Απόφ. Αρείου Πάγου 5/2004 (01/01/2004)

Ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά πίνακα κατάταξης δανειστών.

Αριθμός 5/2004

Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε τακτική ολομέλεια.

ΘΕΜΑ:

Ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά πίνακα κατάταξης δανειστών.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης:

Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Μπάκα, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη. Ανάργυρο Πλατή, Χρήστο Μαυρογένη, Ευριπίδη Αντωvίου, Χρήστο Μπαβέα, Δημήτριο Γυφτάκη, Εισηγητή, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Χρύσανθο Παπούλια, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Γεώργιο Φώσκολο, και Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2003, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

Του καλούντος - αναιρεσείvτος: Χρήστου Τσίτσου του Νικολάου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νικέζη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Του καθ΄ ου η κλήση - αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα.

Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Θεμιστοκλή Αμπλιανίτη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την 28.6.1993 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά πίνακα κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Γιαννιτσών, καθώς και με άλλες ανακοπές, οι οποίες κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 372/146.19/1999, οριστική, του ίδιου δικαστηρίου και 1209/2001του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε ο καλών-αναιρεσείων με την από 5-11-2001 αίτησή του.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 199/2003 του Ζ΄ πολιτικού τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την υπόθεση ως προς τον πρώτο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της αναιρέσεως. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 19-6-2003 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια λόγου αναίρεσης ως αβασίμου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Νομίμως εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια κατά παραπομπή με την 199/2003απόφαση του Ζ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, ο πρώτος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 1209/2001 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, διότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος σχετικά με τη διάρκεια της θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας αλλά και για την ενότητα της νομολογίας. Ειδικότερα δε για να κριθεί το ζήτημα εάν η θητεία αυτή, όταν λήξει με την πάροδο του χρόνου, που προβλέπεται από το καταστατικό ή από την περί εκλογής του διοικητικού συμβουλίου απόφαση της γενικής συνελεύσεως, πριν συμπληρωθεί εξαετία από την εκλογή του, παρατείνεται μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου ή αν αυτό προϋποθέτει ότι έχει συγκληθεί η γενική συνέλευση εμπρόθεσμα, δηλαδή πριν λήξει η θητεία του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου, ή τέλος αν η λήξη του χρόνου θητείας του συμβουλίου ή συγκεκριμένου συμβούλου, επιφέρει αυτοδικαίως την παύση του.

ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 18 παρ. 1 και 2 και 34 παρ. 1 στοιχ. β και 2 στοιχ. β΄ του Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», η ανώνυμη εταιρεία, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό της, εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο εκλέγεται από τη γενική συνέλευση, εκτός από το πρώτο διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται κατά την ίδρυση της με το καταστατικό και ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την πρώτη από την ίδρυση τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Κατά δε τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 του πιο πάνω νόμου, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 2339/1955 «Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ουδέποτε δύναται να υπερβαίνει τα έξη έτη. Οι σύμβουλοι, μέτοχοι ή μη, είναι πάντοτε επανεκλέξιμοι και ελεύθερα ανακλητοί». Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 2190/1920, που ορίζει τι πρέπει να περιέχει το καταστατικό της ανώνυμης εταιρίας, συνάγεται ότι: α) η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου προσδιορίζεται είτε μόνον από διάταξη του καταστατικού είτε από την περί εκλογής του απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων και ο χρόνος αυτής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος ούτε των έξι (6) ετών και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, ούτε του τυχόν οριζόμενου στο καταστατικό μικρότερου της εξαετίας χρόνου στη δεύτερη περίπτωση. β) Στο καταστατικό ή στην απόφαση της γενικής συνελεύσεως μπορεί να ορίζεται ότι η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου, που έληξε, παρατείνεται μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας από την εκλογή του. Στην δεύτερη δε περίπτωση όχι πέραν του οριζόμενου στο καταστατικό χρόνου και γ) εφόσον δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη παρατάσεως μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, τα καθήκοντα των μελών παύουν αυτοδικαίως μόλις παρέλθει ο χρόνος της θητείας τους που ορίζεται στο Καταστατικό ή στην απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως. Η λύση αυτή είναι συμβατή και με την αρχή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, ως εκλεγόμενο από τη γενική συνέλευση και με τους συμβούλους «ελευθέρως ανακλητούς», πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης αυτής. Αντίθετη εκδοχή της παρατάσεως, δηλονότι, της θητείας του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, που λήγει με την πάροδο του οριζόμενου χρόνου στην περί εκλογής απόφαση της γενικής συνελεύσεως, μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πάντως όχι πέραν της εξαετίας, στηριζόμενη στην αιτιολογία ότι στην περί εκλογής απόφαση τεκμαίρεται ότι περιέχεται τέτοια βούληση του εκλέγοντος οργάνου προκειμένου να μη στερηθεί η εταιρεία κατά το χρονικό αυτό διάστημα τη διοίκηση και εκπροσώπηση, όχι μόνον δεν ευρίσκει έρεισμα στο νόμο 2190/20αλλά είναι ενδεχόμενο, στην περίπτωση που και στο καταστατικό προβλέπεται περιορισμένη θητεία, να παραβιάζεται η σχετική διάταξή του, εάν από την προηγούμενη εκλογή μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου συμπληρωθεί χρόνος μεγαλύτερος του προβλεπόμενου στο καταστατικό. Ενώ η διοίκηση και εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας μετά τη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου εξασφαλίζεται με προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 69 Α.Κ.

