ κατά τις τελευταίες εκλογές του ετέρου επιχειρησιακού σωματείου στο χώρο της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης με την επωνυμία "Σύλλογος Εργαζομένων Τράπεζας Εργασίας / ...............", για ανάδειξη της Διοικήσεώς του, που έγιναν στις 18-21 Απριλίου 2000, επί εγγεγραμμένων 2.852 μελών, ψήφισαν 2.659 μέλη. Το ανωτέρω σωματείο αναγνωρίσθηκε ως το πιο αντιπροσωπευτικό για τις διαπραγματεύσεις και τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ της αναιρεσίβλητης και των εργαζομένων σ΄ αυτή, με την 2/20-2-2001 απόφαση της πρωτοβάθμιας επιτροπής του άρθρου 15 του Ν. 1264/1982, ύστερα από προσφυγές τόσο της αναιρεσίβλητης όσο και των δυο σωματείων των εργαζομένων σ΄ αυτή. Με το εν λόγω σωματείο η αναιρεσίβλητη ήλθε σε διαπραγματεύσεις και υπέγραψε τελικά την από 12/9/2000 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, που κατατέθηκε αυθημερόν στην Επιθεώρηση Εργασίας, με την οποία θεσπίσθηκε ο νέος οργανισμός (εσωτερικός κανονισμός) υπηρεσίας του προσωπικού της. Οι διαπραγματεύσεις δεν διήρκεσαν πολύ και η νέα συλλογική σύμβαση για κατάρτιση του κανονισμού υπογράφηκε την ίδια ημέρα καταγγελίας της παλαιάς, διότι το κείμενο του κανονισμού ήταν αυτό στο οποίο είχαν συμφωνήσει κατά τα προαναφερόμενα οι δυο προς συγχώνευση Τράπεζες (αναιρεσίβλητη και Τράπεζα Εργασίας) και οι διοικήσεις των δυο σωματείων των εργαζομένων σ΄ αυτές. Μετά την κατάρτιση του νέου Οργανισμού Υπηρεσίας, με την προαναφερόμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, που κάνει συνολική και αποκλειστική ρύθμιση όλων των θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις της αναιρεσίβλητης με το προσωπικό της, έπαψε η ισχύς των παλαιών εσωτερικών κανονισμών. Μάλιστα με το άρθρο 20 του νέου Οργανισμού ορίστηκε ότι αυτός (Οργανισμός) αποτελεί συνολική ρύθμιση όλων των θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις του προσωπικού με την Τράπεζα και καταργεί όλες τις προηγούμενες ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και τον μέχρι τότε ισχύοντα στην Τράπεζα Εργασίας Οργανισμό (ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας από 20/1/1978). Με τη λήξη της ισχύος της από 20/1/1978 επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε έπαυσε η άμεση και αναγκαστική ισχύς των κανονιστικών της όρων, μεταξύ των οποίων και ο όρος του προαναφερομένου άρθρου 21 με τον οποίο οι συμβάσεις εργασίας του άρρενος προσωπικού έληγαν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, ήταν δηλαδή ορισμένου χρόνου. Η ατομική όμως σύμβαση του αναιρεσείοντος επί της οποίας είχε άμεση και αναγκαστική ισχύ κατά τα προαναφερθέντα ο ως άνω όρος του καταργηθέντος κανονισμού ως κανονιστικός, χωρίς όμως να ενσωματωθεί ως εσωτερικός όρος σ΄ αυτή, εξακολούθησε να ισχύει ως ορισμένου χρόνου μέχρι τη θέση σε ισχύ του θεσπισθέντος με τη νέα επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας νέου Οργανισμού (Εσωτερικού Κανονισμού) του προσωπικού της αναιρεσίβλητης, έστω και αν ο νέος Οργανισμός περιέχει όρους δυσμενέστερους από εκείνους του καταργηθέντος παλαιού. Ειδικότερα με τη νέα συλλογική ρύθμιση και συγκεκριμένα με το άρθρο 19 του Οργανισμού Υπηρεσίας, ορίζεται ότι "οι ατομικές συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων της Τράπεζας είναι και οι υπάρχουσες καθίστανται αορίστου χρόνου." Ως μοναδικές εξαιρέσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου αναφέρονται οι συμβάσεις των νεοπροσλαμβανομένων υπαλλήλων κατά την πρόβλεψη των παρ. 6 και 8 του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού. Με τον τρόπο αυτό η ατομική σύμβαση του αναιρεσείοντος κατέστη από της ενάρξεως της ισχύος του νέου οργανισμού αορίστου χρόνου. Αναφορικά με την επικουρική βάσης της ένδικης αγωγής (ως εκτιμήθηκε το δικόγραφο αυτής από το Εφετείο) ότι "αν ήθελε κριθεί ότι πρόκειται για σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου η γενόμενη από 11/7/2001 έγγραφη καταγγελία αυτής είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, "το Εφετείο δέχθηκε ότι η άνω καταγγελία δεν αντίκειται στη παραπάνω διάταξη, διότι είχε ως αιτία την αντισυμβατική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, σε σχέση με την υπηρεσιακή του απόδοση, ενώ μέχρι και το έτος 1996 εμφανιζόταν συνεχώς βελτιούμενος με άριστα αποτελέσματα και άριστες εκθέσεις αξιολόγησης, από του έτους 1997 άρχισε να εμφανίζει προβλήματα στις σχέσεις του με το προσωπικό, τόσο του τμήματος εσωτερικού ελέγχου που υπηρετούσε, όσο και των επιθεωρούμενων από αυτόν καταστημάτων της Τράπεζας. Συγκεκριμένα στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 1997 αναφέρεται "από τους παλαιότερους συναδέλφους στην Τράπεζα και την Επιθεώρηση έχει συμβάλλει στο μέτρο των δυνατοτήτων του, στο επιτελούμενο από την επιθεώρηση έργο. Εργατικός, φιλότιμος, ηθικός και γνώστης του αντικειμένου, κρίνεται ότι έχει περιθώρια βελτίωσης ειδικότερα σε ό,τι αφορά την συμπεριφορά και το πνεύμα συνεργασίας τόσο με τους υπολοίπους συναδέλφους της Επιθεώρησης όσο και με τους συναδέλφους στα καταστήματα". Στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 1998 αναφέρεται "Εργατικός, φιλότιμος, ηθικός και γνώστης του αντικειμένου". Εμφανίζεται ελαφρά βελτιωμένος ως προς τη συμπεριφορά και το πνεύμα συνεργασίας τόσο με τους υπολοίπους συναδέλφους της Επιθεώρησης όσο και με τους συναδέλφους στα καταστήματα". Στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 1999 αναφέρεται "Τα όποια προσόντα του (εργατικότητα, φιλοτιμία, ήθος και επαγγελματικές γνώσεις) δυστυχώς σκιάζονται και αμαυρώνονται από τις κατά καιρούς εκρήξεις του και τις παρεκτροπές του σε θέματα συμπεριφοράς του έναντι των συναδέλφων των επιθεωρουμένων καταστημάτων. Θα πρέπει επιτέλους, έστω και μετά από δωδεκαετή θητεία στην Επιθεώρηση να προσαρμοσθεί και να εναρμονιστεί και αυτός, όπως έχουν πράξει από την πρώτη ημέρα της εντάξεώς τους στην Επιθεώρηση οι υπόλοιποι 13 συνάδελφοί του, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν κατ΄ επανάληψη θιγεί και αρνούνται τα τελευταία χρόνια κάθε συνεργασία μαζί του. Υπεροψία, επιτιμητικό ύφος, μειωτικές εκφράσεις, αστυνομική νοοτροπία, επιθετική συμπεριφορά, προκατάληψη έναντι ορισμένων καταστημάτων ή συναδέλφων είναι χαρακτηριστικά ανάρμοστα σε Επιθεωρητές της Τραπέζης μας, για τους περισσότερους από τους οποίους έχουν κατά καιρούς ακουσθεί αλλά και γραπτώς εκφρασθεί από καλά λόγια έως και έπαινοι. Οι χαμηλοί