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Με επίσπευση της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδας και βάσει του με αριθ. 896/1992 Α (πρώτου) επαναληπτικού προγράμματος του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών Χρήστου Σαββόπουλου εκπλειστηριάσθηκε στις 15-7-1992, ως ενιαίο σύνολο, ακίνητη περιουσία της οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΦIΛIΠΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ EΞAΓΩΓΙKH ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΝΣΕΡΒΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ Α.Ε.» και με διακριτικό τίτλο «ΦΙΛΙΠΠΙΑΣ ΑΕ ΓΙΑΝΝIΤΣΑ».

Το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε ανήλθε στο ποσό των 351.000.000 δρχ και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αναγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, το ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με τους διευθυντές των τελωνείων Α΄ Θεσσαλονίκης, Σκύδρας, Β΄ Πειραιά και της ΔΟΥ Γιαννιτσών, καθώς και ο ήδη αναιρεσείων δικηγόρος Χρήστος Τσίτσος με την από 20.7.1992 αναγγελία του, για απαιτήσεις από δικηγορικές αμοιβές συνολικού ποσού 51.480.647 δρχ. Μετά τη διαδικασία των αναγγελιών συντάχθηκε ο υπ΄ αρ. 14640/28.5.1993 πίνακας κατατάξεως δανειστών του συμβολαιογράφου Γιαννιτσών Κων/νου Δεληγιάννη, στον οποίο κατατάχθηκε, μεταξύ άλλων και ο δικηγόρος Χρήστος Τσίτσος προνομιακός, βάσει του άρθρου 975 αρ. 4 του ΚΠολΔ, για την πιο πάνω αναγγελθείσα απαίτησή του. Για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του αναιρεσείοντος από δικηγορικές αμοιβές, είχαν εκδοθεί οι επικαλούμενες στην αναγγελία του και εμπροθέσμως κατατεθείσες στον υπάλληλο του πλειστηριασμού υπ΄ αριθ. 54/1992 και 32/1992 τελεσίδικες αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης καθώς και η 1339/1992 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες ήσαν αναγνωριστικές και ότι βάσει αυτών εκδόθηκαν στη συνέχεια οι 3498/4.8.1992 και 3499/4.8.1992 διαταγές πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Με τις 3739/5.8.1992, 3873/14.10.1992, 3740/5.8.1992 και 3872/14.10.1992 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών Βασιλείου Τσαρτσαράκη, αντίγραφα των εν λόγω διαταγών πληρωμής επιδόθηκαν προς τον Σταύρο Συγκούδη με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου του Δ. Σ. και νομίμου εκπροσώπου της οφειλέτριας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΦΙΛΙΠΠΙΑΣ Ανώνυμη Βιομηχανική Εξαγωγική εταιρία Κονσερβοποιημένων Οπωροκηπευτικών ΑΕ». Κατά το χρόνο των εν λόγω επιδόσεων και καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα από 30.6.1992 που είχε λήξει η θητεία του προηγούμενου διοικητικού συμβουλίου, ωσότου διορίσθηκε η προσωρινή διοίκηση με την υπ΄ αριθμ. 147/30628/14.6.1993 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών η οφειλέτρια ανώνυμη εταιρία εστερείτο διοίκησης και ο Σταύρος Συγκούδης δεν είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι δεν παρήλθε η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά των ως άνω διαταγών πληρωμής, αφού ο Σταύρος Συγκούδης, προς τον οποίον έγιναν οι άνω επιδόσεις, δεν είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου κατά το χρόνο των επιδόσεων αυτών, και επομένως αυτές δεν έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, οι επίδικες δε αναγγελθείσες απαιτήσεις του αναιρεσείοντες δικηγόρου δεν απολαμβάνουν του προνομίου του άρθρου 975 αριθ. 4 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 2479/1997. Με το να δεχθεί το Εφετείο ότι δεν είχαν επιδοθεί εγκύρως προς την προαναφερομένη οφειλέτρια ανώνυμη εταιρεία οι ενσωματώνουσες τις κατ΄ αυτής απαιτήσεις του αναιρεσείοντος ως άνω διαταγές πληρωμής και ότι συνεπώς οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του αναιρεσείοντος δικηγόρου δεν απολαμβάνουν του ως άνω προνομίου, δεν υπέπεσε στην από άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια, της παραβιάσεως δηλαδή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 19 του Ν. 2190/1920 και γι΄ αυτό πρέπει ν΄ απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου ως άνω λόγος αναιρέσεως. Εν όψει δε του ότι με την παραπεμπτική απόφαση δεν έχουν κριθεί όλοι οι υπόλοιποι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει ν΄ αναπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Ζ΄ Πολιτικό Τμήμα που την εξέδωσε για να αποφασίσει για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως.