τόνοι, η ευγένεια, το πνεύμα συνεργασίας, οι κόσμιες υποδείξεις και νουθεσίες προς νεώτερους και λιγότερο έμπειρους συναδέλφους, η μετάδοση γνώσεων και η βοήθεια προς αυτούς, γενικότερα δε η καλή κοινωνική συμπεριφορά και αγωγή θα πρέπει αυτές και μόνον να οριοθετούν την παρουσία των επιθεωρητών στα καταστήματα. Σε περίπτωση νέας υποτροπής η μετακίνησή του από την Επιθεώρηση θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και άμεση". Τα ανωτέρω τρία δελτία αξιολόγησης αναφέρονται στο διάστημα που δεν είχε ακόμη επέλθει η απορρόφηση της Τράπεζας Εργασίας από την αναιρεσίβλητη και αφορούν την υπηρεσιακή του απόδοση ως υπαλλήλου της Τράπεζας Εργασίας. Στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 2000 αναφέρεται: "Τα αναγραφόμενα στα δελτία αξιολόγησης των τριών τελευταίων ετών αρνητικά στοιχεία (υπεροψία, επιτιμητικό ύφος, μειωτικές εκφράσεις, αστυνομική νοοτροπία, επιθετική συμπεριφορά, προκαταλήψεις έναντι ορισμένων καταστημάτων και συναδέλφων) δυστυχώς δεν εξέλιπαν και κατά το τρέχον έτος, αλλ΄ απλώς παρουσίασαν ύφεση". Σε συνέχεια των ανωτέρω δελτίων αξιολόγησης, υποβάλλεται στις 14/6/2001 από τη Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου της αναιρεσίβλητης προς τη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού υπηρεσιακού σημείωμα με θέμα τη συμπεριφορά και αξιολόγηση του αναιρεσείοντος στο οποίο αναφέρονται τα εξής: "Ι. Σε συνέχεια συζητήσεών μας σχετικά με την επιθυμία μας να απομακρυνθεί από τη Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου ο κύριος ......................., παραθέτω σύντομη περιγραφή των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει στο πρόσφατο παρελθόν. 2. Όπως προκύπτει και από τα δελτία αξιολόγησης για τα έτη 1997, 1998, 1999 και 2000 η όλη συμπεριφορά του, τόσο έναντι των συναδέλφων των ελεγχομένων καταστημάτων αλλά και αυτών ακόμη των συναδέλφων από τη διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου κρίνεται προβληματική. Ειδικότερα αντιμετωπίζει τους άλλους με υπεροψία, χρησιμοποιώντας μειωτικές εκφράσεις για το πρόσωπό τους ή την επαγγελματική τους επάρκεια. `Αλλοτε απευθύνεται έντονα και με επιτιμητικό ύφος επιχειρώντας να επιβάλλει τις απόψεις του, διαταράσσοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την ψυχική ηρεμία των συναδέλφων αλλά και προκαλώντας τα αρνητικά σχόλια των παρευρισκομένων πελατών της τράπεζας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του ελέγχου του καταστήματος Αλεξανδρούπολης που διεξήχθη τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1999 και όπου σύμφωνα με μαρτυρία της διευθύντριας του καταστήματος η συμπεριφορά του ........................... ήταν προσβλητική για τους συναδέλφους και μη αρμόζουσα σε επιθεωρητή (βλ. Συνημμένο απόσπασμα από την έκθεση ελέγχου με σχόλια της διευθύντριας κ. ...........................). 3. Οι συνάδελφοι του εσωτερικού ελέγχου καλούμενοι να συνεργασθούν μαζί του, είτε το έχουν πράξει με δυσφορία, είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αρνηθεί να συνεργασθούν. Ειδικότερα αρνητικά σχόλια και δυσκολία στη συνεργασία έχουν κατά καιρούς αναφέρει οι ακόλουθοι συνάδελφοι: Κος ........................... από τη διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου. Κος ........................... νυν προϊστάμενος δανείων στο κατάστημα Θήβας. Κος ........................... νυν διευθυντής καταστήματος Λειβαδιάς. Κος ........................... νυν διευθυντής καταστήματος Κωνσταντινουπόλεως και πρώην συνεργάτης του ........................... στο κατάστημα Λέοντος Σοφού. 4. Ο ίδιος δεν παραδέχεται ότι δημιουργεί προβλήματα παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς διαψεύδεται εκ των πραγμάτων. 5. Επίσης ότι κατά τον έλεγχο του καταστήματος Τρικάλων, το 1999, ο ....................... άσκησε κατά την άποψή μου πλημμελώς τα καθήκοντά του ως επιθεωρητής καθότι παρέλειψε να ελέγξει δάνειο σημαντικού ύψους, το οποίο είχε δοθεί αντικανονικά. Ο μη εντοπισμός του δανείου συνέβαλε στη δημιουργία πολλών αντικανονικών ενεργειών από ένα αριθμό υπαλλήλων από το κατάστημα Τρικάλων, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η τράπεζα κατά δρχ. 400 εκατ. Το 2000 (πρόβλεψη) και να τρωθεί η φήμη της. Σημειωτέον ότι το δάνειο αυτό περιλαμβανόταν στο δείγμα που έπρεπε να ελέγξει ο ελεγκτής αλλά ο ....................... δεν το έλεγξε δεδομένου ότι είχε "τακτοποιηθεί" κατά τη διάρκεια του ελέγχου. 6. Επιπρόσθετο πρόβλημα μας δημιουργεί και ότι με βάση την προφορική δήλωση του ............... ότι προτίθεται να αποχωρήσει με πρόωρη συνταξιοδότηση μετακινήσαμε τον άλλο ελεγκτή που είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη, το ................., σε Διεύθυνση Credit Control, ώστε να μην υπάρχει ένας μόνο ελεγκτής στη Θεσσαλονίκη. Με βάση τα ανωτέρω, κρίνω ότι η παρουσία του ....................... στη Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου, με πρόσβαση σε όλα τα αρχεία και εμπιστευτικές πληροφορίες της Τράπεζας όχι μόνο βλάπτει την εικόνα και το έργο της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου αλλά και είναι επικίνδυνη για την Τράπεζα. Για το λόγο αυτό εισηγούμαι την απομάκρυνσή του". Εξαιτίας της προβληματικής αυτής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος προς τους συναδέλφους του είτε της διεύθυνσης εσωτερικού ελέγχου, στην οποία υπηρετούσε, είτε των διαφόρων καταστημάτων που επιθεωρούσε, η οποία ήταν εξακολουθητική παρά τις παρατηρήσεις των αξιολογητών των τελευταίων τεσσάρων ετών στα δελτία αξιολόγησης, των οποίων ελάμβανε γνώση, η αναιρεσίβλητη αποφάσισε να καταγγείλει τη σύμβασή του, εκτιμώντας όμως την πολυετή προσφορά του και έχοντας πληροφορηθεί ότι είχε εκφράσει επιθυμία για πρόωρη συνταξιοδότησή του, τον κάλεσε στην Αθήνα και δια του Διευθυντή της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού του γνωστοποίησε την πρόθεσή της για καταγγελία της συμβάσεώς του, λόγω της προαναφερόμενης αντισυναδελφικής του συμπεριφοράς, που δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις των υπαλλήλων μεταξύ τους και την εύρυθμη λειτουργία της, πρόθεση όμως την οποία δεν θα υλοποιούσε αν αυτός, όπως είχε εκφράσει σχετική επιθυμία, θα επέλεγε την πρόωρη συνταξιοδότηση με την καταβολή οικειοθελώς αποζημιώσεως ποσού καθαρού 40.000.000 δρχ. περίπου, που ήταν μεγαλύτερο από το ποσό της νόμιμης αποζημίωσης για καταγγελία της συμβάσεως. Ο αναιρεσείων δεν συμφώνησε