Ένα μέλος του Δικαστηρίου, ο Αντιπρόεδρος Στυλιανός Πατεράκης έχει τη γνώμη ότι στις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του κωδ. Ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιριών» ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της Α.Ε. ενεργώντας συλλογικά, την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία γενικώς ή για ορισμένου μόνον είδους πράξεις. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 126 παρ. 1 στοιχ. δ΄127 παρ. 1 και 139 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, στην περίπτωση επιδόσεως δικογράφου προς νομικό πρόσωπο, πρέπει να εγχειρίζεται αυτό στον κατά το νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπο αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 71 περ. γ΄, 7β παρ. 15, 7ε, 18, 19, 34 παρ. 1 εδαφ. β΄ και 42 του Ν. 2190/1920, όπως ισχύει σήμερα, προκύπτει περαιτέρω ότι η πράξη διορισμού οργάνων διοικήσεως ολοκληρώνεται από τη λήψη της σχετικής αποφάσεως από το αρμόδιο όργανο (Γενική Συνέλευση) και της αποδοχής του διορισμού ή της εκλογής από το διοριζόμενο, όταν δε η θητεία των μελών διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, που αποτελούν τη νόμιμη εκπροσώπησή της, λήξει με την παρέλευση του χρόνου που ορίζεται στο καταστατικό και ο οποίος ουδέποτε πρέπει να υπερβαίνει την εξαετία, η ομαλή λειτουργία του θεσμού της Ανώνυμης Εταιρίας λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως, όπως συμβαίνει στις νομοθεσίες άλλων χωρών, επιβάλλει να μη μετακυλίεται η ευθύνη εκπροσωπήσεως της Α.Ε. στον τρίτο ο οποίος επείγεται να τηρήσει ορισμένη προθεσμία για την επίδοση δικογράφου και γενικά να νομιμοποιηθεί παθητικώς στρεφόμενος κατά της ανώνυμης εταιρίας. Με αναλογία δικαίου και τη γενική αρχή δικαίου ότι το ίδιο το νομικό πρόσωπο της ΑΕ φέρει την ευθύνη εκπροσωπήσεώς του, πρέπει να γίνει δεκτό, ενόψει του ότι δεν υφίσταται σχετική πρόβλεψη στο νόμο, ότι κατά το χρονικό διάστημα από της λήξεως της θητείας των μελών διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας και μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, είναι δυνατή η προς αυτήν (εταιρία) κοινοποίηση δικογράφων.

Η άποψη αυτή συντελεί στην αποφυγή προβλημάτων και αδιεξόδων που μπορεί να προκαλέσει η αποδοχή της αντίθετης απόψεως η οποία όταν έχει λήξει η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, απαιτεί από τον τρίτο που επείγεται να κοινοποιήσει δικόγραφο στην ανώνυμη εταιρεία, να προκαλέσει το διορισμό προσωρινής διοικήσεως.

Με το να κρίνει επομένως το Εφετείο ότι δεν είχαν επιδοθεί εγκύρως, προς την καθής η εκτέλεση ως άνω οφειλέτρια ανώνυμη εταιρεία οι ενσωματώνουσες τις κατ΄ αυτής απαιτήσεις του αναιρεσείοντος ως άνω διαταγές πληρωμής, που είχαν εγχειριστεί στο διευθύvοντα σύμβουλό της Σταύρο Συγκούδη μετά τη λήξη της ετήσιας θητείας του ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου και προ της εκλογής νέου και ότι συνεπώς οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του αναιρεσείοντος δικηγόρου δεν απολαμβάνουν του ως άνω προνομίου, υπέπεσε στην από το άρθρo 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια και γι΄ αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ο παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου σχετικός λόγος αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια με την 199/2003 απόφαση του Ζ΄ Τμήματος πρώτο λόγο της από 5.11.2001 αιτήσεως αναιρέσεως του Χρίστου Τσίτσου κατά της 1209/2001αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Αναπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση στο Ζ΄ Τμήμα του Aρείoυ Πάγου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 22 Ιανουαρίου 2004.