σε οικειοθελή του αποχώρηση και πρόωρη συνταξιοδότησή του. Ύστερα από την εξέλιξη αυτή η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε την 11/7/2001 εγγράφως τη σύμβαση του αναιρεσείοντος, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταστεί αορίστου χρόνου, μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Οργανισμού (Κανονισμού Προσωπικού), και του κατέβαλε, όπως συνομολογείται, τη νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είχε ως αίτιο την περιγραφόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και δεν ήταν καταχρηστική, ως αποτέλεσμα εκβιαστικής και καταπιεστικής συμπεριφοράς των εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης προς το πρόσωπό του, επειδή προερχόταν από την πρώην Τράπεζα Εργασίας, ή σχεδίου αυτής για απομάκρυνση όλων των υψηλόμισθων υπαλλήλων και την αντικατάστασή τους με χαμηλόμισθους νεοπροσλαμβανόμενους υπαλλήλους, προς συμπίεση του κόστους λειτουργίας της και αύξηση των κερδών της, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Καμία δυσμενής αντιμετώπιση του προσωπικού που προερχόταν από την Τράπεζα Εργασίας δεν επιδείχθηκε από την αναιρεσίβλητη, ούτε σχέδιο για απομάκρυνση υψηλόβαθμων στελεχών. Η κρίση αυτή, συνεχίζει το Εφετείο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι τόσο ο πρόεδρος της αναιρεσίβλητης Νικήτας, όσο και οι δυο γενικοί διευθυντές της ....................... και ....................... προέρχονται από την πρώην Τράπεζα Εργασίας. `Αλλωστε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι η αναιρεσίβλητη προέβη σε αθρόες απολύσεις υπαλλήλων προερχομένων από την Τράπεζα Εργασίας ή υψηλομίσθων και αντικατάστασή τους από νεοπροσλαμβανόμενους. Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι η αντιμετώπιση της προβληματικής και αντισυμβατικής συμπεριφοράς του ανιαρεσείοντος δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί με ηπιότερα μέσα, με τη μετάθεσή του π.χ. σε κάποιο άλλο τομέα εργασιών της αναιρεσίβλητης και ότι η εξακολουθητική αντισυναδελφική συμπεριφορά του δεν ήταν μόνο προς το προσωπικό των επιθεωρουμένων καταστημάτων, ώστε να προσδοκάται ότι με την αλλαγή αντικειμένου θα εξέλιπε και η αντισυμβατική συμπεριφορά, αλλά, και προς τους συναδέλφους του της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου, οι οποίοι λόγω της αντισυναδελφικής του συμπεριφοράς δεν επιθυμούσαν συνεργασία μαζί. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη. Με την κρίση του αυτήν το Εφετείο κατά δη ενόψει το μεν της μη παραδοχής, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, περί υπάρξεως ρητής των διαδίκων συμφωνίας για ενσωμάτωση στην ατομική σύμβαση εργασίας του αναιρεσείοντος των όρων της από 20/1/1978 Ε.Σ.Σ.Ε. (η ισχύς της οποίας έληξε μετά την κατάρτιση της προαναφερθείσης νέας), αλλ΄ αντιθέτως (της παραδοχής) περί συμφωνίας των διαδίκων ότι η σύμβαση αυτού (αναιρεσείοντος) θα διέπεται από τις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ε., το δε της άνω περιγραφομένης συμπεριφοράς του κατά την παροχή της εργασίας του, δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αφού οι εκτεθείσες αιτιολογίες του στηρίζουν επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.